Ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, μίλησε στην εφημερίδα «Βραδυνή της Κυριακής» και τον δημοσιογράφο Κώστα Μελισσόπουλο.
Ερωτηθείς για τις επιπτώσεις της παραίτησης του Ζόραν Ζάεφ στη Βόρεια Μακεδονία είπε ότι «Στις δημοκρατικές κοινωνίες οι κυβερνήσεις έρχονται και φεύγουν, τα κράτη και οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν, όμως, μένουν». Τόνισε ότι η Νέα Δημοκρατία είχε αντιρρήσεις για τη Συμφωνία, όμως εφόσον ψηφίστηκε, έχει δεσμευτεί να θα την εφαρμόσει.
Τόνισε πως σε επαφές με αξιωματούχους της χώρας έχει συζητηθεί η ευρωπαϊκή προοπτική της γειτονικής μας χώρας και πώς η Ελλάδα μπορεί να βοηθήσει στην κατεύθυνση αυτή αλλά και να ενισχυθούν τομείς, όπως Οικονομία, Επενδύσεις, Ενέργεια, Μεταφορές και Άμυνα.
«Η επιτήρηση του εναέριου χώρου της γειτονικής μας χώρας από την Πολεμική μας Αεροπορία είναι ήδη μία απτή απόδειξη για το αμοιβαίο όφελος που μπορεί να υπάρξει», είπε και πρόσθεσε «η Ελλάδα δεν τρέφει καμία διεκδίκηση από τη βόρεια γείτονά της. Βεβαίως, δεν έχουμε κανένα λόγο να μιλούμε για τα εσωτερικά ζητήματα της Βόρειας Μακεδονίας. Προσβλέπουμε στη συνέχιση της συνεργασίας σε όλους τους τομείς με όποια κυβέρνηση προκύψει από τις εσωτερικές διεργασίες».
Σε απάντηση στο αν θα ήθελε να στείλει κάποιο μήνυμα στους ηγέτες της Βόρειας Μακεδονίας, είπε:
«Το μέλλον των Δυτικών Βαλκανίων βρίσκεται στην Ε.Ε. Η ευρωπαϊκή προοπτική και η ίδια η ενταξιακή διαδικασία είναι αυτή που θα εξασφαλίσει στις χώρες και στους λαούς της περιοχής την σταθερότητα, την οικονομική ανάπτυξη, την ευημερία, τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις».
Επίσης απεύθυνε κάλεσμα, όχι μόνο στη Βόρεια Μακεδονία, αλλά και στο σύνολο των Δυτικών Βαλκανίων να παραμείνουν προσηλωμένα στην ευρωπαϊκή τους πορεία και να γυρίσουν την πλάτη στις δυνάμεις της απομόνωσης και της αποσταθεροποίησης.
Και, επίσης, στην Ε.Ε. να διατηρήσει τη δυναμική της διαδικασίας διεύρυνσης, ώστε να μην επιτρέψει στις χώρες της περιοχής να επιστρέψουν στο “βαλκανικό παρελθόν” τους.
Για τις επαφές του με τους ομολόγους σε Σερβία και Σλοβενία, αλλά και Αφρικανούς αξιωματούχους στη Ρουάντα σχολίασε:
Ως υπουργός Εξωτερικών έχω συχνές συναντήσεις με παραδοσιακούς φίλους και εταίρους της χώρας, σχολίασε πως μέσα από τέτοιες συναντήσεις δίδεται η δυνατότητα να συζητήσουμε αφενός τις διμερείς μας σχέσεις, και αφετέρου θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Εν προκειμένω, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη συζήτηση για τα Δυτικά Βαλκάνια και πώς μπορούμε να βοηθήσουμε στην ευρωπαϊκή τους προοπτική».
Και υπογράμμισε ότι «η Ελλάδα τα δύο τελευταία χρόνια υλοποιεί μία στρατηγική ενίσχυσης των σχέσεών της με μία σειρά χώρες, με πολλές από τις οποίες όπως χώρες της αφρικανικής ηπείρου οι σχέσεις δεν ήταν τόσο έντονες» και ότι προσμένει και σε νέες επαφές και με άλλες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.
Σημείωσε ακόμα, «Επιτρέψτε μου εδώ να σημειώσω τη συμβολή της χώρας στην παγκόσμια προσπάθεια για την αντιμετώπιση της πανδημίας, με τη δωρεά εμβολίων σε διάφορες χώρες της Αφρικής, όπως, μεταξύ άλλων, στη Λιβύη, την Τυνησία, και την Αίγυπτο. Με αυτόν τον τρόπο, κατοχυρώνουμε στα μάτια της διεθνούς κοινότητας, την Ελλάδα ως μία γέφυρα μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής και ως έναν αξιόπιστο εταίρο στην προσπάθεια διασφάλισης της ειρήνης, σταθερότητας, ασφάλειας και ευημερίας στην ευρύτερη περιοχή μας».
Σχετικά με τις δύο σημαντικές συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γαλλία, αλλά και την επικείμενη Συμφωνία μεταξύ Αθηνών και Ρώμης για την ΑΟΖ είπε:
«Η Ελλάδα συμμετέχει στις ανακατατάξεις. Η χώρα μας κατά την τελευταία διετία, επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, έχει λόγο στις περιφερειακές εξελίξεις όπως αποδεικνύει και η πρόσκλησή της στη Διάσκεψη για τη Λιβύη που συγκαλεί ο πρόεδρος Μακρόν. Ήδη από το 2019 η Ελλάδα προέβη σε μία συστηματική προσπάθεια εξισορρόπησης και ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας, κάνοντας σωστές κινήσεις στην περιοχή της και ερχόμενη κοντά με κράτη που είναι σημαντικά για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων. Οι αμυντικές συμφωνίες με Γαλλία και ΗΠΑ αποτελούν πολλαπλασιαστές της αμυντικής και πολιτικής ισχύος της χώρας στο διεθνές περιβάλλον, και θα αξιοποιηθούν. Οι χώρες με τις οποίες υπογράψαμε τις συμφωνίες στηρίζουν ένθερμα την Ελλάδα και έχουν συμφέρον αυτή να είναι ισχυρή και σταθερή. Και βεβαίως, θα πρέπει να μην αγνοείτε την αμυντική συμφωνία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Τούτο, μαζί με την ισχύ των Ενόπλων Δυνάμεων αποτελεί την καλύτερη εγγύηση.
Επιπλέον, οι Συμφωνίες αποτελούν την αναγνώριση του στρατηγικού και σταθεροποιητικού ρόλου που διαδραματίζει η Ελλάδα από την περιοχή των Βαλκανίων μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο.
Είναι στο χέρι της χώρας μας να αξιοποιήσουμε τις Συμφωνίες αυτές, που θα την καταστήσουν ισχυρή απέναντι σε αναθεωρητικές δυνάμεις, λαμβάνοντας πάντα υπ’ όψιν ότι το γεωπολιτικό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ρευστό και ότι οι ισορροπίες μεταξύ των “παικτών” είναι διαρκώς μεταβαλλόμενες. Αυτό, όμως, που παραμένει σταθερό για εμάς και βάσει αυτού κινούμαστε πάντα, είναι ότι όσον αφορά την εθνική μας κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, δεν επιτρέπεται κανενός είδους συμβιβασμός και υποχώρηση. Θα συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε τα συμφέροντά μας έχοντας ως πυξίδα τον πλήρη σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο, και ιδιαίτερα στο Δίκαιο της Θάλασσας».
Ακόμα για τα ελληνοτουρκικά ανέφερε πως «δυστυχώς η πολιτική της σημερινής Τουρκίας δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική της προσέγγισης με την Ευρώπη. Με τη νέο-οθωμανική επεκτατική πολιτική της έχει καταφέρει να έχει προβλήματα με το σύνολο, σχεδόν, των κρατών της άμεσης γειτονίας της. Οι τουρκικές ενέργειες είναι εντελώς απαράδεκτες, καταπατούν κάθε έννοια του Διεθνούς Δικαίου και της κοινής λογικής. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα μεταξύ πολλών ήταν η παρενόχληση, τον περασμένο Σεπτέμβριο, από την Τουρκία του ερευνητικού σκάφους “Nautical Geo”, το οποίο βρισκόταν εντός οριοθετημένης ελληνικής αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, 10 ναυτικά μίλια ανατολικά της Κρήτης, με τον ισχυρισμό ότι το εν λόγω σημείο αποτελεί τουρκική υφαλοκρηπίδα.
Οι προοπτικές εξομάλυνσης των σχέσεών μας με την Τουρκία θα υπήρχαν υπό την προϋπόθεση ότι η Τουρκία θα σεβαστεί το Διεθνές Δίκαιο, θα σταματήσει να απειλεί τη χώρα μας με πόλεμο, εάν αυτή ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά της, και να παραβιάζει βασικές διατάξεις του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Παρά το κλίμα έντασης που συνεχίζει να καλλιεργεί η Τουρκία τόσο στο πεδίο όσο και σε επίπεδο ρητορικής, θεωρούμε σκόπιμη τη διατήρηση ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας με τη γείτονα. Πρεσβεύουμε, όμως, μία υπό όρους Διεθνούς Δικαίου και Δικαίου της Θάλασσας συνεννόηση με την Τουρκία, στο πλαίσιο πάντοτε της πλήρους περιφρούρησης της κυριαρχίας μας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Αξίζει, επίσης, να τονισθεί, για μία ακόμη φορά, ότι η Ελλάδα δεν επιθυμεί να αποκλείσει την Τουρκία από τα περιφερειακά σχήματα συνεργασίας, βεβαίως εφόσον η Τουρκία εκπληρώσει τους όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής στα σχήματα αυτά. Γνωρίζουμε, άλλωστε, ότι ένα σημαντικό τμήμα της τουρκικής κοινωνίας εξακολουθεί να προσβλέπει στην ευρωπαϊκή της προοπτική. Όμως, “συναίνεση” της Ελλάδας σε παράλογα νέο-οθωμανικά αιτήματα είναι αδιανόητο να υπάρξει».
Θεωρεί πως «η ελληνική κυβέρνησή επιδίωξε την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών, που είναι άτυπες συνομιλίες, δεν είναι διαπραγματεύσεις, θέτοντας όμως ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για να μπορέσουν αυτές να επανεκκινήσουν.
Το πλαίσιο ήταν πάρα πολύ σαφές: Να μην υπάρχει ερευνητική δραστηριότητα εντός ελληνικής ΑΟΖ και σύμφωνα και με τις κατευθύνσεις που έχει δώσει το ίδιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, να συνεχίσουμε ουσιαστικά εκεί που σταματήσαμε τον Μάρτιο του 2016, να κάνουμε δηλαδή πρόοδο στο ζήτημα του καθορισμού της ΑΟΖ και της Υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και σε Ανατολική Μεσόγειο. Έχουμε πάντα μία ειλικρινή, εποικοδομητική διάθεση για τις διερευνητικές επαφές.
Ελπίζουμε ότι η Τουρκία θέλει αυτή την ομαλοποίηση όχι μόνο με την Ελλάδα, αλλά και με την Ευρώπη. Βεβαίως, πρέπει και η Άγκυρα να αποδείξει έμπρακτα ότι επιθυμεί έναν ειλικρινή και εποικοδομητικό διάλογο.
Αυτή την στιγμή, δυστυχώς, με υπαιτιότητά της, έχουμε διάλογο “κωφών”. Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η ελληνική πάγια θέση είναι ότι μπορούμε να συζητήσουμε για την Υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Δεν συζητάμε οτιδήποτε άλλο. Αν και εφόσον υπάρξουν συγκλίσεις, τότε θα υπάρξει σε μεταγενέστερο στάδιο είτε διαπραγμάτευση είτε συμφωνία για συνυποσχετικό για παραπομπή στη Χάγη. Αυτό ήταν και αυτό παραμένει πάντα το πλαίσιο. Είναι σαφές, είναι οριοθετημένο».