Σχολιάζει ο Σωτήρης Κατσέλος
Συνοπτικά, με την (όχι και τόσο αναπάντεχη) νίκη του Τράμπ μια πολύ δυσάρεστη ανάλυση, λίγο σεντόνι.
Το γεγονός είναι ότι μιλάμε καθαρά για ένα (εθνό)λαϊκιστικό ρεύμα το οποίο τραντάζει τη δύση. Τα σπέρματα του υπήρχαν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 80, όπου το πολιτικό προσωπικό άρχισε να γίνεται όλο και πιο τεχνοκρατικό και αποστασιοποιημένο από τη κοινωνία. Η “φιλελεύθερη” ορθοδοξία και η παγκοσμιοποίηση που επικράτησε στα επόμενα χρόνια δημιούργησε πολλά νέα δεδομένα που δεν είναι εύκολο να τα επεξεργαστεί ή να τα δεχτεί ο “απλός πολίτης” στην καθημερινότητα του. Στη δεκαετία του 90 και στα πρώτα χρόνια των 00s η γενική ανάπτυξη της δύσης σε μεγάλο βαθμό “κουκούλωνε” πολλά από τα προβλήματα που ήδη είχαν αρχίσει να δημιουργούνται στη κοινωνική συνοχή. Με τη έλευση της κρίσης του 08 απαξιώθηκε σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό αλλά και οικονομικό κατεστημένο καθώς πλέον η παγκοσμιοποίηση δεν έφερε μόνο οφέλη αλλά και έναν αδυσώπητο ανταγωνισμό, ενώ η άνοδος της τρομοκρατίας, των μεταναστευτικών ρευμάτων ακόμα και η ανοχή προς τη διαφορετικότητα άρχισε να γίνεται λιγότερο αποδεκτή από συντηρητικές κατά βάση κοινωνικές ομάδες και κοινωνικά στρώματα που ένιωθαν τον κόσμο τους να καταρρέει.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τραμπ “θέρισε” στην επαρχία. Τον μέσο λευκό πολίτη δεν τον αφορά ο businessman ή ο φοιτητής που μπορεί να ταξιδεύει στο κόσμο, τον αφορά το ότι νιώθει την χώρα του υπό απειλή με αφύλακτα σύνορα και τις “απάτριδες’ πολυεθνικές να τον “ξεπουλάνε”. Δεν έχει σημασία αν δεν είναι απολύτως αλήθεια αυτό, σημασία έχει η πεποίθηση (η οποία υποδαυλίζεται και από τις ανεξέλεγκτες ρητορικές των Social που έχουν μεγαλύτερη επιρροή από αυτή που θέλουμε να παραδεχτούμε). Επίσης δεν είναι τυχαίο το πόσο ενόχλησε πολλούς αμερικάνους πολίτες το θέμα με τα mail της Χίλαρι, καθώς λειτουργεί ως ενίσχυση της πεποίθησης ότι ήταν ένας “προδότης πολιτικός” του κατεστημένου που πούλησε την ασφάλεια της χώρας του. Θα μπορούσα να επεκταθώ πολύ περισσότερο αλλά για να το συνοψίσουμε πολλοί δυτικοί πολίτες θέλουν να τελειώνουν με τη παγκοσμιοποίηση η οποία θεωρούν ότι δεν τους αφορά και να επιστρέψουν στη “κοινότητα” όπως την αντιλαμβάνονται κοινώς στα εθνικά κράτη. Όσο προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το σύνθετο πρόβλημα αποκλειστικά με οικονομικούς όρους ή με τη λογική της παροδικότητας τόσο πιο ανεξέλεγκτο θα γίνεται το θέμα. Ενώ αποτελεί χείριστος ελιτισμός να πιστεύουμε ότι τα ζητήματα κοινότητας – ταυτότητας κλπ δεν αφορούν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Το αφορούν και συνέχεια αναζητεί λάθος απαντήσεις όσο κάποιοι δεν μπαίνουν καν στη συζήτηση.