Όλα του γάμου δύσκολα μοιάζουν με τις αποκρατικοποιήσεις και ιδίως αυτές που η σημασία τους επεκτείνεται πέραν του οικονομικού τους αντικείμενου, σε θέματα γεωστρατηγικής επιρροής. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι το ΤΑΙΠΕΔ έδωσε νέα, τη δεύτερη παράταση στην κατάθεση δεσμευτικών προσφορών για ΔΕΠΑ και ΔΕΣΦΑ και έτσι αναμένονται, εκτός απροόπτου πάντα, για τις 10 Μαΐου. Η προηγούμενη ημερομηνία ήταν 29 Απριλίου και η προ-προηγούμενη 15 Απριλίου.
Επισήμως μπορεί να προβληθεί ότι κατατέθηκε αίτημα από μετέχοντες στο διαγωνισμό. Ωστόσο η πραγματικότητα είναι ότι οι ενδιαφερόμενες ρωσικές εταιρείες Gazprom και Sintez και κυρίως η πρώτη, έχουν στυλώσει τα πόδια, αναφορικά με την τύχη της εγγυητικής επιστολής που θα συνοδεύει την προσφορά τους. Όπως είναι ήδη γνωστό, σε περίπτωση που η DG Com της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμόδια για τον ανταγωνισμό θέσει όρους για την εξαγορά της ΔΕΠΑ, τους οποίους ο υποψήφιος αγοραστής θα κρίνει ως μη συμφέροντες και δεν προχωρήσει στην εξαγορά, τότε, σύμφωνα με τους όρους του διαγωνισμού θα χάσει και την εγγυητική επιστολή ύψους 20% επί τους προσφερόμενου τιμήματος. Εάν δε ληφθεί υπ΄όψιν ότι η Gazprom επρόκειτο να καταθέσει προσφορά 1 δις. ευρώ, όπως άφηνε να εννοηθεί, τότε η απώλεια θα είναι 200 ολόκληρα εκατομμύρια «ευρώπουλα», μέγεθος που έκανε το αφεντικό της εταιρείας Alexei Miller, να έρθει στην Αθήνα δύο φορές σε 15 μέρες και να συναντήσει τον Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά και τον ΥΠΑΝ Κωστή Χατζηδάκη.
Όπως δείχνουν όμως τα πράγματα, και από όσα έχουν αφήσει οι άμεσα εμπλεκόμενοι να διαφανούν, η μόνη υποχώρηση που κάνει το ΤΑΙΠΕΔ, είναι να βρεθεί φόρμουλα για μείωση του ποσοστού της εγγυητικής από 20% σε 10%, ενώ η ρωσική πλευρά θεωρεί την απαλοιφή του όρου ως θέμα αρχής.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η υπόθεση ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ και του ΔΕΣΦΑ στραβώνει όλο και περισσότερο, καθώς δεν αποκλείονται αποχωρήσεις από το διαγωνισμό. Αυτό όμως είναι κάτι που με τίποτε δεν θέλει το ΤΑΙΠΕΔ, αφού για παράδειγμα μη κατάθεση προσφοράς από τη Gazprom, θα θεωρηθεί πλήγμα για το κύρος του. Το καλύτερο δηλαδή σενάριο θα ήταν ανακήρυξη πλειοδοτών, έστω και αν η συναλλαγή δεν ολοκληρωθεί, αφού για αυτή δεν θα ευθύνεται η Ελληνική Κυβέρνηση, αλλά η ΕΕ.
Καταληκτικά θα λέγαμε, ότι καλύτερα για το ΤΑΙΠΕΔ και για όλους μας, θα ήταν το ταμείο να ρίξει βάρος στην πώληση των εκατοντάδων οικοπέδων φιλέτων που κατέχει, των λιμανιών και των αεροδρομίων για τα οποία συνηγορούν τα επιτυχημένα παραδείγματα της Cosco και της Hochtif , παρά να μπλέκει με αποκρατικοποιήσεις που έχουν γεωπολιτική δυναμική.