“Στις μεγάλες κρίσεις ο χρόνος αποκτά άλλες διαστάσεις και ασαφή χαρακτηριστικά. Πυκνώνει αλλά και διαστέλλεται. Ενώ το βάρος κάθε ώρας είναι πάντα διαφορετικό από της προηγούμενης. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το διάστημα των 12 μηνών από το πρώτο κρούσμα Covid-19 στη χώρα μας αποδεικνύεται μικρό μπροστά στις απώλειες που προκάλεσε. Τεράστιο για τις εξελίξεις που πυροδότησε. Αλλά και κυμαινόμενο ακόμη, σε σχέση με το πόσο βαθύ θα αποβεί, τελικά, το αποτύπωμα αυτής της πρωτόγνωρης περιπέτειας στην Ιστορία του 21ου αιώνα”, σημειώνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον προσωπικό του απολογισμό για τον έναν χρόνο COVID, στο πλαίσιο αφιερώματος της εφημερίδας “Τα Νέα Σαββατοκύριακο”.
“Στην περίπτωση της Ελλάδας, η μάχη κατά της πανδημίας έγινε πιο σύνθετη, καθώς αυτή ενέσκηψε ταυτόχρονα με την ασύμμετρη επίθεση στα βόρεια σύνορά μας από μεταναστευτικά κύματα από την Τουρκία. Αλλά και σε μια στιγμή, που η οικονομία έβγαινε από το τέλμα μιας δεκαετούς καθήλωσης για να μπει σε τροχιά ανάπτυξης. Συνεπώς όλα τα μέτωπα ήταν κρίσιμα και επάλληλα. Γιατί την προσφυγική επέλαση διαδέχθηκαν οι προκλήσεις της Αγκυρας στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Η υγειονομική καταιγίδα γρήγορα μετατράπηκε σε οικονομική απειλή. Και εκείνη, με τη σειρά της, απλώθηκε ως κοινωνικό πρόβλημα και πεδίο δοκιμασίας για την πολιτεία συνολικά”, συνεχίζει ο πρωθυπουργός.
Συγκεκριμένα, προχωρώντας στον απολογισμό του, ο πρωθυπουργός αποτυπώνει συμπεράσματα απαντώντας σε 4 βασικά ερωτήματα: “Έναν χρόνο μετά, ο απολογισμός είναι αναμφίβολα θετικός: Η χώρα υπερασπίστηκε με σθένος την ακεραιότητά της, καθιστώντας στην πράξη τα ανατολικά της όρια και όρια ολόκληρης της Ευρώπης. Και, στη συνέχεια, απάντησε στην επιθετικότητα των γειτόνων, διευρύνοντας την εθνική της απήχηση με ισχυρές συμμαχίες και κρίσιμες συμφωνίες. Στον κίνδυνο της πανδημίας αντέταξε αμέσως τη θωράκιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, σε συνδυασμό με ένα πλέγμα μέτρων για τη στήριξη όλων όσοι πλήττονταν. Κι όλα αυτά, αντιμετωπίζοντας, παράλληλα, τρέχοντα προβλήματα της εσωτερικής ζωής, αλλά και έκτακτες ανάγκες από φυσικά ή καιρικά φαινόμενα.
Με το βλέμμα στο χθες, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ελλάδα αμύνθηκε με επιτυχία στα πολλά και δύσκολα που την πολιόρκησαν. Ζυγίζοντας το σήμερα, θα συμπεραίναμε πως, παρά τις απώλειες, ο οικονομικός και κοινωνικός της ιστός έμεινε όρθιος. Δυναμικός και οπλισμένος με πυκνές εμπειρίες. Ενώ, ατενίζοντας το αύριο, θα μπορούσαμε να νιώσουμε πιο αισιόδοξοι, με τον εμβολιασμό κατά του κορονοϊού να προχωρεί και την προοπτική της ανάκαμψης να διαγράφεται, πλέον, σαφέστερα από ποτέ. Πρόκειται για μία περιπέτεια η οποία ενώ ακόμη διαρκεί, έχει ήδη προσφέρει πολύτιμα διδάγματα.
Ολο αυτό το διάστημα, η κυβερνητική πολιτική δύσκολα περιγράφεται στις γραμμές ενός άρθρου. Όπως δύσκολα περιγράφονται κι όσα κατακτήθηκαν μέσα στην κρίση. Από την ψηφιακή ανάπτυξη, την τηλε-εργασία και την τηλε-εκπαίδευση, μέχρι αξίες άυλες, αλλά καθοριστικές. Με πρώτη ανάμεσά τους, την αίσθηση του πολίτη ότι η πολιτεία βρίσκεται δίπλα του. Παρά την πίεση, το περίφημο “πού είναι το κράτος” αυτή τη φορά δεν ακούστηκε. Γιατί το κράτος ήταν και παραμένει παρόν.
Κάποια συμπεράσματα, ωστόσο, νομίζω, ότι θα μπορούσαν να αποτυπωθούν, έστω και επιγραμματικά, στις απαντήσεις 4 βασικών ερωτημάτων:
Τι επιλέξαμε; Να δράσουμε με τόλμη και εγκυρότητα. Από την αρχή, λοιπόν – και σε αντίθεση, τότε, με τα περισσότερα κράτη – η ελληνική κυβέρνηση συγκρότησε ειδική Επιστημονική Επιτροπή, ώστε να κινείται με βάση τις μετρήσεις και τις εισηγήσεις της. Και θέλησε να κινείται προληπτικά, προλαβαίνοντας τις επιθέσεις του ιού.
Ετσι, η Ελλάδα έγινε χώρα-παράδειγμα αντιμετωπίζοντας με απόλυτη επιτυχία το πρώτο κύμα. Με περισσότερες δυσκολίες το δεύτερο. Και πολύ αποτελεσματικά το τρίτο. Θυμίζω ότι πρώτη η χώρα μας απαγόρευσε τις καρναβαλικές εκδηλώσεις του 2020 με καθολικό απαγορευτικό. Αυτή, επίσης, άνοιξε, μετά, την οικονομία και τον τουρισμό της, με ειδικά πρωτόκολλα. Και είναι εκείνη που και σήμερα συνεχίζει την ευέλικτη εναλλαγή των περιορισμών με τη λειτουργία της αγοράς. Με βάση, πάντα, τα δεδομένα της πανδημίας και την πρόοδο του εθνικού εμβολιασμού.
Τι αποφασίσαμε; Την πρόταξη της δημόσιας υγείας. Γιατί χωρίς υγιείς πολίτες δεν υπάρχει ούτε παραγωγή, ούτε κατανάλωση, ούτε υπηρεσίες. Αρα, ούτε και εθνική οικονομία. Από την άλλη πλευρά, είναι η οικονομία που χρηματοδοτεί την υγεία. Αρα, μαζί με τις υγειονομικές δομές έπρεπε να μείνουν όρθιες και οι οικονομικές.
Ακριβώς γι’ αυτό, μέσα σε λίγους μήνες, οι κλίνες Μονάδων Εντατικής Θεραπείας υπερδιπλασιάστηκαν και οι εργαζόμενοι στην υγεία αυξήθηκαν σχεδόν κατά 12.000.
Ο εξοπλισμός των νοσοκομείων ανανεώθηκε. Εξασφαλίστηκαν εκατομμύρια tests. Και καθιερώθηκαν συστήματα ιχνηλάτησης και παρακολούθησης των κρουσμάτων. Ταυτόχρονα, όμως, περίπου 30 δισ. διατίθενται, εδώ και έναν χρόνο, για τη στήριξη της παραγωγής. Καλύπτοντας αμοιβές και ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και χρηματοδοτώντας επιχειρήσεις που προσφέρουν απασχόληση.
Τι πετύχαμε; Ελάχιστα μπροστά στους συνανθρώπους που θρηνήσαμε. Ομως πολλά σε σύγκριση με εκείνα που αποτρέψαμε. Και ακόμη περισσότερα σε σχέση με όσα προστατέψαμε. Γιατί, πράγματι, η Ελλάδα κατόρθωσε να ελέγξει την εξάπλωση της πανδημίας, κρατώντας αλώβητο τον ιστό της οικονομίας. Και σφυρηλατώντας μία σχέση εμπιστοσύνης κράτους – πολίτη δίχως προηγούμενο.
Βεβαίως, η ανόρθωση του ΕΣΥ και η συντήρηση του εισοδήματος είναι το προφανές αποτέλεσμα. Γιατί πίσω απ’ αυτό κρύβεται η δύναμη της μετατροπής μιας κρίσης σε επιταχυντή προόδου σε διαφορετικά επίπεδα: Στην ψηφιοποίηση του κράτους υπέρ του πολίτη. Στον προσανατολισμό της παραγωγικής δραστηριότητας στα ζητούμενα της συγκυρίας. Στην ανάπτυξη της εθνικής επιστημονικής έρευνας. Και στη γόνιμη συστράτευση του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα. Ολα αυτά, εν μέσω τεράστιας πίεσης. Αλλά με μεγάλη ταχύτητα και με συνεχή ενημέρωση των Ελλήνων.
Τέλος, τι διδαχτήκαμε; Πρώτα από όλα, επιβεβαιώθηκε ο αναντικατάστατος ρόλος ενός σύγχρονου και ευέλικτου κράτους σε κάθε εθνική δοκιμασία. Η σημασία της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της συμμαχίας κοινωνίας και πολιτείας. Και, βέβαια, η ισχύς μιας κυβέρνησης με σχέδιο και τόλμη.
Η ανάταξη των μηχανισμών του πρώτου και η συνεκτική λειτουργία της δεύτερης επέτρεψαν στη χώρα να ανταποκριθεί στις πρωτόγνωρες προκλήσεις μιας δύσκολης χρονιάς.
Ενώ η ενεργοποίηση της τρίτης έφερε τη διεθνή αναβάθμιση της Ελλάδας. Γιατί θυμίζω ότι η Αθήνα πρωτοστάτησε στη συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Είχε κρίσιμη συμμετοχή στη διασυνοριακή συνεργασία στον έλεγχο και την ιχνηλάτηση κρουσμάτων. Και έχει, ήδη, εισηγηθεί την καθιέρωση ενός ενιαίου πιστοποιητικού, που θα διευκολύνει τις μετακινήσεις των εμβολιασμένων πολιτών”.
Ορατή η νίκη
Ο Κ. Μητσοτάκης καταλήγει σημειώνοντας: “Ολα τα παραπάνω – μαζί, ασφαλώς, με τις καθυστερήσεις ή αστοχίες που υπήρξαν στη διάρκεια της μάχης – αφορούν και τον προσωπικό μου απολογισμό. Δώδεκα μήνες ευθύνης, που κύλησαν με τον ίδιο τρόπο: Με το ερώτημα, κάθε βράδυ, αν οι επιλογές μας ήταν οι σωστές και με την απόφαση, κάθε πρωί, να γίνουν καλύτερες. Κάτι που νομίζω ότι οι πολίτες το ξέρουν και με την υπεύθυνη στάση τους, εδώ και τόσο καιρό, το αναγνωρίζουν. Και το πιστοποιούν με τη συμμετοχή τους στην εθνική εκστρατεία εμβολιασμού.
Πράγματι, ενώ ο πόλεμος συνεχίζεται, στον ορίζοντα είναι πλέον ορατή η νίκη. Και θα έλθει νωρίτερα αν φανούμε προσεκτικοί. Αν αντλήσουμε δύναμη απ’ τις πολλές δυσκολίες που βρίσκονται πίσω και διανύσουμε με πειθαρχία τα λίγα βήματα που μας χωρίζουν από την άνοιξη της ελευθερίας. Τηρώντας τα μέτρα προστασίας μέχρι ο θώρακας του εμβολίου να καλύψει ολόκληρη τη χώρα. Γιατί τότε ο στόχος θα έχει επιτευχθεί: Ο πρώτος χρόνος του κορονοϊού στην Ελλάδα θα περάσει στην Ιστορία ως ο μόνος χρόνος της πανδημίας”.