Η επιστροφή στην κανονικότητα, τα μηνύματα από τους δείκτες και οι νέες εκτιμήσεις. Η αύξηση των αποτιμήσεων στο ταμπλό και οι νέες προοπτικές που δημιουργούνται. Τι μπορεί να πάει… στραβά και να ανατραπεί το θετικό σενάριο.
Eπιστροφή στην κανονικότητα σημαίνει υψηλότερα επιτόκια, σφιχτότερη δημοσιονομική πολιτική και περιορισμός της απλόχερης προσφοράς χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες.
Παρ’ όλα αυτά, η παραπάνω διαδικασία αναμένεται να είναι σταδιακή και συνδυασμένη με μια τόνωση της διεθνούς ζήτησης, η οποία στην Ελλάδα θα λάβει κατά τα επόμενα χρόνια μεγαλύτερες διαστάσεις λόγω της εισροής μεγάλου ύψους κοινοτικών κονδυλίων.
Σ’ αυτό το περιβάλλον, οι επενδυτές του Χρηματιστηρίου καλούνται να συνεκτιμήσουν από τη μια πλευρά τις πολύ υψηλότερες τρέχουσες τιμές του ταμπλό και, από την άλλη, τα πολύ καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα που ανακοινώνονται, σε συνδυασμό με τις θετικότερες προοπτικές που διαγράφονται.
Σε κάθε περίπτωση, οι μέσοι δείκτες στο Χ.Α. που αναφέρονται σε P/E γύρω στο 20 και σε μέση μερισματική απόδοση των μη τραπεζικών μετοχών κοντά στο 2,8%, δεν παραπέμπουν σε «φούσκα», ενώ οι φετινές προοπτικές κερδοφορίας είναι σαφώς ανοδικές, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τριμηνιαία αποτελέσματα των εισηγμένων εταιρειών.
Οι επενδυτές αυτή την περίοδο προσπαθούν να προβλέψουν σωστά ποια θα είναι τελικά η κατάσταση στην (ελληνική και παγκόσμια) οικονομία μετά την «επιστροφή στην κανονικότητα», ως αποτέλεσμα των μαζικών εμβολιασμών.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι το μίγμα των θετικών εξελίξεων που επικρατούν αυτή την περίοδο, δεν θα διατηρηθεί μακροπρόθεσμα. Όσοι νόμιζαν ότι οι κυβερνήσεις θα μπορούν συνεχώς να φουσκώνουν τη ζήτηση με προγράμματα στήριξης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να χαλαρώνει για πάντα τους δημοσιονομικούς περιορισμούς και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να καλύπτει τα δανεικά των κρατών και να διατηρεί επ’ άπειρον τα επιτόκια στο μηδέν, κατάλαβαν ότι είχαν κάνει λάθος.
Όσοι επίσης είχαν αποκομίσει την εντύπωση ότι τα ξένα funds θα στριμώχνονται για πάντα στην Ελλάδα πιεσμένα από τα αρνητικά επιτόκια του εξωτερικού -λες και δεν υπάρχουν επενδυτικές τοποθετήσεις σε άλλες χώρες- για να αγοράσουν επιχειρήσεις, ακίνητα και κόκκινα δάνεια, άρχισαν να βάζουν νερό στο κρασί τους. Ήδη οι τράπεζες το αντιλήφθηκαν έγκαιρα (βλέπε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου), όπως επίσης και αρκετοί επιχειρηματίες, που σπεύδουν να προχωρήσουν έγκαιρα σε deals εκμεταλλευόμενοι τη συγκυρία.
Πόσο, όμως, όλα αυτά μπορούν να επηρεάσουν τις τιμές των μετοχών; Χαρακτηριστικά είναι τα όσα υποστηρίζει γνωστός αναλυτής: «Κανονικότητα δεν είναι ούτε τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, ούτε οι πανύψηλοι δείκτες δημόσιου χρέους, ούτε τέλος η εκτίναξη της προσφοράς χρήματος που οδηγεί σε αρνητικά επιτόκια, άρα λοιπόν θεωρείται βέβαιο ότι όλα αυτά θα σταματήσουν. Το κόστος του χρήματος για κράτη και επιχειρήσεις θα αυξηθεί, οι δημοσιονομικές δαπάνες θα συμμαζευτούν και οι κεντρικές τράπεζες θα αρχίσουν να ξαναμαζεύουν τμήμα της υπερβάλλουσας ρευστότητας που διοχέτευσαν στην αγορά. Αν δεν γίνουν όλα αυτά, τότε θα δούμε προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα (ήδη παρατηρούμε πανύψηλες τιμές πρώτων υλών), έντονες πληθωριστικές πιέσεις και ένα παγκόσμιο δανεισμό που δεν θα μαζεύεται με τίποτε.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκη και ένα πτωτικό μεσομακροπρόθεσμο σημάδι για τα διεθνή χρηματιστήρια και ιδίως για το ελληνικό:
Πρώτα απ’ όλα γιατί η όποια άνοδος των επιτοκίων και μείωση της προσφοράς χρήματος δεν θα γίνει αύριο, αλλά μόνο σε βάθος χρόνου (μάλλον δύο-τριών ετών), όπως άλλωστε υπονόησε σαφώς και η διοικητής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ. Άρα οι όποιες αλλαγές και επιβαρύνσεις επιτοκίων θα είναι σαφώς περιορισμένες, ιδιαίτερα για το ελληνικό Δημόσιο που δεν έχει μεγάλες αποπληρωμές δόσεων την επόμενη πενταετία.
Δεύτερον, όλα αυτά θα συμβούν από τη στιγμή που η πραγματική οικονομία θα σημειώνει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι εισηγμένες π.χ. του Χ.Α. μπορεί σε τρία χρόνια από σήμερα να πληρώνουν υψηλότερους τόκους, αλλά από την άλλη πλευρά θα δρουν σε ένα περιβάλλον αυξημένης ζήτησης, παράγοντας άλλωστε που είναι και ο πλέον κρίσιμος. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις εισηγμένες εταιρείες στο Χ.Α., περίπου η μία στις πέντε έχει αρνητικό καθαρό δανεισμό και άλλες περισσότερες από δύο στις πέντε πολύ χαμηλές υποχρεώσεις. Μιλάμε για την πλειονότητα των εταιρειών που θα επιβαρυνθεί λίγο σε περίπτωση ακόμη και μιας μεγάλης ανόδου των επιτοκίων, ενώ αντίθετα θα ωφεληθεί πολύ περισσότερο από την τόνωση της ζήτησης.
Και τρίτον (και ίσως σπουδαιότερο), επειδή μέσα στην επόμενη εξαετία η Ελλάδα αναμένεται να απορροφήσει πολύ υψηλούς κοινοτικούς πόρους για επενδύσεις, οι οποίοι όχι μόνο θα δώσουν δουλειές σε πολλές επιχειρήσεις, αλλά θα μπορέσουν -αν χρησιμοποιηθούν σωστά- να ανεβάσουν επίπεδο στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας. Αναμένεται δηλαδή να συνεχιστεί στη χώρα η διαδικασία μεγάλης αναβάθμισης των υποδομών της που έχει ξεκινήσει εδώ και κάποια χρόνια και περιλαμβάνει τα οδικά δίκτυα, τις συγκοινωνίες, τον εκσυγχρονισμό των αεροδρομίων, την αναβάθμιση των λιμένων, την ψηφιοποίηση του ελληνικού Δημοσίου, την απολιγνιτοποίηση στο μέτωπο της ενέργειας, ενδεχομένως τα ναυπηγεία και τόσα άλλα».
Οι αιτίες της αβεβαιότητας
Ωστόσο, παράγοντες της χρηματιστηριακής αγοράς δεν φοβούνται τόσο ένα περιβάλλον πληθωρισμού και ανοδικών επιτοκίων που τείνει να δημιουργηθεί, όσο αυτό σε συνδυασμό με τις πολύ υψηλές τιμές των μετοχών στα διεθνή χρηματιστήρια. Έτσι, δεν αποκλείουν αναταράξεις οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν βραχυμεσοπρόθεσμα και την ελληνική χρηματιστηριακή αγορά.
«Είναι αβέβαιο το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Αν π.χ. όπως φαίνεται ξεκινήσουν οι ΗΠΑ την άνοδο των επιτοκίων και η Ευρωζώνη ακολουθήσει με διαφορά ενός ή δύο ετών, τότε θα δούμε πιθανότατα το δολάριο σε ψηλότερα επίπεδα, γεγονός που θα βοηθήσει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Κάτι τέτοιο θα ευνοούσε και την ελληνική οικονομία, στα μέτωπα του τουρισμού, των εξαγωγών και της παραγωγής προϊόντων που είναι αποτιμημένα σε δολάρια.
Αν επίσης δεχτούμε ότι μια αξιοσημείωτη άνοδος των αμερικανικών επιτοκίων θα μεταφέρει κεφάλαια στις ΗΠΑ, πόσο πολύ και πόσο μακροπρόθεσμα θα μπορούσαν να επηρεαστούν τιμές μετοχών που δίνουν μερισματικές αποδόσεις ανάλογες με τα yields που θα προσφέρουν οι αμερικανικοί κρατικοί τίτλοι και μάλιστα σε μια οικονομία που κινείται με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης;», αναρωτιέται έτερος γνωστός Έλληνας αναλυτής.
Η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά
Με δεδομένο ότι ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. δεν προσφέρει μια αντιπροσωπευτική εικόνα για την πορεία της χρηματιστηριακής αγοράς, χρειάζεται πολλές φορές να υπάρχει μια εξέταση των αποτιμήσεων και των δεικτών σε μια περισσότερο αναλυτική βάση. Έτσι:
Με βάση την εκτίμηση ότι οι φετινές χρηματικές διανομές των εισηγμένων εταιρειών θα κυμανθούν γύρω στο 1,5 δισ. ευρώ (έχει ήδη ανακοινωθεί από τις εισηγμένες ποσό ύψους 1,248 δισ. ευρώ και έπεται συνέχεια), προκύπτει μια μέση μερισματική απόδοση για τις μη τραπεζικές εισηγμένες της τάξεως του 2,8% (συμπεριλαμβανομένων και των εταιρειών που δεν διανέμουν μερίσματα και δεν προχωρούν σε επιστροφές κεφαλαίου). Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα προβλέψεις, το 2022 θα διανεμηθεί υψηλότερο ποσό χρηματικών διανομών και η μέση μερισματική απόδοση θα κυμανθεί σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα.
Ο μέσος δείκτης P/E των κερδοφόρων εταιρειών του Χ.Α. υπολείπεται του 20 με βάση τα κέρδη του 2020.
Μεγάλη βελτίωση οικονομικών επιδόσεων για τις εισηγμένες εταιρείες παρατηρείται στα αποτελέσματα του πρώτου φετινού τριμήνου σε σύγκριση με τα αντίστοιχα περσινά. Πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν εξαγωγικοί όμιλοι (π.χ. Τιτάν, ElvalHalcor, Cenergy, Viohalco, Coca-Cola HBC, Πλαστικά Θράκης), η πληροφορική (π.χ. Entersoft, Epsilon Net, Quest Holdings), αλλά και πολλές άλλες εισηγμένες όπως π.χ. οι Sarantis, Autohellas, Πλαίσιο, Πετρόπουλος και ΙκτίνοςΙΚΤΙΝ -0,43% Μάρμαρα και Παπουτσάνης. Όπως αναμένεται (λόγω και της πολύ χαμηλής επίδοσης του δεύτερου περυσινού τριμήνου κατά την περίοδο του lock down), το φετινό ποσοστό αύξησης των εταιρικών κερδών θα εμφανιστεί ακόμη μεγαλύτερο στα εξαμηνιαία αποτελέσματά τους.
Στα θετικά σημεία των καιρών συγκαταλέγεται και η υλοποίηση πολλών deals έναντι τιμημάτων που έχουν αρχίσει να ανεβαίνουν. Η όλη κινητικότητα που λαμβάνει χώρα σε όλο το φάσμα των επιχειρηματικών κλάδων, δημιουργεί μια νέα δυναμική στην οικονομία και συνήθως συνοδεύεται και από κεφάλαια που προέρχονται από το εξωτερικό.
H ουσία είναι ότι η πλειονότητα των μετοχών έχει καταγράψει πολύ σημαντικά κέρδη κατά το τελευταίο εξάμηνο και πολύ μεγαλύτερα κατά την τελευταία πενταετία. Οι τρέχουσες αποτιμήσεις… ζαλίζουν τους μακροπρόθεσμους επενδυτές που ήταν τοποθετημένοι στο Χ.Α., καθώς πολύ συχνά είναι πολλαπλάσιες από αυτές του 2016 ή του 2012. Από την άλλη πλευρά, οι επενδυτές καλούνται να συνεκτιμήσουν τόσο τα πολύ υψηλότερα κέρδη που επιτυγχάνουν σήμερα οι ίδιες εταιρείες, όσο και τις καλύτερες προοπτικές που διαφαίνονται.