Νέα μέτρα στήριξης: Το υπουργείο Οικονομικών και η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμούν πως το έλλειμμα του 2022 θα είναι τελικά κατά 1,2 δισ. ευρώ μικρότερο από όσο προέβλεπε ο προϋπολογισμός, γεγονός που δημιουργεί για φέτος δημοσιονομικό χώρο προς αξιοποίηση και για νέα μέτρα στήριξης.
Σύμφωνα με πηγή της ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών, ένα μέρος τουλάχιστον του νέου δημοσιονομικού χώρου θα διαφυλαχθεί και στον βαθμό που είναι μόνιμο θα κατευθυνθεί στα προγραμματικά μέτρα της επόμενης τετραετίας.
Οι ανακοινώσεις για νέες παρεμβάσεις αναμένονται προς το τέλος του Φεβρουαρίου όταν η εικόνα για την πορεία της οικονομίας θα είναι πιο καθαρή. Ωστόσο, δεν είναι σίγουρο το εάν θα διατεθούν στο σύνολό τους τα προαναφερόμενα 1,2 δισ. ευρώ του δημοσιονομικού χώρου.
Τα μέτρα που εξετάζονται περιλαμβάνουν:
- Η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
- Η παράταση έως το τέλος του χρόνου του μειωμένου ΦΠΑ σε εστίαση, τουρισμό και μεταφορές.
- Μια έκτακτη ενίσχυση σε χαμηλόμισθους, εν είδει δώρου Πάσχα.
- Μια πρόσθετη έκτακτη ενίσχυση των συνταξιούχων με προσωπική διαφορά, που δεν είδαν αυξήσεις στις συντάξεις τους.
Ο αριθμός των δικαιούχων της επιταγής ακρίβειας θα κρίνει και το ύψος της παροχής με το επικρατέστερο σενάριο να αφορά επίδομα που, είτε κλιμακώτα, είτε όχι θα κυμαίνεται από 250 έως 300 ευρώ.
Νέα μέτρα στήριξης: Αναλυτικά το πλάνο της κυβέρνησης
Όπως ανέφερε η ΕΡΤ, για περίπου 900.000 συνταξιούχους μελετώνται κλιμακωτές παροχές ως επίδομα προσωπικής διαφοράς, καθώς έχασαν την αύξηση του 7,75% στη σύνταξή τους. Μάλιστα, την έκτακτη οικονομική ενίσχυση δεν θα λάβουν μόνο οι χαμηλοσυνταξιούχοι που δεν πήραν αύξηση στη σύνταξή τους το 2023 λόγω θετικής προσωπικής διαφοράς, αλλά και όσοι πήραν αύξηση αλλά ήταν περιορισμένη. Εκτός της έκτακτης εφάπαξ παροχής αναμένεται να μείνουν μόνο 50.000 – 100.000 συνταξιούχοι με εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ το χρόνο, οι οποίοι μπορεί να μην έλαβαν αύξηση, αλλά ωφελήθηκαν σημαντικά από την κατάργηση της φορολογικής εισφοράς αλληλεγγύης, κερδίζοντας μεσοσταθμικά 255 ευρώ το χρόνο.
Για τα οικονομικά ευάλωτα νοικοκυριά σχεδιάζεται άμεση εισοδηματική ενίσχυση 350 ευρώ με τη μορφή επιδόματος Πάσχα. Στην «ομπρέλα» του επιδόματος θα βρεθούν δικαιούχοι αναπηρικών επιδομάτων χωρίς εισοδηματικά κριτήρια, ανασφάλιστοι υπερήλικες, δικαιούχοι του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, μακροχρόνια άνεργοι.
Στο μέτωπο των ληξιπρόθεσμων χρεών, προκρίνεται η αναβίωση παλαιών ρυθμίσεων των 100 ή 120 δόσεων καθώς και του πλαισίου των 36 έως 72 δόσεων της περιόδου της πανδημίας μόνο για τους φορολογούμενους που τις έχασαν και εφόσον καταβάλλουν συγκεκριμένο αριθμό από τις οφειλόμενες δόσεις προκειμένου να επανενταχθούν στο διακανονισμό. Δεν έχει εγκαταλειφθεί ακόμα και το σενάριο του αυξημένου επιτοκίου για όσους επανενταχθούν. Επίσης στο τραπέζι βρίσκεται σχέδιο για ένταξη σε 36 έως 72 δόσεις των χρεών που δημιουργήθηκαν στο διάστημα της ενεργειακής κρίσης με τη περίμετρο των δικαιούχων να καθορίζεται με εισοδηματικά κριτήρια και η διάρκεια εξόφλησης να είναι κλιμακούμενη ανάλογα με το ύψος της συνολικής οφειλής.
Στο φορολογικό μέτωπο, η μείωση της προκαταβολής φόρου βρίσκεται στην «πρώτη γραμμή». Η προκαταβολή κυμαίνεται από 55%-100%. Για φυσικά πρόσωπα με επιχειρηματική δραστηριότητα η προκαταβολή φόρου είναι 55%, για νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες 80% και για τις τράπεζες 100%. Η προκαταβολή φόρου μειώνεται στο μισό, όταν υποβάλλεται δήλωση για πρώτη φορά από φυσικό πρόσωπο που αποκτά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα. Ένα από τα σενάρια που είναι στο τραπέζι, προβλέπει μία μείωση της προκαταβολής φόρου για φέτος.
Για τις ασφαλιστικές εισφορές, εξετάζεται περαιτέρω μείωσή τους, κατά 0,6% (ποσοστό το οποίο θα επιμεριστεί ισόποσα σε εργαζόμενο και εργοδότη) ακόμη και μέσα στο 2023. Από το 2019 έως και το τέλος του 2022 οι ασφαλιστικές εισφορές μειώθηκαν κατά 4,4 μονάδες στον ιδιωτικό τομέα για εργοδότες και εργαζόμενους, έναντι 5 μονάδων που είχε δεσμευθεί στις προγραμματικές δηλώσεις της η κυβέρνηση.
Επίσης, η νέα φορολογική κλίμακα, με μειώσεις στους ενδιάμεσους συντελεστές για την ελάφρυνση της μεσαίας τάξης καθώς και η μείωση του τέλους επιτηδεύματος (30% έως 50%) είναι δύο από τα μόνιμα φορολογικά μέτρα που εξετάζονται.