Μετά την επίθεση με το καυστικό υγρό στη Μονή Πετράκη, ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε στις φυλακές του Κορυδαλλού. Το αίτημά του για διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης έγινε δεκτό και ο ίδιος δηλώνει μετανιωμένος και υποστηρίζει πως ήθελε να κάνει κακό και στον εαυτό του.
Στο υπόμνημά του προς την ανακρίτρια αναφέρει:
«Ευθύς εξαρχής επιθυμώ να εκφράσω την αμέριστη συμπόνια στους παθόντες και στους συγγενείς και οικείους των τραυματισθέντων. Είμαι απόλυτα συγκλονισμένος και συντετριμμένος από το περιστατικό και μοναδική μου σκέψη και μέλημά μου, είναι να συμπαρασταθώ με κάθε δυνατό τρόπο στους παθόντες, προκειμένου να απαλύνω τη βλάβη που προκάλεσα εκ της άκουσιας συμπεριφοράς μου».
«Αυτό που ήθελα να πράξω ήταν κακό στον εαυτό μου, αν ήταν αρνητική η απόφαση του Συνοδικού Δικαστηρίου. Πάντα κακό στον εαυτό μου ήθελα και θέλω να κάνω, έχοντας και διαγνώσεις των ιατρών πως πάσχω από μανιοκατάθλιψη και μεικτή κατάθλιψη με κρίσεις πανικού, έχοντας έντονα συμπτώματα ψυχοσωματικά».
«Όταν μου ανακοινώθηκε η απόφαση, σε ένδειξη αγανάκτησης και πόνου ψυχής, έβγαλα το καυστικό υγρό και έριξα πρώτα σε μένα, εξ αυτού του λόγου φέρω και ελαφρά εγκαύματα στα χέρια και τα πόδια. Ύστερα όμως θόλωσα και διασκόρπισα το υγρό στον αέρα, χωρίς να έχω πρόθεση να βλάψω κανέναν από τους μητροπολίτες ή τους παρευρισκόμενους».
Είπε πως το καυστικό υγρό το προμηθεύτηκε μέσω του διαδικτύου και χαρακτηρίζει ως σκευωρία την υπόθεση του 2018, όπου φαινόταν να έχει εμπλοκή με ναρκωτικά.
«Ήταν μια σκευωρία η υπόθεση του 2018 της μικροποσότητας του 1,8 γραμμαρίων». Ακόμα, κατονόμασε συγκεκριμένα πρόσωπα ως «ηθικούς αυτουργούς» της σκευωρίας εναντίον του και υποστηρίζει ότι τα πρόσωπα αυτά τον καταδιώκουν, διότι γνώριζε «παραπτώματα όπως αυτό της παιδοφιλίας και της ομοφυλοφιλίας».