Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Από την άνοιξη του 2010, όταν υπογράφτηκε το πρώτο μνημόνιο, ο άξονας διαμόρφωσης των πολιτικών συνειδήσεων και των ιδεολογικών διεργασιών στην ελληνική κοινωνία ήταν η αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Στην πολιτική αυτή διαχωριστική γραμμή οικοδόμησε ο ΣΥΡΙΖΑ την ηγεμονική του πορεία προς την εκλογική του νίκη, αυτή πολέμησαν με πάθος οι αντίπαλοί του, ενώ στα δυσμάς του βίου της η κυβέρνηση των Σαμαρά – Βενιζέλου προσπάθησε να απεγκλωβιστεί απ’ αυτήν για να διασωθεί πολιτικά, προβάλλοντας το όραμα της πρόωρης εξόδου από το μνημόνιο.
Αυτός ο «άξονας» των πολιτικών διεργασιών, το κώνειο των μνημονιακών κομμάτων και η αμβροσία του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα απαξιώνεται και τείνει να περιπέσει σε αχρηστία. Ο λόγος είναι προφανής: ο «ιστορικός συμβιβασμός» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με το μνημονιακό πλαίσιο, ανεξαρτήτως αν αυτός αποτιμάται θετικά ή αρνητικά από τον καθένα/καθεμιά, δεν επιτρέπει πλέον στον ΣΥΡΙΖΑ να είναι φορέας αντιμνημονιακού λόγου, παρά μόνο δευτερευόντως και περιπτωσιακά. Αυτό έχει μια άμεση επίπτωση για τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ: χάνεται η κατεξοχήν συγκολλητική του ουσία και άρα αναπόφευκτα θα μετασχηματιστεί – ενδεχομένως και μέσα από αναταράξεις, των οποίων την έκταση δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε αυτή τη στιγμή.
Στον αντίποδα, οι πρώην κυβερνητικοί εταίροι, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, διεκδικούν μια γελοιογραφία «αντιμνημονιακής» ταυτότητας, λέγοντας ότι το μέιλ Χαρδούβελη ήταν η βασιλική οδός για την έξοδο από το μνημόνιο ενώ η λίστα μεταρρυθμίσεων του Βαρουφάκη είναι η βασιλική πύλη για την είσοδο σε αυτό! Σε κάθε περίπτωση, αν οι κ. Σαμαράς και Βενιζέλος διανοηθούν να αναστήσουν τη διαχωριστική γραμμή μνημόνιο – αντιμνημόνιο σηκώνοντας από τη βολική θέση της αντιπολίτευσης τη σημαία του… αντιμνημονιακού αγώνα, απλώς θα γίνουν καταγέλαστοι.
Πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους πρώην κυβερνητικούς εταίρους, όμως, τίθεται ένα γενικότερο ερώτημα: τι θα αντικαταστήσει τη διαχωριστική γραμμή «μνημόνιο – αντιμνημόνιο»; Όταν το μνημονιακό πρόγραμμα συνεχίζεται, με επίσημες δεσμεύσεις, δύο τινά μπορεί να υποθέσει κανείς: είτε ότι θα εμφανιστούν άλλοι επίδοξοι, αλλά και αξιόπιστοι, κληρονόμοι του αντιμνημονιακού αγώνα είτε ότι η ελληνική κοινωνία θα πορευτεί από δω καις το εξής με άλλες πολιτικές συντεταγμένες.
Όσον αφορά το πρώτο ενδεχόμενο, ούτε το ΚΚΕ ούτε καν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρόκειται να διεκδικήσουν την κληρονομιά της αντιμνημονιακής γραμμής – στο όνομα βαρύγδουπης στρατηγικής της «λαϊκής εξουσίας» το μεν, της «αντικαπιταλιστικής ανατροπής» η δε.
Απομένει η Χρυσή Αυγή, και εδώ το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον. Διότι η Χρυσή Αυγή είναι ο αντισυστημικός πολιτικός παράγοντας που έρχεται από τα (πολύ) δεξιά και έχει μεγάλη ευχέρεια να «μιλήσει» στις ευαισθησίες των θυμάτων του μνημονίου με διπλό τρόπο: τόσο αντιμνημονιακό όσο και -ταυτόχρονα- εθνικοανεξαρτησιακό. Και ήδη ο συμβιβασμός της κυβέρνησης με τους δανειστές στο έδαφος του μνημονιακού προγράμματος, έδωσε τη δυνατότητα στη Χρυσή Αυγή να κάνει στον ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη διπλή κριτική: εγκατάλειψη της δέσμευσής του να ανατρέψει τα μνημόνια, εγκατάλειψη της δέσμευσής του να αποκαταστήσει την εθνική κυριαρχία.
Θα μπορέσει η Χρυσή Αυγή να αξιοποιήσει το πολιτικό κενό που αφήνει η υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ για να ανακτήσει την παλιά πολιτική της δυναμική, για να δημιουργήσει δηλαδή δυναμικό, ανοδικό πολιτικό ρεύμα; Δεν είναι καθόλου σίγουρο, καθώς απαιτούνται πολλές άλλες προϋποθέσεις γι’ αυτό. Έχει όμως τις αντικειμενικές προϋποθέσεις και το «χώρο» για να το επιχειρήσει.
O ΣΥΡΙΖΑ πιθανότατα δεν αντιλαμβάνεται καν τις πολιτικές διεργασίες που ενεργοποιεί…