Ο Πρόεδρος Μπάιντεν διατηρεί υπέρμετρες φιλοδοξίες σχετικά με το ταξίδι του στην Ευρώπη. Το ταξίδι περιλαμβάνει συναντήσεις με τη βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου Ελισάβετ Β’, τον Πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τους περισσότερους από τους δημοκρατικά ελεγμένους ηγέτες της Ευρώπης. Στις συνόδους κορυφής του G7 και του NATO, σκοπός του Μπάιντεν είναι να συγκεντρώσει τους παραδοσιακούς συμμάχους της Αμερικής, τους οποίους είχε προβληματίσει η πολιτική αστάθεια του προκατόχου του. Ο Μπάιντεν εκτιμά πως η επόμενη δεκαετία θα χαρακτηριστεί από μια παγκόσμια διαμάχη ανάμεσα σε φιλελεύθερες δημοκρατίες και απολυταρχικές δυνάμεις όπως η Κίνα και θεωρεί πως οι διαδικασίες της εβδομάδας αυτής θα αποτελέσουν το πρώτο κεφάλαιο σε μια νέα εποχή ανταγωνισμού.
«Σε αυτή την περίοδο παγκόσμιας αβεβαιότητας, καθώς ο κόσμος παλεύει με μια άνευ προηγουμένου πανδημία, το ταξίδι αυτό θα αφορά την συνειδητοποίηση της ανανεωμένης δέσμευσης της Αμερικής προς τους συμμάχους και τους εταίρους μας και θα δείξει την ικανότητα που έχουν οι δημοκρατίες και στο να αντιμετωπίζουν προκλήσεις και στο να αποτρέπουν τις απειλές της νέας εποχής» δήλωσε ο Μπάιντεν.
Οι ευρωπαίοι συνομιλητές του είναι ενθουσιασμένοι. «Η Αμερική επέστρεψε.» δήλωσε ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, επαναλαμβάνοντας παλαιότερο σλόγκαν της κυβέρνησης Μπάιντεν μετά από πέντε έτη κατά τα οποία ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ροκάνιζε τα θεμέλια της Ατλαντικής Συμμαχίας. «Αυτό σημαίνει πως έχουμε δίπλα μας και πάλι έναν πολύ δυνατό συνεργάτη για την προώθηση της πολυμερούς προσέγγισης· κάτι που διαφέρει πολύ από την κυβέρνηση Τραμπ».
Το δόγμα Τραμπ, περί της προτεραιότητας της Αμερικής, είχε προκαλέσει έντονες ανησυχίες ανάμεσα σε άτομα της πολιτικής ελίτ σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες, τα οποία άρχισαν να αμφισβητούν τους βαθύτερους ιδεολογικούς δεσμούς που ενώνουν τις χώρες τους. «Με την αδιαφορία που επιδεικνύει για την ελευθερία και με την περιφρόνηση της αυτοδιοίκησης, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο πρώτος ‘μη δυτικός’ πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών» έγραψε ο Μάικλ Κίματζ στο βιβλίο του The Abandonment of the West: The History of an Idea in American Foreign Policy (Η εγκατάλειψη της Δύσης: Η ιστορία μιας Ιδέας στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική).
Το 2020 οι διοργανωτές του ετήσιου Συνέδριου Ασφαλείας του Μονάχου έφεραν στο προσκήνιο τον όρο «Μη Δυτικότητα» (westlessness), αναγνωρίζοντας έτσι την παρακμή των δυτικών υποθέσεων. Το επόμενο έτος, το θέμα του συνεδρίου ήταν πιο θετικά φορτισμένο, με τίτλο «Μετά την μη Δυτικότητα» και τα πρακτικά του ανέφεραν πως ο πρόεδρος θα είχε την «ευκαιρία να αναζωογονήσει τη Δύση». Ο Μπάιντεν παρευρέθηκε σε αυτή τη συνάντηση, δηλώνοντας πως, ναι, «Η Αμερική επέστρεψε».
Φυσικά, η ίδια η ιδέα της Δύσης είναι κάπως ασαφής. Δεν είναι ένας γεωγραφικός όρος με νόημα, καθώς οι επικλήσεις προς τη Δύση σπάνια περιλαμβάνουν κράτη της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, ενώ συνήθως περιλαμβάνουν την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Οι δημοσιογράφοι εκλαμβάνουν τη Δύση σαν έναν σύντομο όρο που μπορεί να περιλαμβάνει αντικρουόμενες ιδέες. Μπορεί να καθορίζει μια πολιτισμική ταυτότητα, προσκολλημένη σε αιώνες ιουδαιοχριστιανικής και ελληνορωμαϊκής παράδοσης. Μπορεί να εκπροσωπεί μια πολιτική ταυτότητα, χτισμένη σε γερά θεμέλια φιλελεύθερων δημοκρατικών αξιών. Μπορεί να αποτελεί μια κληρονομιά ιμπεριαλιστικής κακοποίησης, συνδεδεμένη με, ακόμα άλυτες, υποθέσεις αποικισμού και ρατσισμού. Μπορεί να είναι κατάλοιπο του Ψυχρού Πολέμου, κάτι που φαίνεται καθαρά στην περίπτωση του NATO, της δεσπόζουσας στρατιωτικής συμμαχίας στον κόσμο.
Για τον Μπάιντεν, Η «Δύση» που έχει σημασία είναι αυτή που συνδυάζει τη σκληρή δύναμη του NATO με τις καθολικές ιδέες των φιλελεύθερων δημοκρατικών κρατών. Στόχος του είναι να συγκαλέσει μια «σύνοδο δημοκρατιών» αυτό το επόμενο έτος, αλλά θα προετοιμάσει το έδαφος από τη σύνοδο κορυφής του G7 στη Βρετανία. Ο οικοδεσπότης και Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Μπόρις Τζόνσον έχει επίσης στείλει προσκλήσεις σε Αυστραλία, Νότια Κορέα και Ινδία, εν μέσω συζητήσεων για μια νέα συμμαχία δημοκρατιών, την D-10.
Ωστόσο, στην πατρίδα του Μπάιντεν, κάποιοι πολιτικοί αντίπαλοί του βλέπουν τη Δύση ως κάτι φυλετικά και πιο στενά προσδιορισμένο. Ο Τραμπ έφερε μια πιο βλοσυρή οπτική του δυτικού πολιτισμού στον Λευκό Οίκο, βουτηγμένη σε εθνικιστικές ιδέες που θυμίζουν «αίμα και χώμα». Ο Κίματζ αναφέρει πως ο Τραμπ «εγκατέλειψε την οπτική του Τζέφερσον για τη Δύση της ελευθερίας, του πολυπαραγοντισμού και του νόμου, προς χάριν μιας πιο εθνο-θρησκευτικο-εθνικιστικής Δύσης», πολύ πριν ακολουθήσουν οι ομόλογοι Αμερικανοί.
Η μονομαχία ανάμεσα στις οπτικές Τραμπ και Μπάιντεν για το τι είναι η Δύση είναι ένα θέμα τόσο επείγον, όσο επείγον είναι και ο ανταγωνισμός της Κίνας. Και θα ξεπροβάλλει κατά την παραμονή του Μπάιντεν στην Ευρώπη, όσο αυτός και οι συνάδερφοί του αποφασίζουν πάνω στις παγκόσμιες προσπάθειες για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού, για την κλιματική αλλαγή και την οικονομική ανισότητα.
Σύμφωνα με νέα έρευνα του Συμβούλιου Εξωτερικών Υποθέσεων για τη στάση των ευρωπαίων υπάρχουν λόγοι ανησυχίας σχετικά με την προσαρμοστικότητα των πολιτικών. Σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη η πλειοψηφία θεωρεί ότι το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ είναι εντελώς ή μερικώς διαλυμένο, ενώ κυβέρνηση Μπάιντεν μετρά ήδη τέσσερις μήνες. «Υπάρχει ακόμα μια εκτεταμένη έλλειψη εμπιστοσύνης για τη δυνατότητα των ΗΠΑ να γίνουν ξανά ηγέτες της Δύσης» σημείωσε το Συμβούλιο.
Η πολιτική παράλυση και πόλωση που αφήνει πίσω του ο Μπάιντεν στην Ουάσιγκτον υποσκάπτει την επιθυμία του για την ανάληψη της παγκόσμιας ηγεσίας. «Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες του κόσμου δεν έχουν πια το μονοπώλιο του καθορισμού του όρου δημοκρατία, όχι μόνο επειδή οι νέοι απολυταρχικοί ισχυρίζονται ότι είναι δημοκράτες (έχουν κερδίσει σε ελεύθερες, αν και όχι πάντα δίκαιες εκλογές) αλλά και επειδή μια μεγάλη πλειοψηφία [στις δικές τους κοινωνίες] είναι βαθιά απογοητευμένη με το δικό τους πολιτικό σύστημα. Μερικοί δεν είναι απολύτως πεπεισμένοι ότι ζουν σε δημοκρατικό καθεστώς».
Ακριβώς για αυτό, μερικοί Ευρωπαίοι αναλυτές υποστηρίζουν πως ο Μπάιντεν πρέπει να θέσει ακόμα πιο μετριοπαθείς στόχους. «Ο υποκείμενος στόχος της Ουάσιγκτον θα πρέπει να είναι το να καλλιεργήσει στους Ευρωπαίους την αίσθηση ανάληψης ευθύνης των προκλήσεων της ασφάλειας τους» έγραψε ο Πιέρ Μορκός και ο Ολιβιέ Ρεμί Μπελ στο περιοδικό The National Interest. «Αυτό θα αποτελούσε το κλειδί στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των Ευρωπαϊκών προσπαθειών, διασφαλίζοντας ότι οι ΗΠΑ θα βρουν δυνατότερους και πιο ανθεκτικούς εταίρους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ικανούς να σηκώσουν μεγαλύτερο μέρος από τον φόρτο και να ενώσουν δυνάμεις σε κοινά ζητήματα».
Απόδοση από άρθρο του Ishaan Tharoor για την The Washington Post