Γράφει ο Παντελής Καρύκας
Στην Ελλάδα παραχωρήθηκε, βάσει της συνθήκης των Σεβρών, η Σμύρνη και η ενδοχώρα της. Επρόκειτο όμως για προσωρινή παραχώρηση. Ουσιαστικά ο Ελληνικός Στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη ως εντολοδόχος των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες ύστερα από τις τεράστιες ανθρωποθυσίες του άνθους του ανθρωπίνου δυναμικού τους στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν επιθυμούσαν για κανέναν λόγο, πόσο μάλλον για να εξυπηρετήσουν τα ελληνικά συμφέροντα, να τις επαναλάβουν μαχόμενες κατά των κεμαλικών δυνάμεων, στα βάθη της Ανατολίας. Η περιοχή Σμύρνης, και μόνο αυτή, θα επιδικαζόταν στην Ελλάδα, μετά από πέντε χρόνια από την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, κατόπιν όμως δημοψηφίσματος των κατοίκων της.
Τότε όμως ο Ελ. Βενιζέλος, υπερεκτιμώντας τις δυνάμεις του, προκήρυξε εκλογές, θέτοντας μάλιστα πολιτειακό ζήτημα, εφοδιάζοντας έτσι από μόνος του, την ανίκανη να αντιπαραταχθεί στις επιτυχίες του αντιπολίτευση. Η ενωμένη αντιπολίτευση, με σύνθημα την επάνοδο του Κωνσταντίνου, κέρδισε τις εκλογές. Ωστόσο δεν πρέπει να υπερεκτιμηθεί η σημασία της πολιτειακής και πολιτικής αυτής εναλλαγής στην Ελλάδα, όσον αφορά στη στάση απέναντί της των μεγάλων δυνάμεων της εποχής.
Η Ιταλία, για παράδειγμα, δεν περίμενε την ήττα του Βενιζέλου για να εκφράσει τη δυσαρέσκεια της για την ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία. Η Γαλλία, ευθύς μόλις ο Κεμάλ της πρόσφερε επικερδή οικονομικά ανταλλάγματα, συντάχθηκε με τους κεμαλικούς και τα λιγοστά της στρατεύματα έφυγαν από τη Μικρά Ασία, αφήνοντας όμως στους Τούρκους τον βαρύ τους οπλισμό. Οι Βρετανοί επίσης, οι οποίοι με στοιχειώδεις δυνάμεις κρατούσαν την βορειοδυτική Μικρά Ασία, αποχώρησαν, μετακυλώντας την ευθύνη αυτή στην Ελλάδα, η οποία ανέπτυξε εκεί το Γ’ Σώμα Στρατού. Όσον αφορά το νότιο σύνορο της ελληνικής Σμύρνης, αυτό καλυπτόταν, θεωρητικά, από ιταλικά τμήματα, τα οποία όμως συνεργαζόταν αρμονικότατα με τους κεμαλικούς και κυρίως με τους διαβόητους «τσέτες», το άτακτο κεμαλικό ιππικό, το οποίο διέσχιζε τα ιταλοκρατούμενα εδάφη και δρούσε στα νώτα του Ελληνικού Στρατού. Αλλά και η Σοβιετική Ένωση, αποτέλεσε τον κύριο τροφοδότη του κεμαλικού στρατού σε βαρύ οπλισμό, συνεπεία της εμπλοκής της Ελλάδας στη Ουκρανική εκστρατεία του 1919, πάλι με εισήγηση του Βενιζέλου.
Αυτά όλα δεν ήταν συνέπειες της κυβερνητικής μεταβολής στην Αθήνα. Ήταν δεδομένο ότι θα συνέβαιναν, όποιος και αν ήταν πρωθυπουργός στην Ελλάδα. Ο Βενιζέλος ήταν φυσικά ο εμπνευστής της μεγαλόπνοης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά ήταν δεδομένο ότι οι σύμμαχοι του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν συμμεριζόταν πλέον τα οράματά του, εφόσον δεν χρειαζόταν πλέον την Ελλάδα.
Φταίνε οι ξένοι. Πρωτίστως φταίει, όμως, το ότι η Ελλάδα αντιμετώπισε την μεγαλύτερη πρόκληση της νεώτερης ιστορίας της με το εσωτερικό της μέτωπο διχασμένο. Και αν η συνθήκη των Σεβρών ήταν τόσο εύθραυστη όπως και οι ομώνυμες πορσελάνες, κατά τη ρήση Γάλλου διπλωμάτη, το εσωτερικό μέτωπο των Ελλήνων όφειλε να μην είναι. Αντί αυτού όμως η διαμάχη για τα γεγονότα του παρελθόντος σκίασε την ελληνική προσπάθεια στη Μικρά Ασία, υπέσκαψε το ηθικό του στρατού και οδήγησε στην καταστροφή του μικρασιατικού Ελληνισμού, στην αποκοπή του «εταίρου σκέλους της Ελλάδος».
Αν δεν επανερχόταν ο Κωνσταντίνος, υπεστήριξε ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος, οι σύμμαχοι δεν θα σταματούσαν να υποστηρίζουν την ελληνική προσπάθεια στη Μικρά Ασία. Ο Γάλλος πρωθυπουργός Πουανκαρέ όμως τον διαψεύδει : «Ο κ. Λόϋδ Τζώρτζ, ιδίως, και ο κ. Βενιζέλος, κοινή συμφωνία έρριψαν την Ελλάδα εις περιπέτεια της οποίας μοναδικός σκοπός ήτο η επιδίωξη πολιτικής αγγλικού ιμπεριαλισμού εν Μικρά Ασία και ήτις περιπέτεια ήτο εκ των προτέρων καταδικασμένη εις αποτυχία», είπε.
Ο Βενιζέλος πολιτεύτηκε το διάστημα Μαίου 1920 – Αυγούστου 1922, τόσο ασύνετα και κοντόφθαλμα, όσο είχαν πολιτευθεί και οι αντίπαλοί του στο διάστημα 1917 –18. Τότε οι βασιλόφρονες καλούσαν τους στρατιώτες σε λιποταξία και στάση, τους έλεγαν ότι δεν είχαν λόγους να πεθάνουν για έναν ξένο προς αυτούς πόλεμο. Στο διάστημα του μικρασιατικού πολέμου όμως, ανώτατοι αξιωματικοί παραιτήθηκαν της θέσης τους και μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου επανίδρυσαν την «Εθνική Άμυνα». Δυστυχώς η νέα Εθνική Άμυνα έφτασε στο σημείο να συνεργαστεί ακόμα και με τους κεμαλικούς, μόνο και μόνο για να αντιδράσει στην επάνοδο του «προδότη» βασιλιά.
Σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο η βενιζελικοί στρατιώτες ήταν τώρα αυτοί που λιποτακτούσαν. Λίγο πριν την κρίσιμη επίθεση των κεμαλικών στο Αφιόν Καραχισάρ, η οποία οδήγησε στη διάσπαση του μετώπου, η Ελληνική Στρατιά Μικράς Ασίας, η οποία θα έπρεπε θεωρητικά να αριθμεί πάνω από 120.000 άνδρες, αριθμούσε περί τις 80.000 μόλις. Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα είχε εξαντληθεί και οικονομικά. Δεν υπήρχαν χρήματα για την αγορά νέων όπλων, τη στιγμή που οι Τούρκοι εφοδιάζονταν από Σοβιετικούς και Δυτικούς με πυροβόλα ικανά να πλήξουν στόχους πέραν του μέγιστου βεληνεκούς των ελληνικών. Έγιναν όμως και άλλα λάθη. Ένα από αυτά θα μπορούσε να είναι και η μη οχύρωση της περιοχής Σμύρνης, όπως είχαν ζητήσει οι κάτοικοι της πόλης, αλλά η πρότασή τους δεν είχε εισακουστεί ούτε από τον Βενιζέλο, με εισήγηση και του αμφιλεγόμενου Έλληνα τοποτηρητή Αριστείδη Στεργιάδη, ο οποίος αποτελούσε προσωπική επιλογή του Βενιζέλου, αλλά δεν αντικαταστάθηκε ούτε από τους κυβερνώντες μετά από αυτόν.
Η μόνη λύση που απέμενε ήταν ή να εκκενωθεί η Ιωνία, ή να αναλάβει ο στρατός επιχειρήσεις συντριβής των κεμαλικών δυνάμεων. Προτιμήθηκε η δεύτερη λύση. Η προέλαση, όμως, του Ελληνικού Στρατού σε μια εχθρική ενδοχώρα, χωρίς να έχει εξασφαλισμένες τις γραμμές των συγκοινωνιών του, με τα πλευρά του κυριολεκτικά στον αέρα, ήταν τουλάχιστον παρακινδυνευμένη. Στο αδιέξοδο όμως που είχε περιέλθει η Ελλάδα, επιχειρώντας να καρπωθεί τα «δώρα» των νέων Δαναών «Συμμάχων» της δεν υπήρχε άλλη διέξοδος. Αλλά ακόμα και όταν το μέτωπο κατέρρευσε, ο Ελληνικός Στρατός είχε τη δυνατότητα να αντισταθεί, όπως απέδειξε η δράση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας. Αυτό που έλλειπε ήταν το ηθικό. Και για αυτό ευθυνόταν ο διχασμός.