Γράφει ο Αθανάσιος Γραμμένος
Τα αυθεντικά κοινωνικά κινήματα έχουν ως αφετηρία τη συλλογική σύλληψη μιας ιδέας ξεκάθαρης και οριοθετημένης με σκοπό να μετουσιωθεί σε αίτημα μετασχηματισμού και κοινωνικής αλλαγής. Ως «κίνημα» νοείται η κρίσιμα μάζα που θέλει να συμμετέχει στη διαδικασία της αλλαγής, ανεξάρτητα από το υλικό ή το άυλο κόστος.
Στην Ελλάδα, τα λίγα κοινωνικά αιτήματα που εφράστηκαν στη νεότερη ιστορία της είχαν ρίζες βαθιά ριζωμένες στα λαϊκά στρώματα με κατά βάση κεντρο-αριστερό πρόσημο. Επικεντρώθηκαν στην αναδιανομή της γης, στην αποκατάσταση των προσφύγων μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και στην εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας το μεταίχμιο της δικτατορικής διακυβέρνησης, ενώ ακόμα πολλοί αριστεροί σέρνονταν στα ξερονήσια με την κατηγορία του «προδότη». Η επιστροφή του Καραμανλή τον Ιούλιο του 1974 γιορτάστηκε στους δρόμους από ανθρώπους κάθε γωνιάς του πολιτικού φάσματος με την ελπίδα ότι η χώρα θα αποκτήσει επιτέλους ισχυρούς και σταθερούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς.
Η κοινωνική δικαιοσύνη και η δημοκρατία ήταν άλλωστε τα μόνα αιτήματα που ανέπτυξαν μαζικότητα και μορφοποιήθηκαν κινηματικά. Ακόμη κι όταν η Αριστερά εκφυλίστηκε από τον παπανδρεϊκό αμοραλισμό φτάνοντας τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, η «κάθαρση» ως αίτημα αναδιοργάνωσης του κράτους παρέμεινε το αντίβαρο στον άξονα του δικομματισμού και δεν αποκρυσταλλώθηκε ως κοινωνικό αίτημα βάσης συμπαρασύροντας καθολικά τις μάζες.
Είναι κοινά αποδεκτό ότι η Ελλάδα δεν ανέπτυξε ποτέ γνήσια αστική τάξη, βάσισε την οικονομία της στον παρασιτικό κρατισμό και στα δανεικά κι έμαθε να καταδιώκει την ιδιωτική πρωτοβουλία για πολλούς λόγους που σχετίζονται με το βασικό της πρόβλημα: τη διατήρηση των πελατειακών σχέσεων. Απομυζώντας ανέκαθεν τους λίγους ανθρώπους του υγιώς επιχειρείν και στοχοποιώντας τους ως «εκπροσώπους του κεφαλαίου», συντηρούσε τους εκατοντάδες χιλιάδες κηφήνες που μισθοδοτούνταν από την κρατική μηχανή με αντάλλαγμα τη ψήφο τους. Η Δεξιά, εκφράζοντας ανέκαθεν την άρχουσα τάξη, ταυτίστηκε με το κράτος και βλέποντας το ως μήλο των εσπερίδων αποκόπηκε από τα κοινωνικά ρεύματα, απέκλεισε όσους είχαν διαφορετική άποψη, οδήγησε στον δεύτερο εθνικό διχασμό μετά τη λήξη του Εμφυλίου και κατέληξε μια ασπόνδυλη πολιτική ομάδα που επιβίωσε χάρη στο ταλέντο του μοναδικού χαρισματικού της ηγέτη, του Καραμανλή, να της προσδώσει ένα μεγάλο ευρωπαϊκό αφήγημα.
Απέχοντας όμως από όλες τις κοινωνικές διεκδικήσεις, μη έχοντας η ίδια προτάσεις κι εθνικό σχέδιο να κομίσει (στην καλύτερη περίπτωση αντέγραφε τα σύμβολα, τα προγράμματα και τα συνθήματα ευρωπαϊκών «αδελφών» κομμάτων) η Δεξιά έμεινε στην ιστορία σαν το διάλλειμμα στο μονόπρακτο του ΠΑΣΟΚ. Ως πολιτική πτέρυγα που δεν πολέμησε ποτέ και για τίποτα υποφέρει σήμερα από βαρύ συμπλεγματισμό απέναντι στην «κυβερνώσα Αριστερά» η οποία είχε την τεχνογνωσία να μετατρέπει σε πεζοδρομιακή αντίδραση οποιαδήποτε «συστημική» πρόταση. Ο ίδιος ο νυν Πρωθυπουργός, πριν από μερικά χρόνια, σε ένα ρεσιτάλ πρωτοφανούς αντι-κοινοβουλευτισμού δήλωσε ότι θα ακυρώσει στο πεζοδρόμιο όποιον «αντι-λαϊκό» νόμο θα ψηφίζει η Βουλή.
Το σύνδρομο κατωτερότητας της Δεξιάς, που αν και παραδοσιακή δύναμη δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί την οργανωτική αποτελεσματικότητα ακόμη και των μικρότερων αριστερών κομμάτων, μετατράπηκε σε στείρο μιμητισμό, χωρίς την ελάχιστη απαιτούμενη δημιουργικότητα. Όπως αντέγραψε το ΠΑΣΟΚ για να ξαναγίνει κόμμα εξουσίας, έτσι σήμερα πιθηκίζει τις μεθόδους του ΣΥΡΙΖΑ για να ξεπλύνει τη ντροπή από τη χρόνια απραξία.
Στη «φιλο-ευρωπαϊκή» συγκέντρωση στο Σύνταγμα [18.06.2015] αποτυπώθηκε ότι το πολιτικό σύστημα δεν έχει πλέον καμία ελπίδα να γεννήσει κάτι νέο, και οπωσδήποτε ρηξικέλευθο, που θα επιδιώκει τη ριζοσπαστική αλλαγή προς το καλύτερο στις ζωές των ανθρώπων. Οι χιλιάδες άνθρωποι που βρέθηκαν εκεί, άλλοι με τις πιο αγνές προθέσεις και άλλοι για να διαφημίσουν τον «προοδευτισμό» και το μέγεθος της φράξιας τους, ήταν απλώς η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος – το άνευρο και άγευστο alter ego του αριστερού λαϊκισμού: μιμητές του παλιού και τιμητές του φθαρμένου, κόντρα στον αριστερό χουλιγκανισμό ως αντίπαλο δέος ποδοσφαιρικής κερκίδας.
Η συγκέντρωση δεν έγινε διαδήλωση ούτε πορεία, οι πολίτες επιδόθηκαν σε ανταγωνισμό σέλφι για να επιδείξουν το «μέγεθος» του πλήθους, εξαπλώθηκαν στο περιστύλιο της Βουλής χωρίς σεβασμό στον χώρο και τελικά δεν εξέφρασαν κανένα γνήσιο κοινωνικό αίτημα αφού ακόμα και στο αβραμοπούλειο κεντρικό σύνθημα «μένουμε Ευρώπη» στερήθηκε στοιχειώδους σύνταξης και φαντασίας.
Το καινούριο που θα μπορούσε να έχει γεννηθεί απαιτεί θυσίες. Απαιτεί μόχθο, πόνο, ρίσκο και φυσικά τόλμη. Απαιτεί από τους «νοικοκυραίους» να βγουν από την άνεση του σαλονιού και βιώσουν την κοινωνική πάλη διεκδικώντας και χτίζοντας μια άλλη Ελλάδα.
Το καινούριο θα ήταν να κατασκηνώσουν οι συγκεντρωμένοι έξω από το Κοινοβούλιο, αφήνοντας σπίτια και δουλειές και να μη φύγουν αν δεν διαλυθεί η Βουλή και συγκροτηθεί Συντακτική Εθνοσυνέλευση.
Το καινούριο θα ήταν να μείνουν εκεί, με ακλόνητη φρόνηση και να απαιτήσουν από τον Πρόεδρο της Κομισιόν και τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας να αποκαλύψουν αμέσως το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων και τους λόγους του αδιεξόδου. Η μυστική διπλωματία αποκηρύχθηκε διεθνώς το 1919 αλλά αναβιώνει δραματικά υπονομεύοντας τον χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Το καινούριο θα ήταν να μην φύγει κανείς, με όποιο σωματικό ή ψυχικό κόστος, μέχρι να αποκατασταθούν οι αδικίες και οι ανισότητες που προκάλεσε η κομματική καμαρίλα και οι πελατειακές σχέσες διακομματικά στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης.
Το καινούριο θα ήταν να μην φύγει κανείς αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα για την υπαρκτή ανθρωπιστική κρίση που βιώνει ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το καινούριο θα ήταν να αποκηρύξουν το αίσθημα μειονεξίας και να απαιτήσουν λογοδοσία και διαφάνεια από όλους, σε εθνικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο και όχι να αποδέχονται με θρησκευτική ευλάβεια δογματικές πεποιθήσεις. Να απαιτήσουν ρόλο συνδιαμορφωτή στην Ευρώπη και όχι κλακαδόρου του εκάστοτε ισχυρού, αναδιαμορφώνοντας έτσι, αυτοί οι λίγοι, το μεγάλο όραμα του Σουμάν, του Σπινέλι και του Αντενάουερ που σήμερα κινδυνεύει από μια ένωση γραφειοκρατών και κατ’ επάγγελμα ευρωπαϊστών. Άλλωστε, η Ευρώπη φτιάχτηκε από τα υπερήφανα έθνη της και όχι από ακοινώνητους «ελληνόφωνους Ευρωπαίους» (sic).
Το καινούριο όμως προϋποθέτει την αρετή της αυτοθυσίας, την τόλμη της μετριοπάθειας και τη μεγαλοπρέπεια της αμεροληψίας.