Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας πως αυτή η εβδομάδα θα κινείται στους ρυθμούς του Μπαράκ Ομπάμα. Θα υπάρχει η σχετική προετοιμασία για την έλευσή του, τις μέρες που θα βρίσκεται στην Αθήνα όλα θα περιστρέφονται γύρω του, ενώ τις επόμενες δύο μέρες, μέχρι το ερχόμενο Σαββατοκύριακο θα προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε τι μας άφησε η επίσκεψή του, τι κερδίσαμε, αν κερδίσαμε κάτι, και θα περιμένουμε να δούμε, αν έχει να προσθέσει κάτι από το Βερολίνο, όπου θα βρεθεί αμέσως μετά και όπου θα λάβει χώρα και η πενταμερής ΗΠΑ-Γερμανίας-Γαλλίας-Ιταλίας-Μεγάλης Βρετανίας, την επομένη σχεδόν της εκλογής του κ. Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ.
Τι περιμένουμε από τον κ. Ομπάμα πέρα από ένα μήνυμα; Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να κάνουμε ρεαλιστική πολιτική ανάλυση, όχι πολλά. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να μειώσει την επίσκεψη του προέδρου τω ΗΠΑ στην Αθήνα, μην τρελαθούμε κιόλας. Απλώς, υπάρχει ένα αντικειμενικό δεδομένο: αν είχε εκλεγεί η κ. Κλίντον, τότε τα πράγματα θα ήταν προβλέψιμα, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για δεδομένη συνέχεια. Τώρα, φυσικά η αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν θα ανατραπεί άρδην μέσα σε δύο μέρες, αλλά ο κ. Τραμπ δεν είναι Κλίντον και οι προτεραιότητές του επ’ ουδενί δεν είναι ίδιες με μιας τυχόν Δημοκρατικής προέδρου, η οποία θα διαδεχόταν έναν Δημοκρατικό πρόεδρο.
Ο κ. Ομπάμα υπήρξε για την Ελλάδα ένας πολύτιμος σύμμαχος. Όσοι δεν είναι βέβαιοι, μπορούν να ανατρέξουν απλά στα όσα έχουν δημοσιευτεί για τις διαπραγματεύσεις του τρίτου Μνημονίου τον Ιούλιο του 2015. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν από τους ελάχιστους που έβλεπαν τη γεωστρατηγική σημασία της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και στην ΕΕ. Ο Λευκός Οίκος ήταν αυτός που άνοιξε γραμμή επικοινωνίας με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, ο οποίος φυσικά ως συντηρητικός Πολωνός πρώην πρωθυπουργός ανήκει στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Ο κ. Τουσκ όμως δεν έδρασε απλά ως ‘φερέφωνο», αλλά έκλεισε την πόρτα στους κ.κ. Τσίπρα και Μέρκελ, όταν τα ξημερώματα της 13ης Ιουλίου θέλησαν να τα παρατήσουν επειδή δεν τα έβρισκαν. Επίσης, ο κ. Ομπάμα ήταν αυτός που τασσόταν διαχρονικά υπέρ της ανάγκης ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, φυσικά με αντάλλαγμα πολλές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην ελληνική οικονομία.
Η ελληνική πολιτεία πρέπει να αισθάνεται τιμή που ο απερχόμενος Αμερικανός πρόεδρος επέλεξε τη χώρα μας, μαζί με τη Γερμανία, ως σταθμό τη αποχαιρετιστήριας περιοδείας του. Όπως είναι φυσικό, θα τον τιμήσουμε κατά το δέον γενέσθαι και θα γίνουν σοβαρές συζητήσεις, διότι, όπως προναφέραμε, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ έχει συνέχεια και συνέπεια. Το ζήτημα όμως είναι το εξής: η ένταση, η ισχύς των μηνυμάτων, δεν είναι ίδια από πρόεδρο σε πρόεδρο, πολλώ δε μάλλον όταν ο επόμενος πρόεδρος είναι τόσο διαμετρικά αντίθετος από τον κ. Ομπάμα. Η ελληνική κυβέρνηση ήθελε να κάνει ουσιώδη κουβέντα για το χρέος. Τώρα, τι θα γίνει; Ο κ. Ομπάμα θα δώσει το δικό του μήνυμα που είναι σαφές και μετά; Θα αφήσει ένα note στο τραπέζι του κ. Τραμπ; Ευτυχώς ή δυστυχώς αυτά δεν γίνονται, ούτε αν γίνει απότομα «προεδρικός» ο κ. Τραμπ. Θα χρειαστεί να περάσει πολύς χρόνος για να καταλάβουμε τις διαθέσεις και τις προτεραιότητες του νέου προέδρου, το επιτελείο του οποίου μέχρι στιγμής δείχνει ιδιαίτερη ζέση για αναθέρμανση των σχέσεων με την Τουρκία.
Συνεπώς, πέρα από οιαδήποτε κριτική για την εκλογή του κ. Τραμπ και την «αλαζονεία» της κ. Κλίντον που της κόστισε την εκλογή σε κρίσιμες πολιτείες, ας είμαστε ειλικρινείς: αν η κ. Κλίντον είχε εκλεγεί πρόεδρος, θα ήταν πιο εύκολο η ελληνική επιθυμία για αμερικανική παρέμβαση στο χρέος να μεταφερθεί. Τώρα, ο …θείος από το Σικάγο, δεν μπορεί να μας εγγυηθεί πως θα μας …βρει γαμπρό, όσα κανάτια και αν σπάσει.