Του Γιώργου Κοφινάκου*
Είναι πολύ πιθανόν, το 2013 η Ελλάδα να έχει την ευκαιρία μετά από 4 χρόνια βαθιάς ύφεσης να αρχίσει να σταθεροποιείται και να παρουσιάζει θετικό πλεόνασμα, οπότε και οι αγορές δειλά-δειλά θα αρχίσουν να δείχνουν επενδυτικό ενδιαφέρον. Όπως πάντα, η ψυχολογία στις αγορές είναι ο βασικός παράγοντας για την κατεύθυνσή τους, η συγκεκριμένη όμως Κρίση Χρέους τής Ελλάδας διαμορφώθηκε, επεκτάθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη και κορυφώθηκε από καθαρή ευθύνη όχι μόνο των οικονομικών, αλλά κυρίως από καθαρή αναποφασιστικότητα των πολιτικών παραγόντων εντός και εκτός συνόρων.
Αυτό αποδεικνύεται και από τις τελευταίες θετικές αντιδράσεις των αγορών και των οίκων αξιολόγησης προς την Ελλάδα, μετά από την έκφραση πιο ξεκάθαρων θέσεων από τους πολιτικούς εκτός Ελλάδος για την παραμονή της Ελλάδας στο Ευρώ, αλλά και εσωτερικές κινητοποιήσεις στην Ελλάδα με πολιτικές που τόσον καιρό ζητούνταν και δεν υλοποιούνταν.
Καλά ως εδώ, από εδώ και πέρα όμως τι;
Η εφαρμογή όσων μέτρων ψηφίστηκαν είναι σημαντική για δυο βασικούς λόγους: πρώτον, για να μπορέσει να απεμπλακεί η Ελλάδα από μια υποδομή με αγκυλώσεις και μη ανταγωνιστικούς όρους αγοράς, και δεύτερον, για να επανακτήσουμε επιτέλους την εμπιστοσύνη των εταίρων μας ότι ανταποκρινόμαστε στις συμβατικές μας υποχρεώσεις. Σε περίπτωση που για οποιουσδήποτε λόγους δεν ανταποκριθούμε, θεωρώ ότι δεν θα υπάρξει άλλη ευκαιρία, και θα ακολουθήσουμε τελικά το μοναχικό δρόμο τής εξόδου από το Ευρώ. Και αυτό δεν θα ήταν απαραίτητα κακό για την Ελλάδα, υπό δυο βασικές προϋποθέσεις όμως: να έχουμε μια πολιτική σταθερότητα και μια ανταγωνιστική και παραγωγική οικονομία. Όσο δεν έχουμε κανένα από αυτά τα δύο, τότε οι επιπτώσεις εξόδου θα είναι δραματικές για τη χώρα, σε όλα τα επίπεδα.
Αν η ερχόμενη χρονιά κυλήσει όπως προγραματίζεται, με την επανακεφαλαιοποίηση και τις συγχωνεύεις των τραπεζών, την εφαρμογή αναπτυξιακών πολιτικών και την αποφυγή ενδεχομένου πολιτικού ατυχήματος, τότε έχει όλες τις προδιαγραφές να είναι θετική σε όλους τους τομείς για την Ελλάδα. Το χρηματιστήριο έχει τη δυνατότητα, για πρώτη φορά μετά από 3 χρόνια, να σπάσει το φράγμα των 1000 μονάδων, με οδηγούς τις εναπομείνασες Τράπεζες και τις καθαρά εξαγωγικές και καταναλωτικές επιχειρήσεις. Περισσότερο από όλα όμως, διαφαίνεται ότι θα προκύψει όφελος για τα ελληνικά ομόλογα, με περαιτέρω συρρίκνωση των σπρεντς κάτω από τις 1000 μονάδες, και δεν αποκλείεται προς το τέλος τού 2013 η Ελλάδα να βγει στις διεθνείς αγορές με ομόλογα μικρού ορίζοντα (πχ τριετίας).
Ο τουρισμός, η ναυτιλία, η αγορά ακινήτων, η αγροτική παραγωγή και η ενέργεια παραμένουν ως βασικοί πυλώνες της ελληνικής οικονομίας. Όλοι αυτοί οι τομείς αντιμετωπίζουν προβλήματα αυτήν την περίοδο, το καθένα για διαφορετικούς λόγους. Κάποια από αυτά τα προβλήματα, όπως της Ναυτιλίας, είναι λόγω της κρίσης τού κλάδου σε παγκόσμιο επίπεδο εκεί λοιπόν δε μπορεί να κάνει και πολλά το ελληνικό κράτος, ενώ οι έλληνες εφοπλιστές έχουν δείξει ότι μπορούν να ανταπεξέλθουν στις δύσκολες συγκυρίες. Αντίθετα, στους υπόλοιπους κλάδους, η ελληνική πολιτεία μπορεί να βοηθήσει σημαντικά με το να ακολουθήσει φιλική προς τους επιχειρηματίες πολιτική, ώστε να δημιουργηθούν προοπτικές ανάπτυξης. Σε αυτό το σημείο, θα ήταν χρήσιμο να επικεντρωθούμε στην Ενέργεια, και πιο συγκεκριμένα στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και στο πώς μπορούν αυτές να λειτουργήσουν ως μοχλός ανάπτυξης.
Η Ελλάδα έχει από τα καλύτερα δυναμικά σε όλη την Ευρώπη σε Άνεμο και Ήλιο, και αυτό τής δίνει τη δυνατότητα να παράγει το μεγαλύτερο κομμάτι της καταναλισκόμενης Ενέργειας της χώρας από ΑΠΕ – σε αντίθεση με ό,τι σηματοδοτούν διάφορες αξιοπερίεργες πολιτικές αποφάσεις, όπως η έκτακτη εισφορά επί των εσόδων των ΑΠΕ, που όχι μόνο αποτρέπει τους επενδυτές εν γένει, αλλά οδηγεί ειδικότερα τους ξένους επενδυτές σε αποχώρηση από την Ελλάδα. Το ευτράπελο της υπόθεσης είναι ότι μπορούν ανέξοδα να δοθούν κίνητρα για επενδύσεις σε ΑΠΕ στην Ελλάδα χωρίς να δημιουργηθεί το ελάχιστο δημοσιονομικό έλλειμμα. Τώρα πια, είναι λάθος σε μια χώρα σαν την Ελλάδα να δίνονται επιχορηγήσεις και υψηλές τιμές αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος, όταν ο επενδυτής μπορεί να έχει καλές αποδόσεις και με μη δημοσιονομικά παραγόμενα κίνητρα. Ας δούμε λοιπόν ποια είναι τα βασικά προβληματικά χαρακτηριστικά για κάποιον επενδυτή, εάν αυτός θελήσει να επενδύσει σε ΑΠΕ στην Ελλάδα:
1) το οικονομικό και φορολογικό περιβάλλον είναι ασταθές
2) υπάρχει αβεβαιότητα για την πληρωμή των υψηλών τιμών αγοράς ρεύματος σε βάθος χρόνου
3) υπάρχει έγκυρος φόβος για μη πληρωμή επιχορηγήσεων, μη παροχή εγγύησης δανείων
4) οι αδειοδοτικές διαδικασίες υφίστανται συνεχείς αλλαγές
5) η γραφειοκρατία είναι ταλανιστική
Ας δούμε πόσο απλά και ανέξοδα θα μπορούσε το κράτος να αντιμετωπίσει όλα τα παραπάνω χωρίς να επιφέρει καμία επιβάρυνση στον προϋπολογισμό:
1) με τη δημιουργία επενδυτικών ζωνών για ΑΠΕ σε διάφορα σημεία της Ελλάδος, στις οποίες θα παρέχεται αδειδοτημένη γη στον επενδυτή έναντι ενοικίου, με τιμή αγοράς ρεύματος ίση ή και χαμηλότερη από την τιμή τού δικτύου σταθερή για 20 χρόνια
2) με τη θεσμοθέτηση σταθερού φορολογικού πλαισίου για αυτές τις περιοχές και για όλη την περίοδο της επένδυσης
3) με τη χρήση των εγγυήσεων τής Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και άλλων παρόμοιων οργανισμών και Ευρωπαϊκών προγραμμάτων, που παρέχουν χαμηλό κόστος χρηματοδότησης των επενδύσεων
4) με τη δημιουργία ενός ETFστο χρηματιστήριο της Ελλάδας, ειδικού για ΑΠΕ, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους επενδυτές σαν έξοδος από τις επενδύσεις τους και πάροχος ρευστότητας στο σύστημα.
Τα οφέλη αυτής της δομής για το κράτος, εκτός από το ότι το παραγόμενο ρεύμα δεν επιβαρύνει καθόλου τον προϋπολογισμό, περιλαμβάνουν και την αποδέσμευσή μας από την εισαγωγή υδρογονανθράκων, που δημιουργούν προβλήματα υγείας στις περιοχές παραγωγής με κόστος σε ανθρώπινες ζωές – αλλά και οικονομικές επιβαρύνσεις στο σύστημα υγείας τής χώρας. Επίσης, δημιουργούνται τετραπλάσιες θέσεις εργασίας από αυτές που προκύπτουν από επενδύσεις σε υποδομές και έτσι επέρχεται άμεση βοήθεια στο πρόβλημα ανεργίας τής χώρας. Δίνεται δε η δυνατότητα παραγωγής τεχνολογίας ΑΠΕ σε μικρές βιομηχανίες τής χώρας. Σε συνδυασμό με την πιθανότητα παραγωγής φυσικού αερίου, η Ελλάδα μπορεί έτσι να αποκτήσει το ρόλο ενός Ενεργειακού Κόμβου για όλη την Ευρώπη.
Σε ένα τέτοιο επενδυτικό περιβάλλον, οι διεθνείς επενδυτές – παραγωγοί ΑΠΕ θα μπορούσαν να τοποθετήσουν εύκολα και γρήγορα τα προϊόντα τους, αντί να τα έχουν αποθηκευμένα, και να εισπράττουν ένα μικρό αλλά σταθερό έσοδο, διατηρώντας ταυτόχρονα την παραγωγή τους σε καλά επίπεδα. Με λίγα λόγια, η Ελλάδα μπορεί να αντικαταστήσει τις εισαγωγές της με φθηνή ενέργεια που θα παράγει η ίδια, και σε δεύτερη φάση, να εξελιχθεί σε εξαγωγέα ενέργειας σε όλη την Ευρώπη. Η Σαουδική Αραβία, ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο, έχει ξεκινήσει ένα πρόγραμμα ανάπτυξης Φωτοβολταϊκών και Ηλιοθερμικών έργων άνω των 35GWμε σκοπό να εξάγει ενέργεια στην Ευρώπη, αντικαθιστώντας σταδιακά την εξάρτησή της από τα έσοδα τού πετρελαίου. Γίνεται λοιπόν προφανές, ότι, ακόμα και αν αποδειχτούν αληθινές οι προσδοκίες για πετρέλαιο και φυσικό αέριο στην Ελλάδα, είναι λάθος να επαναπαυθούμε σε αυτήν την προοπτική και να μην χρησιμοποιήσουμε το πιο άμεσα και άπλετα διαθέσιμο σε εμάς δυναμικό, τον Άνεμο και τον Ήλιο.
* O Γιώργος Κοφινάκος είναι εκπρόσωπος στην Ελλάδα της StormHarbour UK και Διευθύνων Σύμβουλος της EnoliaPremiumCapital Luxemburg