Ανταπόκριση από το Βερολίνο: Γιώργος Ευγενίδης
Και ξαφνικά, από την Καγκελαρία βγήκε λευκός καπνός. Οι μέχρι πρότινος έχοντες σημαντικές διαφορές Μέρκελ (Καγκελάριος), Γκάμπριελ (αντικαγκελάριος) και Ζέεχοφερ, (πρωθυπουργός της Βαυαρίας, πρόεδρος του αδερφού κόμματος του CDU, CSU) συμφώνησαν επί του πώς θα αναχαιτιστεί η μεταναστευτική κρίση στη Γερμανία. Το βασικό ερώτημα που ήδη πλανάται από το βράδυ της Πέμπτης πάνω από το Βερολίνο είναι, αν αυτό το σχέδιο θα είναι εφαρμόσιμο ή εν τέλει θα το ξεπεράσει ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός των προσφύγων που καταφθάνουν στη Γερμανία.
Ένα σημαντικό σημείο της συμφωνίας είναι πως δεν θα υπάρχουν οι transit zones, όπως γράφαμε στο προηγούμενο σημείωμα. Αυτές οι μεταβατικές ζώνες μπορεί να είχαν συμφωνηθεί στη συνάντηση Μέρκελ-Ζέεχοφερ στην Καγκελαρία την Κυριακή και να είχαν αποτυπωθεί σε ένα κοινό, εξασέλιδο κείμενο θέσεων, πλην όμως το SPD του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ είχε σφοδρές ενστάσεις. Επιφανή στελέχη του κόμματος, τόσο κοινοβουλευτικά όσο και εκπρόσωποι των γερμανικών κρατιδίων, εξέφραζαν επιφυλάξεις πως αυτές οι μεταβατικές ζώνες θα μετατρέπονταν πολύ γρήγορα σε στρατόπεδα κράτησης, όπως ήταν η Αμυγδαλέζα στα ελληνικά πρότυπα. Πλέον, μετά τη συνάντηση της Πέμπτης στην Καγκελαρία, transit zones δεν υπάρχουν πια στο προσκήνιο. Αντ’ αυτών, υπάρχουν κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης προσφύγων, στα οποία θα λαμβάνει χώρα και η διαδικασία ταυτοποίησης και παροχής ασύλου, αλλά παράλληλα και η διαδικασία της επαναπροώθησης. Αυτό άλλωστε είναι και το κέρδος του CDU, η επιτάχυνση της διαδικασίας επαναπροώθησης όσων δεν δικαιούνται άσυλο.
Επί της ουσίας, η Γερμανία κάνει έναν διαχωρισμό μεταξύ των όσων εισέρχονται στο έδαφός της. Άνθρωποι από τη Συρία, το Αφγανιστάν και Ιράκ έχουν μεγάλες πιθανότητες να λάβουν άσυλο, μιας ο τόπος καταγωγής τους δεν θεωρείται ασφαλής. Αντίθετα, άνθρωποι που εισέρχονται στη Γερμανία από τα Δυτικά Βαλκάνια έχουν μεγάλες πιθανότητες, όταν φτάσουν σε αυτά τα κέντρα υποδοχής, να κρατηθούν και να επαναπροωθηθούν άμεσα, υπό την αίρεση πως η περιοχή από την οποία προέρχονται δεν θεωρείται εστία πολέμου. Ο αρχικός σχεδιασμός προβλέπει 3-5 κέντρα σε όλη τη Γερμανία, ενώ τα πρώτα δύο δρομολογούνται ήδη με επίκεντρο τις περιοχές του Bamberg και του Manching, στη Βαυαρία, η οποία και δέχεται πρώτη τον τεράστιο όγκο προσφύγων που εισέρχονται από τα χερσαία σύνορα με την Αυστρία και την Τσεχία.
Όλοι μπορούν να πουν πως κάτι κέρδισαν μετά από αυτή την τριμερή. Το SPD πέτυχε να μην υπάρχουν φράχτες και συνθήκες κράτησης στα κέντρα υποδοχής και φυσικά απέκρουσε τις transit zones. CDU και CSU πήραν τη γρηγορότερη διαδικασία επαναπροώθησης και τα δύο κέντρα στη Βαυαρία, πεδίο ενδιαφέροντος του Ζέεχοφερ. Με άλλα λόγια, όλοι είναι κερδισμένοι από αυτή τη συμφωνία. Ή μήπως θα χρειαστεί γρήγορα να επανασχεδιάσουν την πολιτική τους;
Η αλήθεια είναι πως οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Ο ΟΗΕ υπολογίζει πως οι πρόσφυγες αυξάνονται με αλματώδη ρυθμό, ενώ ο αριθμός των 800.000 προσφύγων που είχε θέσει ως στόχο η Γερμανία μοιάζει να είναι απολύτως ουτοπικός. Μέχρι στιγμής έχουν καταγραφεί πάνω από 700.000 πρόσφυγες και η ροή συνεχίζεται με καθημερινά νέα ρεκόρ εισροής. Με απλά λόγια, ελάχιστοι πιστεύουν πως ο τελικός αριθμός προσφύγων στη Γερμανία για το 2015 δεν θα υπερβεί το 1.000.000, ιδίως την ώρα που αυξάνονται οι εισροές και από το Αφγανιστάν (κυρίως) και το Ιράκ, πέραν της Συρίας. Μάλιστα, οι αρμόδιες αρχές του ΟΗΕ υπολογίζουν πως μέχρι τον Φεβρουάριο του 2016, περίπου μισό εκατομμύριο πρόσφυγες θα έχουν φτάσει στη Γερμανία. Μιλάμε δηλαδή για τρομακτικούς αριθμούς, τους οποίους και η ίδια η Γερμανία μπορεί πολύ δύσκολα πλέον να διαχειριστεί, μιας και οι τοπικοί άρχοντες από τα κρατίδια έχουν προειδοποιήσει πως είναι στα όρια των δυνατοτήτων τους, παρά την κυβερνητική δέσμευση για αποδέσμευση περισσότερων κονδυλίων για την αντιμετώπιση του όζοντος προβλήματος.
Με άλλα λόγια, αν η Τουρκία δεν κάνει κάτι για να ανακόψει τις ροές από το εσωτερικό της και αυτές συνεχιστούν αδιάκοπα, τότε δεν θα τίθεται καν το ερώτημα, αν η εν λόγω πολιτική συμφωνία κορυφής θα κρατήσει. Το ερώτημα θα μεταβληθεί άμεσα, πιο γρήγορα απ’ όσο φοβούνται στο Βερολίνο, στο πόσο θα κρατήσει η εν λόγω πολιτική, πριν επανασχεδιαστεί εκ νέου.