Σε συνέντευξη της η Σοφία Μπεκατώρου αναφέρθηκε εκ νέου στην υπόθεση βιασμού της που κατήγγειλε στον εισαγγελέα. Η Ολυμπιονίκης τόνισε ότι αυτό που της συνέβη είναι κάτι που δεν ξεχνιέται ή σβήνεται.
«Ήταν και για μένα κάτι πρωτόγνωρο. Πράγματι έλαβα πάρα πολλά μηνύματα, ειδικά τον πρώτο καιρό. Υπήρξαν πολλές γυναίκες αλλά και άντρες που ένιωσαν οικειότητα και μοιράστηκαν μαζί μου μια κακοποιητική εμπειρία. Άλλοι το κατήγγειλαν, ενώ κάποιοι άλλοι μπήκαν σε μια διαδικασία να αναζητήσουν ψυχολογική υποστήριξη από κάποιον ειδικό. Το τραύμα που αφήνει μια κακοποιητική εμπειρία δεν μπορεί να λυθεί μόνο του. Ένα μοίρασμα μέσα στην οικογένεια ή με έναν φίλο δεν μας βοηθά να το ξεπεράσουμε. Είναι κάτι που δεν ξεχνιέται ή σβήνεται. Είναι σαν πένθος που πάντα κουβαλάς και πρέπει να βρεις τον τρόπο να το διαχειριστείς», ανέφερε αρχικά στο περιοδικό ΟΚ και συνέχισε:
«Έχω χάσει τη μαμά και την αδελφή μου. Έχω έναν αδελφό και τον μπαμπά μου, ο οποίος πλέον είναι μεγάλος άνθρωπος και πάσχει από άνοια. Ο αδελφός μου με στήριξε πολύ μετά τη δημοσιοποίηση. Όμως, δεν το είχα μοιραστεί μαζί τους πριν. Ο πατέρας μου είναι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε με άλλες αξίες και αρχές. Ήταν της φιλοσοφίας «Δεν μιλάμε προς τα έξω, προστατεύουμε την εικόνα μας, μας νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι». Το ήξερα από την αρχή αυτό, γι’ αυτό και δεν του είχα μιλήσει, ένιωθα πως δεν θα μπορούσε να το διαχειριστεί.
Για πολλά χρόνια το είχα απωθήσει. Όσο έκανα πρωταθλητισμό δεν τολμούσα να το βγάλω προς τα έξω. Το μοιράστηκα με φίλες μου και η πρώτη φορά που το συζήτησα ήταν με καλή μου φίλη που επίσης είχε κακοποιηθεί – μάλιστα από συγγενικό πρόσωπο. Θυμάμαι ότι όταν μου είχε πει τι της είχε συμβεί, με πήραν τα κλάματα. Ήταν μια φίλη που γνωριζόμασταν από το σχολείο και δεθήκαμε περισσότερο ύστερα από όσα εκμυστηρεύτηκε η μία στην άλλη. Στην πορεία, είχα μιλήσει στον άνθρωπο με τον οποίο είχα τότε σχέση, στον πρώην άντρα μου, αλλά και σε κάποιους συναθλητές μου σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Στα παιδιά μου το είπα λίγο πριν βγω να μιλήσω δημοσίως για αυτό. Η κόρη μου ήταν πολύ περήφανη», κατέληξε.