Γράφει ο Μηνάς Περάματζης*
Ο μικρός Νικόλας περίμενε υπομονετικά την παρουσιάστρια να τελειώσει με την αποφώνηση του δελτίου προκειμένου να πάρει απάντηση στην ερώτησή του.
– Μα γιατί πρέπει οι “μεγάλοι” να αποφασίζουν για μας, ξαναρώτησε απορημένος ο μικρός Νικόλας.
– Μα γιατί οι “μεγάλοι” πάντα ξέρουν περισσότερα, του αποκρίθηκε ο πατέρας του.
– Και γιατί αυτό;
– Είναι λογικό αφού οι “μεγάλοι” στα χρόνια αυτά που τους χωρίζουν έχουν δει και έχουν ζήσει περισσότερα.
Ο Νικόλας έμοιαζε να το σκέφτεται λίγο και ξαναρώτησε.
– Μπαμπά, μήπως ξέρεις ποιος ανακάλυψε το τηλέφωνο;
– Μα βέβαια, απάντησε γεμάτος αυτοπεποίθηση. Ο Αλεξάντερ Γράχαμ Μπελ!
– Και γιατί δεν το ανακάλυψε ο μπαμπάς του, ξαναρώτησε πονηρά ο Νικόλας.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και πρώτη φορά ο κ. Γιώργος έτρεξε τόσο πρόθυμα να το σηκώσει.
Το νόημα από το συγκεκριμένο απόσπασμα που αποτελεί προσαρμοσμένη μεταφορά από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι με τίτλο “Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης”, αποδίδει παραστατικά αυτό που συνέβη. Πριν από περίπου μια βδομάδα η χώρα που εγώ μαζί με πολλούς άλλους γνωρίσαμε ως ένα πολύχρωμο μωσαϊκό λαών, κουλτούρας και πολιτισμού αποφάσισε να κλείσει τις πύλες της. Ίσως γιατί στον συνταξιούχο από το Σάντερλαντ που τα τελευταία χρόνια έχει υποστεί της συνέπειες της διαρκούς συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, λόγω των ασκούμενων πολιτικών των Συντηρητικών και όχι της Ε.Ε., να μην έχει άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητά του αυτή η αδιάκοπη ανταλλαγή ιδεών, κεφαλαίων και ανθρώπων που συντελείται στο Λονδίνο. Ή τουλάχιστον αυτό πιστεύει. Το αποτέλεσμα μπορεί επίσης να οφείλεται στα έωλα επιχειρήματα που απευθύνονταν στο θυμικό του λαού για μια κακώς εννοούμενη “βρετανικότητα” προερχόμενα από πολιτικούς που μόνο σκοπό είχαν να ανέλθουν στην κομματική ιεραρχία και να βρεθούν με όποιο κόστος στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής. Μπορεί να είναι όλα μαζί ή και τίποτα από τα παραπάνω. Σημασία έχει πως για άλλη μια φορά γίναμε μάρτυρες της αλαζονείας μιας γενιάς που παίρνει αποφάσεις που υποθηκεύουν το μέλλον των επόμενων.
Σύμφωνα με μετρήσεις στο πρόσφατο δημοψήφισμα της Μεγάλης Βρετανίας, ήταν οι “μεγάλοι” που αποφάσισαν για τις νεότερες γενιές την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Συγκεκριμένα, το 48% των Βρετανών ηλικίας 50-64 ψήφισαν υπέρ της εξόδου, με το ποσοστό αυτό να ανεβαίνει ακόμα περισσότερο στο 60% για όσους είναι άνω των 65 ετών. Αντιθέτως, στους νέους μεταξύ 18-24 ετών το ποσοστό αυτό μετά βίας έφτασε το 20% ενώ τα πράγματα ήταν πιο ισορροπημένα στις ηλικίες 25-49 όπου το 45% ψήφισε υπέρ της παραμονής και το 39% κατά. Ωστόσο ήταν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ψηφοφόροι που έκριναν το αποτελέσμα προσερχόμενοι με συνέπεια στις κάλπες, παρά το γεγονός πως θεωρητικά είχαν λιγότερα να χάσουν από μια ενδεχόμενη έξοδο από την Ε.Ε., με τους πιο νεαρούς να απέχουν μαζικά.
Απέναντι στην γενιά που τα επόμενα δύο χρόνια θα δει να χάνονται τα προνόμια μιας ευρωπαϊκής υπηκοότητας που θεωρούσε δεδομένα, καθώς αποτελούσαν κεκτημένα δεκαετιών, όπως η ελευθερία στην μετακίνηση και στην εργασία σε οποιοδήποτε από τα 28 κράτη-μέλη, οι baby boomers θα πρέπει πραγματικά να προσπαθήσουν πολύ προκειμένου να εξηγήσουν επαρκώς με ποιο δικαίωμα πήραν μια απόφαση με τόσο μόνιμα χαρακτηριστικά για όλα τα μέλη αυτής της κοινωνίας.
Με τον παραπάνω όρο χαρακτηρίζονται διεθνώς όσοι γεννήθηκαν μεταξύ του 1946 και του 1964, οπότε και παρατηρήθηκε η πρώτη έκρηξη σε γεννήσεις ακριβώς μετά το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι η γενιά που χάρη σε αυτήν την χρονική συγκυρία είχε πρώτη πρόσβαση σε πραγματικά δωρεάν παιδεία, απόλαυσε έντονη κοινωνική κινητικότητα, επωφελήθηκε από τις χαμηλές τιμές στα ακίνητα και εξασφάλισε συντάξεις που οι νεότεροι μόνο στα όνειρά τους θα δουν. Αυτή η διεύρυνση της πρόσβασης σε θέσεις απασχόλησης και εξουσίας, σε συνδυασμό με την συνεπακόλουθη αύξηση του βιοτικού επιπέδου, αλλά φυσικά και η συμμετοχή τους σε κοινωνικά κινήματα που διαμόρφωσαν τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, ενδεχομένως να δημιούργησε την αίσθηση μιας “ξεχωριστής” γενιάς. Σε αυτήν όμως την προσπάθεια ανάδειξής τους ως την πιο εύπορη και προνομιούχο μέχρι την δική τους εποχή γενιά, λίγο συνειδητοποίησαν τις επιπτώσεις για τις νεότερες καθώς αυτά που τους έφεραν ευημερία, όπως οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και η φούσκα των ακινήτων, τα ίδια θα υποθήκευαν το μέλλον των παιδιών τους.
Ακόμη πιο βαριά κληρονομιά από το χρέος που δημιούργησαν και που από εδώ και πέρα θα βαραίνει τις πλάτες των επόμενων γενεών, είναι ο εμποτισμός του δημόσιου βίου με μια ρητορική μίσους και μια διχαστική διάθεση που σιγά σιγά διαβρώνει ολόκληρη την κοινωνία. “Εμείς ή αυτοί” φαίνεται να είναι το σύνθημα της εποχής μας. Δημόσιοι υπάλληλοι εναντίον ιδιωτικών, συνταξιούχοι απέναντι σε φοιτητές και πάνω από όλους κυβερνήσεις που αντί να φροντίζουν για το κοινό καλό, ασκούν “ταξικές πολιτικές” υπερασπιζόμενες την κομματική τους πελατεία, αποσκοπώντας στην βραχυπρόθεσμη εξυπηρέτηση ατομικών μικροσυμφερόντων, με στόχο να διατηρηθούν στην εξουσία.
Ίσως τελικά κάτι τέτοιο να χρειαζόταν προκειμένου να πάρουμε ένα μάθημα ως γενιά και να σταματήσουμε να παραμένουμε απαθείς όσο άλλοι αποφασίζουν για το μέλλον μας. Οι νεότεροι έχουμε γυρίσει τις πλάτες σε ένα πολιτικό σύστημα που ξέρουμε καλά πως λίγο ενδιαφέρεται για τα συμφέροντά μας.
Γιατί να νοιάζεται άλλωστε;
Όσο απέχουμε από τις κάλπες και παίρνουμε αποστάσεις από την πολιτική εν γένει, τόσο οι πολιτικοί θα αισθάνονται πως δεν μας χρειάζονται και θα μας αγνοούν, λαμβάνοντας αποφάσεις στα πλαίσια συντεχνιακών συμφερόντων χάριν ψήφων και μιας κομματικής μονομέρειας. Έτσι κανείς δεν κερδίζει, πλην μόνον εκείνων που νέμονται την εξουσία, αδιαφορώντας για το όφελος και την ευημερία του κοινωνικού συνόλου.
*Ο Μηνάς Περάματζης είναι οικονομολόγος