Γράφει ο Μάρκος Πετρόπουλος
Στο ξενοδοχείο Memories καταλύαμε πάντα, σχεδόν εμμονικά. Επίλογος σε ένα ταξίδι τόσο κουραστικά ίδιο και εξόχως επίπονο κάθε Χριστούγεννα. Μια επανάληψη χτισμένη στην υπεροπτική βεβαιότητα του μπαμπά πως όλοι περνάμε καλά πηγαίνοντας στο χωριό για γιορτές. Αλλόκοτο εκ φύσεως, όταν όλος ο κόσμος πέρναγε τις γιορτές στις πόλεις, κι εμείς εκεί, στις παραθαλάσσιες ρίζες του πατέρα μου, μη έχοντας καν δικό μας σπίτι πια. Και φυσικά μόνοι μας, περιτριγυρισμένοι από υπερήλικες θεματοφύλακες των παράλιων του χωριού.
Εξ αίματος συγγενείς, στοιβαγμένοι ταξιδιώτες σε ένα θορυβώδες και στενάχωρο όπελ, πάντα με στομάχια κορδέλες (δε φημιζόταν ο μπαμπάς για τις οδηγικές ικανότητές του, εξ ου και η μητέρα είχε καταλήξει πως «σκυλιά τα όπελ»), παίζαμε το «πότε θα φτάσουμε» σε βαθμό δολοφονίας από πρόθεση. Πέρναμε και τη Θεία Ευδοξία, γιατί απέφευγε τα αεροπλάνα, φοβούμενη το μοιραίο. Η Θεία Ευδοξία είχε μια φοβερή εμμονή με τα πετούμενα. Νέα, μόνο τα αεροπλάνα, αργότερα σε παράλληλη πορεία με το Αλτσχάιμερ, φοβόταν ότι είχε το κουσούρι να πετάει. Ελικοφόρα, πουλιά, έντομα, πτερόσαυρους. «Ίπταται, έρχεται, ίπταται!» φώναζε αλαφιασμένη κάθε που έβλεπε ένα της κατηγορίας -πτερόσαυρους αραιότερα, και πάντα σε συνάρτηση με την έκβαση της εκάστοτε θεραπείας-. Ήταν και ο λόγος που καθόταν στη μέση των πίσω καθισμάτων μη και έβλεπε κανά πουλί απ’ το παράθυρο και πάθαινε αμόκ και προκαλούσαμε καραμπόλα στην εθνική. Η Θεία Ευδοξία επίτεινε το ήδη μαρτυρικό ταξίδι τόσο με την φλυαρία, όσο και με την μυρωδιά της που τότε νόμιζα ότι ήταν κομμάτι της, σαν τη λαλιά και την ολόλευκη επιδερμίδα της, αλλά αρκετά χρόνια αργότερα, νομίζω σε κάποιο μνημόσυνο προς τιμήν της, έμαθα πως είναι ένα από τα «κλασικότερα αρώματα κορυφαίου γαλλικού οίκου για κοκέτες κυρίες μιας κάποιας ηλικίας».
promodimitraΚαι από το ξενοδοχείο κυρίως τη μυρωδιά θυμάμαι. Πως αλλιώς, αφού με το τέλος της «σεζόν», έκλεινε και άνοιγε ασφυκτικά λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, για εμάς και κάτι ψωροαθηναίους εναλλακτικούς που νόμιζαν ότι έκαναν μιαν κάποια επανάσταση με το να σκορπούν τις μέρες της ζωής τους εκεί και να ‘χουν να το λένε στους άθλιους συνδαιτυμόνες του άθλιου μικρόκοσμού τους, άμα τη επιστροφεί τους. Κι έτσι, το memories, πνιγόταν στην υγρασία του Φθινοπώρου, τη βιαστική θέρμανσή του και, κυρίως, τις ψευτοκαθαρισμένες μπουκλέ μοκέτες που σα ζωντανές πάσχιζαν να εκλύουν απλόχερα το φτηνό απορρυπαντικό και τη βρώμα χρόνων που τις συνόδευε, σε κάθε γωνιά αυτού του ξεχασμένου από το Θεό καταλύματος. Θυμάμαι και τον ξενοδόχο, γλοιώδη δουλόφρονα αλλά ταυτόχρονα αδίστακτο, που υποδεχόταν τους γονείς μας με ντροπιαστικούς τεμενάδες που έκτοτε σημάδεψαν και εμένα και την αδερφή μου και έγιναν η αιτία να αηδιάζουμε με συναφείς τις πάστας του ανθρώπους.
Ο θείος μου, συνταξιούχος έμπορος ξηρών καρπών και ζαχαρωδών, έχοντας ήδη φθάσει με την ξαδέρφη μου με αεροπλάνο, είχε τακτοποιηθεί και μας περίμενε με το ύφος του οικοδεσπότη. Παρόλο που ο θείος μου είχε σπίτι και μάλιστα μεγάλο, λόγω της κατάστασης της θείας Ευδοξίας, δεν είχε τη δυνατότητα να το «ανοίξει». Αυτό πιστεύω ακόμη, αφού δεν μπορώ να αποδεχτώ πως απολάμβανε την εμπειρία του memories, παρόλο που δεν έχω αποδείξεις για το αντίθετο. Άλλωστε ο ξενοδόχος και η ξερακιανή σύζυγος του, μια αποσπασμένη νοσοκόμα στο τοπικό κέντρο υγείας που τον ερωτεύτηκε και μαζί έφτιαξαν το παραθαλάσσιο θέρετρο, φρόντιζαν πάντα να μας έχουν στα ώπα ώπα με μια αξεπέραστη επιτηδειότητα. Γλειφιτζούρια και σοκολάτες για εμένα και τη Ραλλού, περιποιήσεις πάσης φύσεως για τη μάνα μου και τον πατέρα μου.
Απ’ όλα τα επώδυνα Χριστούγεννα που πέρασα εκεί ακόμη δεν μπορώ να καταλήξω ποια ήταν τα χειρότερα. Τα τελευταία, πάντως, ήταν τη χρονιά πριν την ενηλικίωση μου, την είσοδο της Ραλλούς στην εφηβεία και τη θεία Ευδοξία απούσα οριστικά σε έναν παράδεισο απαλλαγμένο από πτηνά.
Και ναι, πρέπει να ήταν γύρω στα δέκα συναπτά Χριστούγεννα που με αξίωσε η μοίρα να τα ζήσω στο memories, των βρώμικων μοκετών και τον σομόν τοίχων. Στο memories που στόλιζαν εξωτερικά με μισοκαμένους φωτοσωλήνες ατάκτως ερριμμένους για να ‘χουμε να λέμε κι ένα ξεδοντιάρικο πλαστικό δέντρο στο σαλέ.
promoandriΑπορώ πολλές φορές πως μέσα από τους κοίλους καθρέφτες της μνήμης μου ξεπηδούν όλα αυτά, τώρα, χρόνια μετά. Πόσο πολύ με σημάδεψε αυτή η λεπτομερής σχολαστικότητα του πατέρα μου να μας εγκλωβίζει σε βαθιά καταθλιπτικές καταστάσεις. Η Ραλλού απ’ την άλλη είχε πάντα μια τάση να ανθολογεί τα πάσης φύσεως θλιβερά στο πίσω μέρος και να τα απορρίπτει τελείως από το είναι της. Αξιοζήλευτο!
Εγώ, πάλι, έβαλα σαν πήχη εκείνη τη μίζερη δεκαετία για όλα τα επόμενα μαύρα κι απαισιόδοξα Χριστούγεννα που θα συναντούσα. Ίσως και πιο πέρα από τα Χριστούγεννα. Απέκτησα τις δικές μου εμμονές και ουτοπίες. Κι όσο κι αν προσπάθησαν -άθελα τους το ομολογώ- η κουρασμένη από τα νεύρα της μάνα μου και ο παρασυρμένος από την μικροαστική του ευτυχία πατέρας μου να μου χαλάσουν τις ουτοπίες μου, δεν το κατάφεραν. Έχτιζα και συνεχίζω να χτίζω προσαρμοσμένες στην αισθητική μου ιδανικές συνθήκες και συστήματα που κι αν αποτυγχάνουν, πιο σύνηθες από την εκπλήρωσή τους, ουδόλως με ενοχλεί. Το memories πάντα θα αποτελεί άλλοθι για τις αποτυχημένες προσπάθειες προσέγγισης της ευτυχίας. Κάτι είναι κι αυτό!
InKastoria.gr