Λίγα 24ωρα μετά την ανακοίνωση της δημιουργίας μιας σούπερ προηγμένης μνήμης ηλεκτρονικών υπολογιστών για χρήση στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης παρουσιάζεται ένας ακόμη νέος τύπος μνήμης ηλεκτρονικών υπολογιστών για χρήση στη βιομηχανία της τεχνητής νοημοσύνης ο οποίος σχεδιάστηκε για να είναι εξαιρετικά φιλικός στο περιβάλλον.
Ερευνητές ανέπτυξαν έναν νέο τύπο μνήμης ηλεκτρονικών υπολογιστών (συσκευές και αποθηκευτικά μέσα) που λένε ότι θα μπορούσε να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας της τεχνητής νοημοσύνης κατά τουλάχιστον χίλια τοις εκατό σε σχέση με τις υπάρχουσες συσκευές μνήμης.
Η νέα συσκευή ονομάζεται υπολογιστική μνήμη τυχαίας πρόσβασης (CRAM) και εκτελεί υπολογισμούς απευθείας μέσα στα κελιά μνήμης της εξαλείφοντας την ανάγκη μεταφοράς δεδομένων σε διαφορετικά μέρη ενός υπολογιστή.
Στην παραδοσιακή πληροφορική, τα δεδομένα μετακινούνται συνεχώς μεταξύ του επεξεργαστή (όπου υποβάλλονται σε επεξεργασία τα δεδομένα) και της μνήμης (όπου αποθηκεύονται τα δεδομένα), στους περισσότερους υπολογιστές αυτή είναι η μονάδα RAM. Αυτή η διαδικασία είναι ιδιαίτερα ενεργοβόρος σε εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, οι οποίες συνήθως περιλαμβάνουν πολύπλοκους υπολογισμούς και τεράστιες ποσότητες δεδομένων.
Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας για την τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να διπλασιαστεί από 460 τεραβατώρες (TWh) το 2022 σε 1.000 TWh το 2026 ισοδύναμη με τη συνολική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας της Ιαπωνίας.
Η ενέργεια
Σε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «npj Unconventional Computing», οι ερευνητές απέδειξαν ότι το CRAM μπορούσε να εκτελέσει βασικές εργασίες τεχνητής νοημοσύνης όπως η βαθμωτή πρόσθεση και ο πολλαπλασιασμός πινάκων σε 434 νανοδευτερόλεπτα, χρησιμοποιώντας μόλις 0,47 μικροτζάουλ ενέργειας. Αυτή είναι περίπου 2,500 φορές λιγότερη ενέργεια σε σύγκριση με τα συμβατικά συστήματα μνήμης που έχουν ξεχωριστά στοιχεία λογικής και μνήμης, είπαν οι ερευνητές.
Η έρευνα, η οποία διήρκεσε 20 χρόνια, έλαβε οικονομική υποστήριξη από τον Οργανισμό Προηγμένων Ερευνητικών Προγραμμάτων Άμυνας των ΗΠΑ (DARPA), καθώς και από το Εθνικό Ινστιτούτο Προτύπων και Τεχνολογίας, το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών και την αμερικανικό τεχνολογικό κολοσσό Cisco.
Πηγή Naftemporiki.gr