Διαδικτυακή συζήτηση για την «Ευρωπαϊκή πρόταση για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών» διοργάνωσε η αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα, ανοίγοντας έναν γόνιμο διάλογο μεταξύ επίσημων φορέων της πολιτείας και της κοινωνίας των πολιτών για την αξιολόγηση της έκτασης του φαινομένου αλλά και την αποτελεσματική αντιμετώπισή του.
Αναφέροντας ότι ανέλαβε τα καθήκοντα της επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα μέσα στο 2020-2021, η Νιόβη Ρίγκου σημείωσε ότι «σε αυτόν τον χρόνο σχεδόν μια φορά τον μήνα διαβάζαμε στις εφημερίδες ότι τελέστηκε ένα έγκλημα το οποίο είχε θύμα μια γυναίκα που συνήθως ήταν θύμα από τον σύντροφο που είναι στο σπίτι, αυτό που λέμε ενδοοικογενειακή βία» και συνεπώς «είναι καθήκον να ευαισθητοποίησουμε την κοινή γνώμη για όλες τις πρωτοβουλίες που έχει πάρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέχρι τώρα, για να καταπολεμήσει αυτό το φαινόμενο». Η αφορμή για αυτή την συζήτηση δόθηκε στις 8 Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα των Γυναικών, με την υιοθέτηση της Οδηγίας για την καταπολέμηση της βίας εναντίον των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας που θεσπίζει κοινά ελάχιστα ευρωπαϊκά πρότυπα για την προστασία των γυναικών, την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, τη στήριξη των θυμάτων, την πρόληψη και τη συνεργασία. Όπως επεσήμανε η κ. Ρίγκου πρόκειται για ένα πανευρωπαϊκό πρόβλημα και μάλιστα «εκτιμάται ότι 1 στις 3 γυναίκες είναι θύμα ενδοοικογενειακής βίας, 1 στις 2 έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση, 1 στις 20 γυναίκες έχει πέσει θύμα βιασμού και βεβαίως η διαδικτυακή βία η οποία αυξάνεται με στόχο ιδίως τις γυναίκες που συμμετέχουν στο δημόσιο βίο, όπως οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί». Η κ. Ρίγκου τόνισε ότι ως εκ τούτου «ήταν πολύ ώριμες οι συνθήκες για να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση το θέμα με μια νομοθεσία δεσμευτική».
Η Κλημεντίνη Διακομανώλη, εκ μέρους της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα, εξειδίκευσε περαιτέρω τις πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξηγώντας ότι «η αύξηση της βίας κατά των γυναικών κατά τη διάρκεια της πανδημίας κατέδειξε δυστυχώς ανομοιομορφίες στα υφιστάμενα εθνικά συστήματα με αποτέλεσμα πολλές γυναίκες να κακοποιούνται χωρίς να λαμβάνουν την επαρκή υποστήριξη και δικαστική προστασία». Έτσι, υπογράμμισε η κ. Διακομανώλη, σε αρκετά κράτη προέκυψε η ανάγκη για νέα εργαλεία και δράσεις με «θετικό πρόσημο αλλά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να ενταθούν περαιτέρω τα προγράμματα πρόληψης και προστασίας έτσι ώστε να καθορίζονται ελάχιστα κριτήρια αναφοράς σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια». Παράλληλα, «το φαινόμενο της διαδικτυακής βίας κατά των γυναικών εξαπλώθηκε εκθετικά σε όλο τον κόσμο» τόνισε η κ. Διακομανώλη. Η επικύρωση και η εφαρμογή της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης από τα κράτη μέλη παραμένει ως κεντρικός στόχος για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά η μη αξιοποιήση της από όλα τα κράτη μέλη «έκανε αναγκαίο να αναπτυχθεί μια νέα νομοθετική πρόταση για την αντιμετώπισης της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας» υπογράμμισε η κ. Διακομανώλη. «Με την πρόταση αυτή η Επιτροπή επιθυμεί να θεσπίσει για πρώτη φορά δεσμευτικούς ευρωπαϊκούς κανόνες, με ολοκληρωμένο τρόπο και μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και το διαδίκτυο» είπε η κ. Διακομανώλη, προσθέτοντας ότι «η πρόταση απαιτεί από τα κράτη μέλη να ποινικοποιήσουν ορισμένες μορφές βίας κατά των γυναικών και να λάβουν ένα ελάχιστο επίπεδο μέτρων για προστασία και στήριξη θυμάτων και βελτίωση ιδιαίτερα της πρόσβασης στη Δικαιοσύνη».
Εκ μέρους της μη κυβερνητικής οργάνωσης «Women on Top», η οποία ασχολείται με την οικονομική και επαγγελματική ενδυνάμωση των γυναικών, η Στέλλα Κάσδαγλη ανέτρεξε στην πρωτοβουλία «Speak Out» η οποία υλοποιείται σε συνεργασία με την ActionAid για την υποστήριξη γυναικών που υφίστανται σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία. Η κ. Κάσδαλγη σχολίασε ότι η διευκόλυνση των γυναικών στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη, που περιλαμβάνει «να γίνουν πιο γρήγορες οι διαδικασίες, να γίνουν πιο οικονομικές οι διαδικασίες, γιατί πολλές γυναίκες δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να υποστηρίξουν μια τέτοια νομική προσφυγή» είναι εξαιρετικά σημαντική. «Υπάρχει πλέον μια εξαιρετική νομοθεσία, πολύ καλύτερη από ότι υπήρχε στο παρελθόν, σε σχέση με την ευθύνη του εργοδότη στα θέματα της σεξουαλικής παρενόχλησης και βλέπουμε ότι πλέον οι επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 20 άτομα είναι υποχρεωμένες και να έχουν πολιτικές που προλαμβάνουν και αντιμετωπίζουν την σεξουαλική παρενόχληση και να προσφέρουν δράσεις και ευαισθητοποίησης για το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης στους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες τους» υπογράμμισε η κ. Κάσδαγλη, ωστόσο «στους δημόσιους οργανισμούς που δεν εμπίπτουν ακόμα σε αυτές τις διατάξεις βλέπουμε ένα νομικό κενό, όπως επίσης και όσον αφορά το whistleblowing, δηλαδή τι συνέπειες αντιμετωπίζουν οι γυναίκες και τα άτομα που υποβάλλουν καταγγελίες για θεματα σεξουαλικής παρενόχλησης και ρισκάρουν να δεχτούν αντίποινα μέσα στην εργασία τους».
Ο καθηγητής Ψυχιατρικής, Θάνος Ασκητής είπε χαρακτηριστικά ότι «δεν μπορείς να ποινικοποιήσεις τα πάντα», προκρίνοντας «την προσέγγιση της πρόληψης». «Η βία είναι το χειρότερο κομμάτι της ανθρώπινης συμπεριφοράς, καταδικαστέο» και «τραγικό διότι εκφράζει μια κτητική, τιμωρητική στάση που πολλές φορές δεν έχει καμία λογική και στο μεγαλύτερο ποσοστό έχει το αίσθημα του δικαίου, δηλαδή η βία σαν να λαμβάνει τη μορφή της δικαιοσύνης» ανέφερε ο κ. Ασκητής, προσθέτοντας ότι «η βία περιλαμβάνει πολλές επιμέρους συμπεριφορές» όπως «κακοποίηση, παρενόχληση, βιασμό, ακόμα και την επικινδυνότητα της χειριστικότητας, της απειλής και σαφέστατα το δευτερογενές όφελος» δηλαδή «γιατί ένας άνθρωπος είναι βίαιος και πώς αυτός ο άνθρωπος που είναι βίαιος προσπαθεί να οργανώσει τον εαυτό του για τη δικαίωσή του μέσα από εντελώς ανώριμους, ακατέργαστους μηχανισμούς». Ο κ. Ασκητής επεσήμανε ότι «η πανδημία έδειξε σημαντική αύξηση και των ψυχικών διαταραχών αλλά και των διαταραχών συμπεριφοράς που οι προσωπικότητες καθορίζονται από το ποσοστό της βίας». «Στην πραγματικότητα η πρόληψη έχει μια σημαντική αξία, την κοινωνική παιδεία» είπε ο κ. Ασκητής, κάνοντας τη διάκριση μεταξύ μόρφωσης και ενσυναίσθησης για την ανάπτυξη της οποίας ο κ. Ασκητής τόνισε εξαιρετικά τον ρόλο των γονέων. «Πρέπει να συνδέσουμε τους γονείς υποχρεωτικά σε προγράμματα εκπαίδευσης» είπε ο κ. Ασκητής, ανατρέχοντας στο παράδειγμα των Γάλλων.
«Πάντα χρειάζονται περισσότερα μέτρα» σχολίασε η υφυπουργός για τη Δημογραφική Πολιτική και την Οικογένεια, στην ατζέντα της οποίας εμπίπτουν και τα ζητήματα ισότητας των φύλων, Μαρία Συρεγγέλα σχετικά με τις πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη ενός πληρέστερου πλαισίου για την προστασία και την υποστήριξη των γυναικών. Για τις προσπάθειες του ελληνικού κράτους η κ. Συρεγγέλα είπε ότι «έχουμε ένα θεσμικό πλαίσιο, υπάρχει. Και μάλιστα υπάρχουν και σημαντικοί νόμοι για την αντιμετώπιση της έμφυλης και της ενδοοικογενειακής βίας που είναι ολοκληρωμένοι» αλλά «δεν φτάνει όμως αυτό» γιατί «χρειάζεται η κατάλληλη εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου». «Εμείς σε αυτό έχουμε δώσει πολύ μεγάλη βαρύτητα» τόνισε η κ. Συρεγγέλα, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση έχει συντάξει ένα «νέο ενιαίο σχέδιο δράσης για την ισότητα των φύλλων το οποίο είναι πλήρως εναρμονισμένο με την ευρωπαϊκή στρατηγική για την ισότητα των φύλων και με την αντίστοιχη στρατηγική του Συμβουλίου της Ευρώπης και τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ και διατρέχεται σε όλο το φάσμα από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας». Η κ. Συρεγγέλα συνηγόρησε ότι προκρίνεται η πρόληψη ενώ ενημέρωσε ότι «για πρώτη φορά το εθνικό σχέδιο δράσης πέρασε από το υπουργικό συμβούλιο και πλέον όλα τα υπουργεία, όλοι οι φορείς του Δημοσίου έχουν συγκεκριμένο προγραμματισμό για το τι θα κάνουν σε επίπεδο υπουργείου και στο επίπεδο των αρμοδιοτήτων τους για την πρόληψη και την καταπολέμηση όχι μόνο της βίας κατά των γυναικών αλλά και άλλων μορφών βίας». «Για πρώτη φορά λοιπόν υπάρχουν συγκεκριμένοι στόχοι και δράσεις, υπάρχει συγκεκριμένο επιχειρησιακό σχέδιο» με «συγκεκριμένη δέσμευση» ανά έτος τόνισε η κ. Συρεγγέλα.
«Το θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα υπάρχει και είναι πάρα πολύ καλό και πολύ σωστά δομημένο» τόνισε ο Αστυνόμος Β από το Τμήμα Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας, Ανέστης Σαπουνάς, συμφωνώντας ότι «χρειάζονται περισσότερες δράσεις και πρωτοβουλίες για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση». «Το 2019 ιδρύθηκαν επιτελικές υπηρεσίες στην Ελληνική Αστυνομία, 72 γραφεία αντιμετώπισης της ενδοοικογειακής βίας σε όλη τη χώρα», των οποίων οι αρμοδιότητες είναι «η ενημέρωση του πολίτη, να δέχονται καταγγελίες και να διαβιβάζουν στις αρμόδιες υπηρεσίες, να συντονίζουν, εποπτεύουν και παρακολουθούν τις υποθέσεις, να συνεργάζονται με συναρμόδιους φορείς και υπηρεσίες για να καταρτήσουν τον επιχειρησιακό σχεδιασμό» είπε ο κ. Σαπουνάς. «Αυτό όμως δεν έφτανε, γι’ αυτό το 2021, πριν από λίγους μήνες, ιδρύθηκαν και εξειδικευμένα επιχειρησιακά γραφεία αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη» υπογράμμισε ο αστυνόμος, σημειώνοντας ότι «η διαφορά τους με τα επιτελικά γραφεία είναι ότι πλέον αυτά απασχολούνται αποκλειστικά με την ενδοοικογενειακή βία αλλά προανακριτικά. Δηλαδή, χειρίζονται τις υποθέσεις, συλλαμβάνουν το δράση, σχηματίζουν δικογραφίες, τις στέλνουν στον εισαγγελέα». Ο κ. Σαπουνάς υπογράμμισε ότι «το προσωπικό που υπηρετεί εκεί είναι απόλυτα εκπαιδευμένο και καταρτισμένο στο αντικείμενο», αναφέροντας ότι «τα τελευταία 2 χρόνια έχουν γίνει πάρα πολλές εκπαιδεύσεις».
Στην συζήτηση συμμετείχε και η δημοσιογράφος Χριστίνα Γαλανοπούλου ενώ την συντόνισε η δημοσιογράφος της ΕΡΤ, Εύα Μπούρα.