Είχε χαρακτηριστεί το μεγαλύτερο ταλέντο του ελληνικού ποδοσφαίρου, από την εποχή που στα 16 του είχε μπει στην πρώτη ομάδα του Παναθηναϊκού. Ο Βίκτορ Μουνιόθ είχε ένα σύντομο πέρασμα από τον πράσινο πάγκο, αλλά έμεινε στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου ως ο προπονητής που έριξε στα βαθιά τον Σωτήρη Νίνη…
Τα χρόνια πέρασαν, ο Νίνης είχε διαρκή πρόοδο, έγινε βασικός στον ΠΑΟ, έκανε συμμετοχές στην εθνική ομάδα, είδε το όνομά του να φιγουράρει σε διεθνείς λίστες με τα next best things του ευρωπαίκού ποδοσφαίρου, έγινε στόχος παρακολούθησης μεγάλων ευρωπαϊκών συλλόγων.
Σταδιακά η καριέρα του έμοιαζε να «λιμνάζει», με τις περιπέτειες του Παναθηναϊκού να παίζουν ένα ρόλο, αλλά όχι τον σημαντικότερο. Η «έκρηξη» που περίμεναν όλοι, η μεγάλη μεταγραφή σε κάποιο μεγάλο κλαμπ του εξωτερικού, η ανάδειξη έστω σε ηγετική φυσιογνωμία του συλλόγου του και της εθνικής δεν συνέβη…
Η μετακίνησή του στην Ιταλία και στην Πάρμα έμοιαζε πέρσι σαν μια πρώτη ευκαιρία για να «δείξει» πράγματα και να εκμεταλλευτεί αυτό το σκαλοπάτι για το κάτι παραπάνω. Δεν «κόλησε» με τον Ντοναντόνι, δεν τον έπεισε και έμεινε εκτός πλάνων, με άκομψο μάλιστα τρόπο.
Ομάδα να συνεχίσει την καριέρα του φυσικά θα βρεί, πιθανώς και να καλύπτει το συμβόλαιο των 700 χιλιάδων ευρώ που είχε στην Πάρμα. Είτε κάποιος σύλλογος στην Ισπανία, είτε ο ΠΑΟΚ, ενδεχομένως θα τον εμπιστευτούν.
Αυτό που έχει σημασία για τον Νίνη και το ελληνικό ποδόσφαιρο που τον έχει ανάγκη, είναι να τα βρει με τον εαυτό του.
Να δικαιώσει όσους τον πίστεψαν και πόνταραν στο ταλέντο του και όχι εκείνους που πάντα αμφισβητούσαν την προοπτική του, υποστηρίζοντας ότι είναι το κλασσικό παράδειγμα ποδοσφαιριστή που αυτοκαταστρέφεται επαγγελματικά. Ή που δεν έχει κάτι να τον κάνει πραγματικά ξεχωριστό, καθώς όλα τα στοιχεία του (τεχνική, ταχύτητα, σουτ, διείσδυση, ντρίμπλα, εκρηκτικότητα κλπ) είναι όλα σε καλό, αλλά όχι πολύ υψηλό επίπεδο…