Γράφει η Άννα Λιάκου
Για την τέχνη δεν μιλάω ούτε σαν «κριτικός», ούτε σαν «καλλιτεχνολάγνος», όπως συνηθίζω να λέω. Ούτε αγαπώ να μισώ τους πάντες και να μου το ανταποδίδουν αλλά ούτε και ν’ αγαπώ τους πάντες. Εκτιμώ όμως κάθε αυθεντική προσπάθεια, σε ό,τι κι αν κάνει κάποιος, ασχέτως του προσωπικού γούστου μου. Μέχρις εκεί όμως.
Γι αυτό και ενθουσιάζομαι σπάνια. Είναι οι περιπτώσεις εκείνες που μια καλλιτεχνική έκφραση με κάνει να την βιώσω σαν παιδί. Με αθωότητα. Αυτή πιστεύω πως είναι έτσι κι αλλιώς η λυτρωτική σημασία της τέχνης. Να σε ξανακάνει αθώο!
Πριν λίγες μέρες, εδώ στη Θεσσαλονίκη, έγινε μια πρεμιέρα θεατρικής παράστασης στο θέατρο Αυλαία. Η ομάδα πίσω από αυτή την παράσταση είναι «το Θέατρο του Άλλοτε». Είναι γεγονός πως γι αυτή την ομάδα είχα ξανακούσει, αλλά δε την είχα παρακολουθήσει, πράγμα που έχω μετανιώσει οικτρά. Τελευταία και μετά από μια παράσταση που δημιούργησε πολύ καλές εντυπώσεις και δε κατάφερα να πάω γιατί ήταν sold out τις μέρες που μπορούσα, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να τους παρακολουθήσω στην επόμενη παράσταση που θα ανεβάσουν. Ήμουν πολύ τυχερή που η επόμενη ήταν πολύ κοντά και αφορούσε κάτι που κυριολεκτικά λατρεύω. Τον «κάτω κόσμο» δοσμένο μέσα από την παράδοση.
Αγαπώ ιδιαίτερα τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων από παιδί. Αγαπώ αυτό τον παράδοξο ρεαλισμό που κουβαλάει. Γι αυτό και δε θα πάω ποτέ κάπου να «μου φτιάξει η διάθεση». Λατρεύω να νιώθω όταν παρακολουθώ κάτι. Να συναισθάνομαι, ακόμη κι αν τα συναισθήματα είναι οδυνηρά γιατί είναι ένδειξη ζωής.
Γι αυτό και δεν φοβήθηκα να «χαλάσω» τη πολύτιμη διάθεση μου, ώστε να συναντήσω το «Χάρο» με τα μάτια μου. Πάντα τον θεωρούσα μια γοητευτική «οντότητα» άλλωστε.
Πήγα την επομένη της πρεμιέρας για να είμαι πιο ήσυχα. Με το που βλέπω τα σκηνικά… είμαι σίγουρη ότι δε θα κουνήσω βλέφαρο.
Τρία δημοτικά τραγούδια… «Γιατί είναι μαύρα τα βουνά», «Λυγερή στον Άδη» και «Του Νεκρού Αδερφού» μετατρέπονται σε μια εκπληκτική ιστορία. Το απόλυτο storytelling στο σανίδι.
Ονόματα δεν μου αρέσει να γράφω γιατί πάντα κάποιον ξεχνάς κι αυτό είναι άδικο. Είναι αδύνατο όμως να μην αναφέρω ότι «γκούγκλαρα» μανιωδώς το όνομα της κυρίας Μαρίας Ράπτη για να θυμάμαι που να πω ευχαριστώ γι αυτή την ιστορία, όπως το ίδιο ακριβώς έκανα και με το όνομα της κυρίας Βαρβάρας Δουμανίδου γι αυτή τη μοναδική σκηνοθεσία, για τον κόμπο που ανέβηκε στο λαιμό μου αυτή τη μιάμιση ώρα. Παραδέχομαι ότι αυτό που είδα ήταν εμπειρία.
Αξίζει να τη δείτε. Αυτό θέλω να το πω, έτσι απλά. Δεν θα γράψω τίποτα για τους ρόλους, τα κοστούμια και την πλοκή. Θέλω να τα δείτε όλα με τα δικά σας μάτια και κυρίως να τα νιώσετε. Το πώς αυτά τα πρόσωπα καταφέρνουν να γίνουν οικεία, πως οι χαρούμενες στιγμές ξαφνικά αλλάζουν, πως είναι να συμπονείς για την απώλεια, να λυπάσαι τη νιότη που έφυγε, να κόβεσαι όπως κόπηκε ο έρωτας επί σκηνής, να σπαράζεις μαζί με μια μάνα, να πονάς μαζί με παιδιά… Και μέσα σ’ όλα αυτά… σε βάζει στη θέση σου ο Χάρος.
Ήταν όλοι ΤΟΣΟ «εκεί» που δε μπορώ να τους φανταστώ σε άλλους χαρακτήρες, ήταν αυτοί που έλεγαν την ιστορία σε όλο το μεγαλείο της, με όλο το συναίσθημα της κάθε σκηνής να αποτυπώνεται στα πρόσωπα τους. Πόσο διαφορετικά πονούσαν «παλιά»; Πως χάνεις κάτι που δεν άγγιξες; Ήταν πιο πνιγηρά τα συναισθήματα; Πότε είναι το πραγματικό τέλος και τι λέει ο Χάρος για όλα αυτά που τον καταριόμαστε εις τους αιώνας των αιώνων;
Λέξεις ενός εκπληκτικού κειμένου αλλά μαζί κι ένας ρόλος χωρίς λόγια ισάξιος με όλα τα λόγια του κόσμου.
Η μουσική ζωντανή και τα δύο παιδιά που παίζουν είναι απόλυτα κομμάτια του έργου αυτού, νέοι άνθρωποι με παραδοσιακά όργανα σε μια ανεπανάληπτη κατ’ εμέ παράσταση που αξίζουν ένα μεγάλο μπράβο.
Όχι δεν είναι κυνισμός. Ρεαλισμός είναι. Ναι, υπάρχει η άμεση υπενθύμιση του πόνου, όχι οι εικόνες δεν είναι πιο σκληρές από της εικόνες της σημερινής τηλεόρασης, αυτό που σφίγγει τη καρδιά σου είναι ότι είσαι εκεί τη στιγμή που «συμβαίνουν». Τη βλέπεις τη μάνα που έχει χάσει το παιδί της, τον βλέπεις τον έρωτα που κόπηκε σαν άνθος αλλά δεν έχει βάζο να μπει, είναι εκεί ο όρκος που δε κρατήθηκε, η λησμονιά, το ανάθεμα της μάνας…
Ξαφνικά, κάποια πράγματα που διάβασες όσο ήσουν παιδί, που τα ανέλυσες μαζί με μια καθηγήτρια και ενώ αυτή προσπαθούσε να σου περάσει το συναίσθημα εσύ έτρωγες τα νύχια σου στο τελευταίο θρανίο, αποκτούν ζωή και νόημα. Εκείνο το συναίσθημα που κάποτε προσπαθούσε να σου περάσει η κοντούλα καθηγήτρια, τώρα σε πνίγει κι όλα δένουν μεταξύ τους, από το γλέντι στον πόνο, από το χορό στα κεριά και από το τραπέζι στο χώμα. Ο Χάρος εκεί σε όλο το μεγαλείο του, να σου υπενθυμίζει ότι χρειάζεσαι, τα είχα καλά μαζί του, τώρα τα έχω καλύτερα.
Δεν υπάρχει κορύφωση στη παράσταση για εμένα, όλη την ώρα ήμουν με τη τρίχα όρθια από τα πρώτα λεπτά μέχρι το τέλος.
Πριν ανάψουνε τα φώτα οι φίλες μου δίπλα μαζεύουν τα δάκρυα που πέσανε και τις κοιτάω διακριτικά… (η μια έλεγε θα κοιμηθεί, γιατί ήταν πτώμα, και η άλλη δεν ήθελε να έρθει για να μη χαλάσει και άλλο τη διάθεση της με αυτά τα «μαύρα έργα» που μας αρέσουν… σκέφτομαι και χαμογελάω).
Χειροκροτούν ενθουσιασμένες επί ώρα, όπως και όλοι στην αίθουσα.
-ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ, λέει η μια.
-ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΕΠΕΜΕΝΕΣ ΝΑ ΕΡΘΟΥΜΕ, λέει η άλλη, κι εγώ είμαι πλέον απόλυτα σίγουρη ότι αυτή τη παράσταση πρέπει να τη δούνε όλοι. Ξέρεις κάτι; Όσο πιο πεσμένος είσαι ψυχολογικά, ΤΟΣΟ πιο πολύ πρέπει να πάς να τη δεις.
Το «Θέατρο του Άλλοτε» είναι μια βραβευμένη ομάδα και μετά από τον «Κάτω Κόσμο» που είδαν τα μάτια μου το θεωρώ λογικό, παρ’ όλο που γενικότερα οι τίτλοι δεν είναι κάτι που μου «λέει» το οτιδήποτε. Χαίρομαι που άλλη μια φορά κάτι αξιόλογο «τρέχει» στη Θεσσαλονίκη (αν και για εμένα, να πω την αλήθεια, χαρακτηρίζεται πολύ πάνω από το αξιόλογο) και θα χαρώ ακόμα πιο πολύ να το δω και στην Αθήνα. Το αν θα σου αρέσει δεν είναι θέμα γούστου. Αυτό που σε κρατάει μακριά από μια απολαυστική θεατρική εμπειρία είναι απλά ο φόβος του τίτλου που σου ξυπνάει το άβολο…
Τίποτα δεν είναι βολικό στο σήμερα που ζεις και μόνο καλό κάνει να μεταφερθείς λίγο εκεί που ζούσαν ακόμα πιο ξεβολεμένα. Η φρίκη, ο πόνος, το γλέντι, η αγάπη και η λησμονιά είναι πάντα γύρω μας… Πάντα ήταν. Και πάντα θα’ ναι.
Η παράσταση θα διαρκέσει μέχρι τις 25 Μαΐου. Εννοείται πως θα ξαναπάω…