«Όσο βάσιμες είναι οι πολιτικές ανησυχίες, που εξέφρασαν την περασμένη εβδομάδα οι δεκαέξι έγκριτοι συνταγματολόγοι αποδομώντας επιστημονικά την περίφημη γνωμοδότηση Ντογιάκου, άλλο τόσο επικίνδυνα επιπόλαιοι είναι οι ισχυρισμοί όσων διατείνονται ότι η κοινή γνώμη προσπερνά αδιάφορη τις σχεδόν απροκάλυπτες πια προσπάθειες της κυβέρνησης Μητσοτάκη να συγκαλύψει το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων» επισημαίνει σε άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα» ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, Νίκος Ανδρουλάκης.
Ο ίδιος προσθέτει σχετικά: «Με το επιχείρημα ότι άλλες είναι οι έγνοιες και οι προτεραιότητες του ελληνικού λαού, κάνουν το λάθος να υποτιμούν τις δημοκρατικές ευαισθησίες του».
Στη συνέχεια του άρθρου του, ο κ. Ανδρουλάκης σημειώνει:
«Το χειρότερο, όμως, είναι ότι αναπαράγουν μια στρεβλή αντίληψη της πραγματικότητας, ίδια με αυτήν που καθιστά το ελληνικό πολιτικό σύστημα δέσμιο ενός σύγχρονου πολιτικού μιθριδατισμού.
Του μιθριδατισμού που το εθίζει στην αυθαιρεσία, εμποδίζει τη σύγκλιση με την ευρωπαϊκή θεσμική κανονικότητα, ενισχύει τον ατομισμό, υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και διαβρώνει την ηθική υπόσταση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας διαιωνίζοντας το πολιτικό πρόβλημα της χώρας.
Ποιο είναι αυτό το πρόβλημα;
Είναι ακριβώς αυτό, που περιγράφουν τα στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου κατατάσσοντας την Ελλάδα τελευταία στον δείκτη προσωπικής ικανοποίησης των πολιτών της από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η Δημοκρατία στην χώρα και από τον βαθμό κατά τον οποίο αισθάνονται ότι μετράει η γνώμη τους στα κέντρα, που λαμβάνουν αποφάσεις για την χάραξη και εφαρμογή δημόσιων πολιτικών.
Είναι το πρόβλημα, που προκύπτει από την κρίση εμπιστοσύνης της κοινωνίας των πολιτών προς τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς της συντεταγμένης πολιτείας και των εξουσιών της.
Είναι το πρόβλημα της απόστασης, που χωρίζει τις λειτουργίες του ελληνικού κράτους από αυτές ενός πραγματικού κράτους δικαίου.
Είναι το πρόβλημα πάνω στο οποίο σκοντάφτει τόσο η οικονομική ανάπτυξη όσο και η αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Είναι το πρόβλημα που δημιουργεί την πεποίθηση ότι «είναι όλοι ίδιοι», ότι «τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει», ότι κάθε κυβέρνηση επαναλαμβάνει τις πρακτικές των προηγούμενων ξεχνώντας ότι εκλέχτηκε με την υπόσχεση να αλλάξει την κουλτούρα διακυβέρνησης του τόπου.
Είναι το πρόβλημα της έλλειψης εμπιστοσύνης, που ταυτόχρονα είναι και ένα από τα αίτια που εξηγεί γιατί τα fake news βρίσκουν όλο και μεγαλύτερη απήχηση, γιατί η δαιμονολογία κερδίζει έδαφος έναντι της κριτικής σκέψης, γιατί οι ιδεολογίες των άκρων εξακολουθούν να αναπτύσσονται.
Όσα νοσηρά αποκαλύφθηκαν τους τελευταίους μήνες με την υπόθεση των παράνομων παρακολουθήσεων, την ανεξέλεγκτη λειτουργία του πιο στενού πυρήνα του Μαξίμου και την ενορχηστρωμένη επιχείρηση συγκάλυψης με το à la carte απόρρητο και εσχάτως την αντισυνταγματική ευθεία παρέμβαση στη λειτουργία της ΑΔΑΕ, είναι απλώς ενδεικτικά του μεγέθους που έχει αποκτήσει το πολιτικό πρόβλημα της χώρας.
Το επιτελικό κράτος της αριστείας, που επαγγελλόταν να θεραπεύσει τα θεσμικά τραύματα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, διολισθαίνει σήμερα σε έναν αλαζονικό καθεστωτισμό χωρίς καμία μεταρρυθμιστική πνοή. Συγκαλύπτει τον αυταρχισμό του αδυνατώντας να υπερβεί τις παθογένειες ενός μονοκομματικού προσωποκεντρικού συστήματος διακυβέρνησης που μετατρέπει την χώρα σε βασίλειο αδιαφάνειας και ευνοιοκρατίας.
Καταδικάζει τη νέα γενιά σε μια ζωή χαμηλών προσδοκιών, σε έναν θλιβερό συμβιβασμό με τις κακοδαιμονίες του τόπου ή σε φυγή στο εξωτερικό.
Ο αλαζονικός καθεστωτισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη συμπληρώνει τον αμετανόητο λαϊκισμό του Αλέξη Τσίπρα.
Αντί να αναζητούν νέες συνθέσεις, εγκλωβίζουν την πολιτική ζωή σε μια τοξική πόλωση, που την οδηγεί κατευθείαν στην παρακμή.
Και οι δυο ως Πρωθυπουργοί επέλεξαν τη χειραγώγηση των θεσμών και όχι την ενίσχυση των θεσμικών αντίβαρων, όπως έπραξε η παράταξη μας στο παρελθόν με την ίδρυση των ανεξάρτητων αρχών.
Ο Κ. Μητσοτάκης περιφέρει το φόβητρο της επιστροφής του κ. Τσίπρα σαν τον βοσκό, που φώναζε ότι έρχεται ο λύκος.
Ο Α. Τσίπρας ελπίζει ότι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών, θα τον απαλλάξει από την υποχρέωση να εξηγήσει κάποτε γιατί η διακυβέρνηση του αποδείχτηκε τόσο τραυματική για τη μεσαία τάξη, την οικονομία και τους θεσμούς.
Στο δρόμο προς τις κάλπες η Δημοκρατική Παράταξη είναι η εναλλακτική πρόταση προόδου και συνέπειας. Η ενίσχυσή της θα δώσει στη χώρα την ευκαιρία να γυρίσει σελίδα με δίκαιη ανάπτυξη, κοινωνική δικαιοσύνη, διαφάνεια και αξιοκρατία.
Δεν μας αξίζει να ζούμε τη μέρα της Μαρμότας. Οι επερχόμενες εθνικές εκλογές είναι η ώρα της ρήξης και της ανατροπής των συσχετισμών, που σήμερα βυθίζουν στην απόγνωση τις δημιουργικότερες δυνάμεις της κοινωνίας μας».