Μετά από εφτά χρόνια απουσίας και με την ανακαίνισή του στα τελειώματα, άνοιξε χθες το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου με σημαντικά εκθέματα που απεικονίζουν τους ιστορικούς χρόνους στην αρχαία Κρήτη από την Γεωμετρική, την Αρχαϊκή, την Κλασική, Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή. Η ανακαίνιση – επέκταση του μουσείου άρχισε το 2010, και η ένταξή της στο ΕΣΠΑ με προϋπολογισμό 8 εκατ. ευρώ το 2011, παρέδωσε τον πρώτο όροφο στο κοινό με έργα τέχνης, που απεικονίζουν και αποτυπώνουν μορφές και όψεις από την επίσημη και ιδιωτική ζωή, τους θεσμούς, τη λατρεία και τις ταφικές πρακτικές από τη δωρική κοινωνία των πρώιμων ιστορικών χρόνων ως τον πολιτισμικά σύνθετο ελληνορωμαϊκό κόσμο της ύστερης αρχαιότητας. Παράλληλα εκτίθενται και επιλεγμένα αντικείμενα από τις πρώην ιδιωτικές συλλογές Στυλιανού Γιαμαλάκη και Νικολάου Μεταξά τα οποία προέρχονται όχι μόνο από την Κρήτη αλλά και από την υπόλοιπη Ελλάδα.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου είναι από τα πιο μεγάλα και αξιόλογα μουσεία στην Ελλάδα και ένα από τα σημαντικότερα στην Ευρώπη. Τα εκθέματά του περιλαμβάνουν αντιπροσωπευτικά δείγματα από όλες τις περιόδους της κρητικής προϊστορίας και ιστορίας, που καλύπτουν περίπου 5.500 χρόνια, από τη νεολιθική εποχή μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους. Κυρίαρχη θέση, όμως, στις συλλογές του κατέχουν τα μοναδικά αριστουργήματα της μινωικής τέχνης, την οποία μπορεί κανείς να θαυμάσει σε όλη της την εξέλιξη. Η συλλογή με τις μινωικές αρχαιότητες είναι η σημαντικότερη στον κόσμο και το μουσείο δίκαια θεωρείται το κατ’ εξοχήν μουσείο του μινωικού πολιτισμού.
Το κτήριο, όπου στεγάζεται, βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και κατασκευάσθηκε μεταξύ των ετών 1937 και 1940, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Στην ίδια θέση κατά τη διάρκεια της βενετοκρατίας βρισκόταν η καθολική μονή του Αγίου Φραγκίσκου, που καταστράφηκε από σεισμό το 1856. Το κτήριο του μουσείου είναι αντισεισμικό και αποτελεί σημαντικό δείγμα του μοντέρνου αρχιτεκτονικού κινήματος στην Ελλάδα, βραβευμένο με έπαινο Bauhaus στο Μεσοπόλεμο. Κατάφερε να συνδυάσει τις σύγχρονες τότε τάσεις της αρχιτεκτονικής, λαμβάνοντας υπ’ όψη το περιεχόμενο των αρχαιολογικών συλλογών, να εξασφαλίσει καλό φυσικό φωτισμό, με φεγγίτες από την οροφή και στο ψηλότερο μέρος των τοίχων, και να διευκολύνει την ελεύθερη κίνηση μεγάλων ομάδων επισκεπτών. Οι χρωματισμοί και τα υλικά κατασκευής, όπως και τα πολύχρωμα φλεβωτά μάρμαρα, παραπέμπουν στις τοιχογραφικές μιμήσεις ορθομαρμαρώσεων των μινωικών κτηρίων. Ο αρχιτέκτονας προέβλεψε, ακόμη, τη δυνατότητα μελλοντικών επεκτάσεων του μουσείου. Το κτήριο είναι διώροφο και διαθέτει εκτεταμένους εκθεσιακούς χώρους, εργαστήρια, σχεδιαστήριο, βιβλιοθήκη, γραφεία και ένα σπουδαίο τμήμα, την Επιστημονική Συλλογή, όπου φυλάσσονται και μελετώνται πολλά από τα ευρήματα. Στο μουσείο λειτουργούν, επίσης, πωλητήριο εκμαγείων μισθωμένο για λογαριασμό του Tαμείου Αρχαιολογικών Πόρων, κυλικείο, καθώς και πωλητήριο δελταρίων και διαφανειών.