Ο Ζακ Ντελόρ πέθανε την Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023 σε ηλικία 98 ετών. Ως εμπνευστής (μαζί με τον Helmut Kohl και τον François Mitterrand) μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης βασισμένης στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, ενσάρκωσε “την αριστερά που παραιτήθηκε στο όνομα της Ευρώπης”.
Κοινωνικός μετασχηματισμός ή επίκληση των “ευρωπαϊκών περιορισμών”; Μόνο το συντηρητικό ξαναγράψιμο της ιστορίας έχει οδηγήσει στο να παρουσιάζεται ένα ερώτημα ως πρωτοφανές, ενώ δεν είναι. Ο κίνδυνος σύγκρουσης μεταξύ των φιλοδοξιών της γαλλικής Αριστεράς και ενός διεθνούς περιβάλλοντος που θα την ανάγκαζε να υποχωρήσει, δεν είναι καινούργιος.
Η συζήτηση για το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος έφερε στην επικαιρότητα γνωστούς όρους. Από τη μια πλευρά, υπήρχαν εκείνοι που, αδημονώντας να έρθουν σε ρήξη με τη φιλελεύθερη τάξη, ρωτούσαν: “Δεν είναι στη φύση κάθε επιχείρησης να θέτει στόχους πριν από την εκπλήρωση όλων των προϋποθέσεων;” Από την άλλη πλευρά, εκείνοι που δεν πίστευαν πια στον μετασχηματισμό της κοινωνίας : “Και μπορείτε να λέτε ό,τι θέλετε στους διευθυντές των εταιρειών, το ίδιο και εγώ. Θα πηγαίνουν πάντα εκεί όπου υπάρχει ανάγκη. Θα πάνε πάντα εκεί όπου υπάρχει η καλύτερη παραγωγικότητα, η καλύτερη απόδοση και το καλύτερο κέρδος”. Το πρώτο απόσπασμα προέρχεται από το Σοσιαλιστικό Σχέδιο του 1980- το δεύτερο γράφτηκε από τον άνθρωπο εκείνο που είχε κάνει αυτό το σχέδιο τη ραχοκοκαλιά του προεδρικού του προγράμματος. Μεταξύ του βολονταρισμού και της διάψευσης των οραμάτων, υπήρξε μία περίοδος δεκατριών ετών στο τέλος της οποίας ο Φρανσουά Μιτεράν, αντιμέτωπος με την εκλογική συντριβή των πολιτικών του φίλων, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε καλύτερο από το να θεωρητικοποιήσει την αδυναμία του.
Σε απόλυτους όρους, το στοίχημα της χρήσης της Ευρώπης ως μοχλού για τη ρήξη με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων στη Γαλλία δεν είναι αταίριαστο. Αν, σύμφωνα με τα λόγια του Βίκτωρος Ουγκώ, οι “υπέροχοι ξυπόλητοι” της Γαλλικής Επανάστασης είχαν κάποτε πατήσει τον “θαμπωμένο κόσμο” των ηπειρωτικών μοναρχιών, η προοδευτική Γαλλία θα είχε ωφεληθεί από τις αναλύσεις του Καρλ Μαρξ για τη Δεύτερη Αυτοκρατορία, από τη δράση του Ούγγρου Λεό Φράνκελ, υπουργού Εργασίας κατά τη διάρκεια της Κομμούνας, από την αποφασιστική συμβολή του MOI στη συγκρότηση των πρώτων αντιστασιακών ομάδων, από τη συνδρομή των Ισπανών Ρεπουμπλικάνων στο λαβύρινθο της Απελευθέρωσης.
Αλλά πέρα από αυτή την ιστορία, η οποία έχει αποσιωπηθεί, η συζήτηση για την “ευρωπαϊκή αλληλεγγύη” χρησίμευσε γενικά στους Γάλλους σοσιαλιστές ως προοίμιο – ή πρόσχημα – για μια συντηρητική στροφή. Στη δεκαετία του 1930, η γαλλοβρετανική συμμαχία οδήγησε το Λαϊκό Μέτωπο να διαψεύσει τις οικονομικές του φιλοδοξίες και να εγκαταλείψει την Ισπανική Δημοκρατία. Μετά τον πόλεμο, στην “Ευρώπη” έγινε η ουτοπία-υποκατάστατο για να συγκαλύψει τις θεμελιώδεις πολιτικές και στρατηγικές απαρνήσεις. Πιο πρόσφατα, χρησίμευσε ως εργαλείο για τον φιλοσοφικό επαναπροσδιορισμό του προτάγματος της Αριστεράς, ως “μηχανή για την ψύξη των εθνικών παθών”. Ακόμη και όταν οι σοσιαλιστές προσποιούνται ότι βλέπουν πίσω από μια “αγορά όπου ο ανταγωνισμός είναι ελεύθερος και ανόθευτος” την “κατασκευή ρυθμιστικών χώρων που προστίθενται στα έθνη-κράτη για να ελέγχουν την αναταραχή του κεφαλαίου”
Σε γενικές γραμμές, η εξέλιξη της κυβερνητικής αριστεράς συμβαδίζει περισσότερο με εκείνη μιας ευρωπαϊκής κοινότητας που ανησυχεί όλο και περισσότερο για την προστασία του “κεφαλαίου” από την “αναταραχή” των κοινωνικών αιτημάτων. Αυτή η διπλή μεταμόρφωση, εθνική και ηπειρωτική, αναδεικνύει τη δυσκολία που ενυπάρχει σε κάθε ιστορική σύγκριση: με την πάροδο των ετών, οι λέξεις “αριστερά”, “δεξιά”, “ανταγωνισμός” και “ρύθμιση” έχουν αλλάξει το νόημά τους.
Στην αρχή, ο φιλελεύθερος πρέπει να συγκρατηθεί- στο τέλος, ο σοσιαλιστής έχει μεταστραφεί. Ας πάρουμε δύο συμμετρικά παραδείγματα. Ο Raymond Barre, ο οποίος το 1956 μετέφρασε τα γραπτά του υπερφιλελεύθερου Αυστριακού οικονομολόγου Friedrich Hayek, έγινε αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έντεκα χρόνια αργότερα. Η θητεία του στις Βρυξέλλες, η οποία συνέπεσε με τις μεγάλες απεργίες των εργαζομένων στη Γαλλία το 1968 και την Ιταλία ένα χρόνο αργότερα, του απαγόρευσε ωστόσο, όπως και σε οποιονδήποτε άλλον, να αντλήσει έμπνευση από τις ιδέες του Χάγιεκ, εκτός αν αντιμετώπιζε έντονες κοινωνικές αντιδράσεις. Αλλά, αντίθετα, όταν η φιλελεύθερη αντεπανάσταση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ο σοσιαλιστής Ζακ Ντελόρ ήταν ένας από τους αρχιτέκτονές της στο γαλλικό υπουργείο Οικονομικών (1981-1984) και στη συνέχεια ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1985-1994). Και μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι, στο Παρίσι, “πέτυχε την κατάργηση της αναπροσαρμογής των μισθών χωρίς απεργία”.
Ανησυχώντας για τη δύναμη του κινήματος της αντιπολίτευσης στο σχέδιο Συντάγματος, ο συντηρητικός ιστορικός René Rémond εξέφρασε τη λύπη του γιατί “η επαναστατική ουτοπία” “βρίσκεται στη διαδικασία να σκοτώσει την ευρωπαϊκή ουτοπία”. Το αντίθετο θα τον ενοχλούσε αναμφίβολα λιγότερο. Αλλά αυτό ακριβώς συνέβη σε αρκετές περιπτώσεις.
Το 1936, η κυβέρνηση του Léon Blum βάλθηκε να βγάλει τη γαλλική οικονομία από την ύφεση, την οποία οι σοσιαλιστές είχαν αναλύσει με κεϋνσιανούς όρους: “Η κρίση αυτή οφείλεται σε μια διαταραχή της ισορροπίας μεταξύ της παραγωγής και της γενικής αγοραστικής ικανότητας”. Υποστηριζόμενες από πολιτική δημοσιονομικών κινήτρων, οι αυξήσεις των μισθών που ακολούθησαν τις μεγάλες απεργίες του Ιουνίου 1936 θα έπρεπε, κατά την άποψή τους, να συμβάλουν στην αναζωογόνηση της δραστηριότητας και στη μείωση της ανεργίας. Αλλά η επιτυχία μιας τέτοιας στρατηγικής θα απαιτούσε άμεση υποτίμηση του φράγκου και συναλλαγματικούς περιορισμούς.
Η προτεραιότητα που δόθηκε στη βρετανική συμμαχία οδήγησε το Λαϊκό Μέτωπο να την εγκαταλείψει. Ο Emmanuel Monick, εμπειρογνώμονας με μεγάλη επιρροή, παρουσίασε στον Léon Blum τις εναλλακτικές που είχε. ”Είτε θα καθιερώσετε συναλλαγματικούς ελέγχους, θα επιβάλλετε αυστηρό κρατικό έλεγχο, θα κάνετε τη Γαλλία αυτάρκη – και τότε θα είστε υποχρεωμένοι να εγκαθιδρύσετε ένα απολυταρχικό καθεστώς που κινδυνεύει να διολισθήσει προς τον ολοκληρωτισμό. Ή ανοίγετε τα σύνορα, διατηρείτε ένα σύστημα ελεύθερων ανταλλαγών, αλλά τότε πρέπει να βασιστείτε στο Λονδίνο και την Ουάσιγκτον για να επιφέρουν μια προσαρμογή των νομισμάτων ταυτόχρονα με έναν συνασπισμό δημοκρατικών καθεστώτων”.
Μοναχικός ολοκληρωτισμός ή ενωμένες δημοκρατίες, μια τέτοια “επιλογή” -όπως αυτή που παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 1983- δεν αφήνει πολλά περιθώρια για δισταγμό… Θα έδενε τα χέρια του Λαϊκού Μετώπου. Τα αποπληθωριστικά αποτελέσματα ενός υπερτιμημένου νομίσματος ακύρωναν την προσδοκώμενη τόνωση της ζήτησης. Και η υποτίμηση έγινε πολύ αργά: ο Λεόν Μπλουμ είχε συμφωνήσει να διαπραγματευτεί την ισοτιμία και τα συνοδευτικά μέτρα με τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς.
Παρά τη μαζική φυγή κεφαλαίων, ο Μπλουμ απαρνήθηκε επίσης τους συναλλαγματικούς ελέγχους, οι οποίοι αποτελούσαν μέρος του προγράμματος της Αριστεράς. Σύμφωνα με τον ίδιο, επρόκειτο για ένα σύστημα “το οποίο, πάνω απ’ όλους τους άλλους λόγους, η κυβέρνηση θεωρεί ασύμβατο με τις συγγένειες και τις ανάγκες της διεθνούς πολιτικής της”. Οι Βρετανοί Συντηρητικοί πήραν αυτό που ήθελαν. Λίγο αργότερα, απαίτησαν από τον “συνασπισμό των δημοκρατικών καθεστώτων” που τραγουδούσε ο Εμανουέλ Μονίκ να εγκαταλείψει τη δημοκρατική Ισπανία στον φασισμό.
Στον απόηχο του πολέμου, η “οικοδόμηση της Ευρώπης”, που ενθαρρύνθηκε έντονα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ένωσε τους σοσιαλιστές σε συνασπισμούς “τρίτης δύναμης” με ελάχιστη μέριμνα για την κοινωνική πρόοδο. Ωστόσο, έχοντας διδαχθεί από τις προηγούμενες αποτυχίες της, η γαλλική αριστερά (συμπεριλαμβανομένων των κομμουνιστών) δημιούργησε ή ενίσχυσε τα εργαλεία δημόσιας παρέμβασης από το 1945 και μετά. Έλεγχος του χρήματος, της πίστωσης και των “ανώτερων κλιμακίων της οικονομίας”, με σκοπό να διασφαλίσει ότι δεν θα εξαρτιόταν πάντα από την καλοσύνη του κεφαλαίου. Σύμφωνα με τα λόγια του στρατηγού ντε Γκωλ, το πλαίσιο της εποχής, “κοινωνικό ή σοσιαλιστικό”, επέτρεψε σε αυτούς τους μετασχηματισμούς να “πραγματοποιηθούν χωρίς κραδασμούς. Φυσικά, οι προνομιούχοι τους υποδέχτηκαν με μελαγχολικό τρόπο. Ορισμένοι μάλιστα έτρεφαν κρυφά παράπονα για αργότερα. Αλλά εκείνη την εποχή, όλοι, εκτιμώντας τη δύναμη του ρεύματος, παραιτήθηκαν αμέσως από αυτό, και μάλιστα με μεγαλύτερη προθυμία, επειδή φοβόντουσαν πολύ χειρότερα”.
Αλλά το “αργότερα” θα ερχόταν πολύ γρήγορα… Η ανάγκη της αμερικανικής χρηματοδότησης για τη στήριξη του “ευρωπαϊκού προγράμματος” που υποστηρίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, απορροφά το σοσιαλιστικό δυναμικό από τους μετασχηματισμούς που προέκυψαν από την Απελευθέρωση. Πλήρης αποτυχία λοιπόν; Όχι, γιατί την ίδια στιγμή χτιζόταν το “γαλλικό μοντέλο” της μικτής οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής ασφάλισης και του καθεστώτος της δημόσιας διοίκησης, το οποίο σήμερα δέχεται επίθεση από τους φιλελεύθερους. Ωστόσο, ενώ σχεδόν όλοι ήταν παρεμβατικοί το 1944-1947, για κάποιους το κράτος έπρεπε να αντικαταστήσει ένα καπιταλιστικό σύστημα που ήταν τόσο οικονομικά αναποτελεσματικό όσο και κοινωνικά άδικο. Για άλλους, ο ρόλος των δημόσιων φορέων ήταν να “μαστιγώνουν” την ενέργεια του ιδιωτικού τομέα και όχι να τον αντικαθιστούν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το αναγκαίο.
Ο Jean Monnet, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα Επίτροπος Σχεδιασμού και “άνθρωπος των Αμερικανών”, ενσάρκωσε τη δεύτερη σχολή σκέψης. Ο “πατέρας της Ευρώπης”, μακριά από το να έχει ως σχέδιο μια σοσιαλιστική Γαλλία, προέβλεπε μια κατάσταση όπου, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι καπιταλιστές θα διαπνέονταν από τον δυναμισμό που τους προσέδιδε το πνεύμα της επιχειρηματικότητας. Υποστηριζόμενο από τις πιστώσεις του Σχεδίου Μάρσαλ, το κράτος και το ευρωπαϊκό σχέδιο θα έπρεπε, κατά την άποψή του, να ταρακουνήσει τους συντηρητικούς εθνικούς εργοδότες και όχι να αναδιανείμει την οικονομική δύναμη.
Η ανάλυση του Monnet βρήκε μιμητές στη ρεφορμιστική αριστερά. Στην Απελευθέρωση, το Σοσιαλιστικό Κόμμα SFIO δήλωνε ότι ονειρευόταν ότι “τα γεγονότα θα αναγκάσουν την Ευρώπη να πάρει το δρόμο προς το σοσιαλισμό”. Αλλά ήδη από το 1950, ο Léon Blum παραδεχόταν ότι η “ενεργός κρατική παρέμβαση” θα μπορούσε επίσης, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, να αναγεννήσει με χρήσιμο τρόπο το υπάρχον σύστημα: “Ενώ ο νόμος του αμερικανικού καπιταλισμού είναι: “Αφήστε τις νέες εταιρείες να γεννηθούν”, φαίνεται ότι ο νόμος του γαλλικού καπιταλισμού είναι: “Αφήστε τις παλιές εταιρείες να μην πεθάνουν””.
Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, ο Lionel Jospin φαίνεται να τον επαναλαμβάνει: “Η Γαλλία δεν έχει μια τάξη αφεντικών ίση με την ιδιοφυΐα και τις φιλοδοξίες της. Αυτό είναι μία πραγματικότητα της ιστορίας της. Η αποδυνάμωση του δημόσιου τομέα, η αποδέσμευση του πιο οπισθοδρομικού τμήματος των εργοδοτών -που έβαζαν στην τσέπη αλλά δεν άφηναν τίποτα- δεν θα δημιουργήσει ούτε εμπιστοσύνη ούτε δυναμισμό”.
Σταδιακά μόνο θα πρέπει να γίνει μια επιλογή ανάμεσα στον “εκσυγχρονισμό” που καθοδηγείται από τις δημόσιες αρχές (εθνικοποιημένες επιχειρήσεις, πιστωτική πολιτική) και την αναβάθμιση υπό την πίεση του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού. Στην πραγματικότητα, οι δύο προσεγγίσεις φαινόταν να αλληλοϋποστηρίζονται μέχρι την ημέρα που το φιλελεύθερο δόγμα σκλήρυνε. Η “Ευρώπη” δεν επέβαλε πάντοτε ιδιωτικοποιήσεις ή πιέσεις στα δικαιώματα των εργαζομένων. Ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις (Charbonnages, SNCF, EDF) ήταν μεταξύ των κύριων δικαιούχων του Σχεδίου Μάρσαλ. Η Ουάσινγκτον από την ανησυχία της να περιορίσει τον κομμουνισμό στη Γηραιά Ήπειρο, εξέφρασε τη λύπη της για τη θλιβερή μοίρα της γαλλικής εργατικής τάξης αρκετά χρόνια μετά τον πόλεμο.
Μέχρι το 1947, η ανάγκη για αμερικανικά κεφάλαια, ο ψυχρός πόλεμος και ο αποικιοκρατικός πόλεμος είχαν καταστρέψει κάθε προοπτική αριστερής κυβέρνησης στη Γαλλία. Συμμαχώντας πλέον με την κεντροδεξιά, η SFIO επέστρεψε σε έναν “ευρωπαϊκό” λόγο που αποσκοπούσε στο να εξωραΐσει μια αντικοινωνική πολιτική στο εσωτερικό και την ατλαντική υποταγή στο εξωτερικό. Το τέλος της δεκαετίας του 1940 προανήγγειλε έτσι τη στροφή προς τα δεξιά που θα λάμβανε χώρα το 1983, δύο χρόνια μετά την εκλογή του Φρανσουά Μιτεράν στο Ελιζέ. Τότε ήταν που, ενισχυμένη από την αναβάθμιση της κοινωνικής τους βάσης, η φιλελεύθερη στροφή των Σοσιαλιστών φαινόταν να έχει ολοκληρωθεί.
Σύμφωνα με τη συμβατική άποψη, το 1981 η Αριστερά έκανε ένα τρομερό λάθος εφαρμόζοντας ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα που αγνοούσε το βαθμό στον οποίο η Γαλλία ήταν συνυφασμένη με τη διεθνή οικονομία. Το λάθος αυτό θα οδηγούσε γρήγορα σε μια σειρά από οικονομικές κρίσεις (ελλείμματα, υποτιμήσεις). Αυτές θα ανάγκαζαν τους Σοσιαλιστές να ακολουθήσουν γρήγορα τον δρόμο των πολιτικών “λιτότητας” που υιοθέτησαν οι συντηρητικοί προκάτοχοί τους (Valéry Giscard d’Estaing και Raymond Barre) και οι Ευρωπαίοι εταίροι τους (Helmut Kohl και Margaret Thatcher).
Στην πραγματικότητα, αυτή η αναπαράσταση είναι ανακριβής. Η Αριστερά δεν περίμενε μέχρι το 1983 για να καταλάβει ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση κινδύνευε να αναποδογυρίσει μια μοναχική πολιτική “ρήξης με τον καπιταλισμό”. Μια χώρα που ξεκινούσε μια πολιτική ανάκαμψης θα έπρεπε επομένως, κατά την άποψή της, “να είναι σε θέση να στηριχθεί στην ανάγκη περιορισμού μιας απεριόριστης διόγκωσης που θα απέτρεπε την επανεκκίνηση της επέκτασής της”.
Ακόμη και όταν υπήρχαν ακόμη οι κοινοτικές προτιμήσεις, ο ανταγωνισμός και η εξειδίκευση εξαρτώνταν από ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα: “Το ελεύθερο εμπόριο δεν είναι δόγμα. Είναι ένα µέσο που δικαιολογείται στο βαθµό που συµβάλλει στην ανάπτυξη και την καλύτερη απασχόληση, όχι όταν το αποτέλεσµά του είναι η διάδοση του πληθωρισµού, του αποπληθωρισµού και της ανεργίας το ένα µετά το άλλο ή όλα µαζί”. Τέλος, η “επανάκτηση της εσωτερικής αγοράς” απαιτούσε τη χαλάρωση του νομισματικού λουκέτου: “Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν μπορεί να υποστηρίξει το σημερινό ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα, δηλαδή την ευθυγράμμιση των ασθενέστερων νομισμάτων με το γερμανικό μάρκο, το οποίο, εν αναμονή μιας νέας καταστροφικής εξόδου, δικαιολογεί την ενισχυμένη λιτότητα”.
Ωστόσο, οι περισσότερες από αυτές τις εμπορικές και νομισματικές πολιτικές απορρίφθηκαν από τον Φρανσουά Μιτεράν την ημέρα της ανάληψης των καθηκόντων του. Υπενθυμίζουμε εδώ τη συμβουλή του Emmanuel Monick το 1936, αφού, σύμφωνα με τον ίδιο τον Jacques Delors, η επιλογή που έγινε το 1981 (και επιβεβαιώθηκε δύο χρόνια αργότερα) εξηγείται εν μέρει από την επιθυμία να μην απειληθεί η “αναγκαία αντιστοιχία μεταξύ της οικονομικής πολιτικής του Προέδρου της Δημοκρατίας και της εξωτερικής του πολιτικής”. Με άλλα λόγια, τις “προσπάθειές του για την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης”.
Μετά το 1983, το σχέδιο της “ρήξης με τον καπιταλισμό” μπήκε στον πάγο. Όπως και στη δεκαετία του 1950, η “ευρωπαϊκή ολοκλήρωση” χρησίμευσε ως εναλλακτική ουτοπία. Ωστόσο, λόγω της ανοιχτά φιλελεύθερης και ελεύθερης εμπορικής πορείας που είχε πλέον πάρει, η στροφή προς τη “λιτότητα” δεν μπορούσε να αποτελεί απλώς το καταφύγιο μιας σοσιαλιστικής στρατηγικής σε αδύναμη θέση. Πρέπει να γίνει το προοίμιο για την οριστική αποκήρυξή της. Πολλά από τα εθνικά μέσα που σφυρηλάτησε στο παρελθόν η γαλλική Αριστερά για να εξισορροπήσει τη δύναμη του κεφαλαίου (δημοκρατικός έλεγχος της νομισματικής πολιτικής, επενδύσεις, ο ρόλος των δημόσιων υπηρεσιών) θα καταστραφούν από αυτήν στο βωμό της ενιαίας αγοράς.
Προλαβαίνοντας την ορμή των Γάλλων Σοσιαλιστών τον Ιούνιο του 1982, ο Pierre Rosanvallon υπογράμμισε τους περιορισμούς αυτού που δεν ονομαζόταν ακόμη “παγκοσμιοποίηση”: “Σε μια ανοικτή οικονομία, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια ελιγμών. Δεν είναι μόνο τα αγαθά και οι υπηρεσίες που ανταλλάσσονται, αλλά και οι οικονομικές πολιτικές που καταλήγουμε να πρέπει να εισάγουμε. Για τον Rosanvallon και τους μετριοπαθείς φίλους του, ωστόσο, το σημαντικότερο δεν ήταν να μειωθεί ο περιορισμός που ασκεί η “ανοικτή οικονομία” στην επιδίωξη να “αλλάξει η ζωή”. Αντίθετα, έπρεπε να επιβεβαιωθεί το στενό περιθώριο ελιγμών που προέκυπτε από αυτό. Θα εμπόδιζε τις αριστερές κυβερνήσεις να “κάνουν το λάθος πράγμα” ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, να παραμείνουν πιστές σε ένα πρόγραμμα που προσπαθούσε να περιορίσει την κυριαρχία του κεφαλαίου. Ο Rosanvallon ήλπιζε ότι η θηλιά του διεθνούς εμπορίου θα επιτάχυνε ακόμη και το “τέλος της γαλλικής εξαίρεσης”, τον θάνατο της οποίας ο ίδιος, μαζί με δύο φίλους του από το Fondation de l’Europe, θα κατέγραφε το 1988 -κάπως πρόωρα; – μαζί με δύο φίλους του από το Fondation Saint-Simon.
Αποδεχόμενος τους κανόνες αυτού του “σκληρού παιχνιδιού”. Τον Σεπτέμβριο του 1989, ο Michel Rocard πραγματοποίησε άλλη μια κηδεία. Πρωθυπουργός τότε, έθαψε τις ελπίδες για μια κοινωνική Ευρώπη, που το κόμμα του είχε καλλιεργήσει επί μακρόν: “Έχουμε μια πλειοψηφία συντηρητικών κυβερνήσεων στην Κοινότητα. Πιστεύουν ότι ο καλύτερος τρόπος για να επεκταθούμε είναι να αφήσουμε τους ανθρώπους να κερδίζουν χρήματα θέλοντας και μη θέλοντας, και να μην φορολογούμε το κεφάλαιο και το εισόδημά του πρακτικά καθόλου”. Το συμπέρασμά του; “Οι κανόνες του παιχνιδιού του διεθνούς καπιταλισμού τιμωρούν κάθε τολμηρή κοινωνική πολιτική. Πρέπει να αποδεχτούμε τους κανόνες αυτού του σκληρού παιχνιδιού για να οικοδομήσουμε την Ευρώπη”.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου παρείχε εκ των υστέρων δικαίωση στους κοντόφθαλμους τιμονιέρηδες της κυβερνητικής αριστεράς. Τώρα θα μπορούν να επαναλάβουν τη νικητήρια κραυγή της Μάργκαρετ Θάτσερ, “Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση”, αν και με προσποιητή απελπισία. Ο σοσιαλιστής Pascal Lamy μόλις διορίστηκε γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), δηλαδή του αστυνόμου της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης. Είχε προηγουμένως συμβουλεύσει τον Pierre Mauroy στο γραφείο του Γάλλου πρωθυπουργού, στη συνέχεια τον Jacques Delors στις Βρυξέλλες και, τέλος, ήταν επικεφαλής μιας μεγάλης τράπεζας που βρισκόταν στη διαδικασία ιδιωτικοποίησης. Η μεταμόρφωση φαίνεται να έχει ολοκληρωθεί. Και στο ελεύθερο εμπόριο που πρεσβεύει ο κ. Lamy, ο προοδευτικός διεθνισμός βαραίνει λιγότερο από το κλείδωμα ενός χώρου της αγοράς που θα μπορεί να επιβάλλει στην κοινωνία ευνοϊκούς για τους εργοδότες κανόνες: “Οι Γάλλοι επιχειρηματίες είναι Ευρωπαίοι γιατί έχουν καταλάβει ότι η αναδιοργάνωση και η “αγοραιοποίηση” της γαλλικής οικονομίας επιτεύχθηκε μέσω της Ευρώπης, χάρη στην Ευρώπη και εξαιτίας της Ευρώπης.
Άλλοτε ως υπόσχεση ελευθερίας, ανοίγματος και άλλοτε ως διακήρυξη αδυναμίας μετασχηματισμού της κοινωνικής τάξης, η “παγκοσμιοποίηση” και η “Ευρώπη” (που σταδιακά απογυμνώνεται από τις κοινοτικές της προστασίες) δημιούργησαν μια πολεμική μηχανή που κατέστησε δυνατή την αναίρεση του κοινωνικού συμβολαίου “χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός”. Χειραγώγησαν το διεθνιστικό συναίσθημα για να προωθήσουν την αλληλεγγύη του κεφαλαίου, προσποιήθηκαν ότι υπερασπίζονται τον “Πολωνό υδραυλικό” για να εξασφαλίσουν ότι θα κερδίσει ο φθηνότερος, και έκαναν λόγο για την ύπαρξη “διεθνών περιορισμών” για να αποκρύψουν το γεγονός ότι η πίεσή τους αυξήθηκε από την πολιτική βούληση και τις πολιτικές.
Αυτός ο λόγος της προσποιητής μοιρολατρίας και αυτή η παιδαγωγική της υποταγής αποτελούν μόνιμο χαρακτηριστικό της ιστορίας. Το απρόβλεπτο ξέσπασμα της 29ης Μαΐου στη Γαλλία δεν είναι αρκετό για να ανατρέψει την κοινωνική καταστροφή που έχουν επιβάλει στον κόσμο. Αλλά από τη στιγμή που μια τέτοια νίκη ενθαρρύνει περαιτέρω επιθέσεις, ανοίγει την προοπτική νέων εκπλήξεων.
Πηγή: Le Monde diplomatique