Οι κατασκευαστές του διάσημου αλλά και μυστηριώδους μνημείου του Στόουνχεντζ, φαίνεται πως κατάγονταν από τα παράλια της Μικράς Ασίας και την Ανατολία, σύμφωνα με μια νέα γενετική έρευνα.
Οι πρόγονοι των κατασκευαστών του Στόουνχεντζ ήσαν αγρότες που, ξεκινώντας το ταξίδι τους προς τα δυτικά από την περιοχή της σημερινής Τουρκίας και της ανατολικής ακτής του Αιγαίου, αφού διέσχισαν τη Μεσόγειο, έφθασαν στην Ιβηρική και από εκεί -μέσω Γαλλίας- κατέληξαν στη Βρετανία περίπου το 4.000 π.Χ.
Γρήγορα, λόγω και του πολύ μεγαλύτερου αριθμού τους, αντικατέστησαν τους ντόπιους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, με εξαίρεση τη Δυτική Σκωτία. Οι απόγονοί τους κάποια στιγμή, περί το 3.000 π.Χ., άρχισαν να κτίζουν το μνημείο του Στόουνχεντζ, για λόγους που δεν είναι απολύτως σαφείς μέχρι σήμερα.
Ανέλυσαν το DNA 47 σκελετών
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ίαν Μπαρνς του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου και τον Μαρκ Τόμας του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Nature Ecology & Evolution”, σύμφωνα με το BBC και τη βρετανική «Ιντιπέντεντ», ανέλυσαν και συνέκριναν το DNA 47 νεολιθικών σκελετών (ηλικίας 4.500 έως 6.000 ετών) που έχουν βρεθεί στη Βρετανία, έξι σκελετών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών της προηγούμενης μεσολιθικής περιόδου (ηλικίας 6.000 έως 11.600 ετών), καθώς και DNA από σύγχρονους Ευρωπαίους.
Η μετανάστευση στη Βρετανία ήταν απλώς ένα παρακλάδι μιας ευρύτερης μετανάστευσης πληθυσμών από την Ανατολία, που έφεραν μαζί τους στη Δύση τη γεωργία και άλλες καινοτομίες. Μέχρι τότε η Ευρώπη και βεβαίως η αποκομμένη Βρετανία κατοικείτο από μικρές διάσπαρτες ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών. Η μαζική μετανάστευση είχε δύο βασικούς κλάδους: ο βόρειος ακολούθησε τους ποταμούς Δούναβη και Ρήνο έως την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, ενώ ο νότιος ή μεσογειακός έφθασε έως τη Δυτική Ευρώπη, είτε παραλιακά, είτε «πηδώντας» από νησί σε νησί με πλοιάρια, μέσω της σημερινής Ελλάδας, Ιταλίας και νότιας Γαλλίας.
Η νέα γενετική ανάλυση δείχνει ότι οι νεολιθικοί Βρετανοί, που εισήγαγαν τη μεγαλιθική αρχιτεκτονική και -μεταξύ άλλων- έχτισαν το Στόουνχεντζ, προέρχονταν κυρίως από το δεύτερο μεσογειακό κλάδο. Προς το τέλος της νεολιθικής περιόδου, περίπου το 2.450 π.Χ., οι απόγονοι των πρώτων γεωργών στη Βρετανία αντικαταστάθηκαν με τη σειρά τους σχεδόν ολοκληρωτικά από ένα άλλο πληθυσμό, γνωστό ως Bell Beaker, που είχε μεταναστεύσει επίσης από την ηπειρωτική Ευρώπη.
Η νέα αυτή θεωρία ανατρέπει άλλες παλαιότερες, σύμφωνα με τις οποίες, όπως καταγράφεται στη wikipedia
Ο Τζέφρεϊ του Μονμάουθ το 1135 μ.Χ., στο έργο του Ιστορία των Βασιλέων της Βρετανίας (Historia Regum Britanniae) αναφέρει ότι το μνημείο διέταξε να αναγερθεί από το βασιλιά των Βρετανών Αυρήλιου Αμβρόσιου εις ανάμνηση της άγριας σφαγής, απο τον Χέωγκιστ τον Σάξονα, 500 ευγενών το 490 μ.Χ. Για να κατασκευάσει το μνημείο ο Αμβρόσιος ζήτησε τη βοήθεια του μάγου Μέρλιν (Μίριν στα κέλτικα), ο οποίος συμβούλεψε να πάρουν τους ογκόλιθους από τη νήσο της Ιρλανδίας από ένα άλλο μεγαλιθικό μνημείο στη θέση Κίλαρ. Επειδή οι ογκόλιθοι ήταν τεράστιοι, ο Μέρλιν ανέλαβε τη μεταφορά τους όπου με μαγικό τρόπο “έκανε τις πέτρες να χορεύουν πάνω από τη θάλασσα” όπως γράφει ο Μόνμαουθ. Σύμφωνα με τους μελετητές, ο παραπάνω μύθος έχει ελάχιστα πραγματικά στοιχεία και δημιουργήθηκε κυρίως για να προβάλει το βρετανικό παρελθόν έναντι του σαξονικού, καθώς ο μύθος γράφτηκε τη περίοδο της νορμανδικής κυριαρχίας στη Βρετανία.
Ο Γουόλτερ Τσάρλτον εκφράζει τη πεποίθηση ότι το μνημείο ανεγέρθη από τους Δανούς και αποτελούσε το κοινοβούλιο τους. Την άποψη αυτή τη βρίσκουμε καταγεγραμμένη το 1663 στο βιβλίο του Τσάρλτον Χορεία γιγάντων ή το Στόουνχεντζ επανακτάται από τους Δανούς (Chorea gigantum or Stone-Heng restored to the Danes)
Ο Τζον Όμπρεϊ στο έργο του Μνημείο Βρετανικό (Monumenta Britannica) υποστηρίζει ότι το Στόουνχεντζ ήταν ναός χτισμένος από τους Δρυΐδες και ανήκε στη δικαιοδοσία τους.
Ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρουν στα έργα τους έναν λαό με το όνομα Υπερβόρειοι, οι οποίοι κατοικούσαν σε ένα νησί πέρα από τη γη των Κελτών της Γαλατίας (σημερινή Γαλλία) και είχαν κατασκευάσει έναν μεγάλο κυκλικό ναό όπου λατρεύανε το θεό Απόλλωνα. Κατά πολλούς μελετητές, αυτή η εκδοχή θεωρείται αληθινή, καθώς το Στόουνχεντζ χρησιμοποιούνταν ως παρατηρητήριο για τη θέση του ήλιου, πράγμα που μπορεί να μπέρδεψαν οι αρχαίοι Έλληνες εξερευνητές με τη λατρεία του Ήλιου, που για τους ίδιους ταυτιζόταν με τον θεό Απόλλωνα.
Το 1740 ο Γουίλιαμ Στάκλεϊ δημοσιεύει το βιβλίο του Στόουνχεντζ, Ένας ναός επανακτάται από τους Βρετανούς Δρυΐδες (Stonehenge, A temple restored to the British Druids) στο οποίο παραθέτει στοιχεία τις περιοχής, που προέκυψαν μέσω δεκαετούς έρευνας, μαζί με αξονομετρικό σχέδιο του μνημείου και με ακριβείς μετρήσεις αυτού. Ο Στάκλεϊ επανεξέτασε την υπόθεση ότι το έχτισαν οι Δρυΐδες και αποφάσισε ότι είναι η μόνη πιθανή εξήγηση για το ποίος ανέγειρε αυτό το μνημείο.
Μέχρι σήμερα μελετητές από όλο τον κόσμο υποστηρίζουν πως το μνημείο είτε χτίστηκε από Μυκηναίους, είτε από Ρωμαίους, είτε από Βρετανούς, ενώ ορισμένοι υποστηρίζουν την κατασκευή του ακόμα και από εξωγήινους πολιτισμούς. Τα μόνα σίγουρα στοιχεία για το Στόουνχεντζ, την ανέγερσή του και τη χρήση του είναι ότι:
Σύμφωνα με πετρογραφική ανάλυση των ογκόλιθων, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι αυτοί οι μονόλιθοι λαξεύτηκαν και μεταφέρθηκαν από λατομεία της Ουαλίας και της νοτιοδυτικής Αγγλίας.
Σύμφωνα με τη χρήση αστρονομικών διαγραμμάτων, οι αρχαιολόγοι υπολόγισαν ότι το μνημείο παρέμεινε σε χρήση για 1.500 χρόνια περίπου ως λατρευτικός χώρος και ως αστρονομικό παρατηρητήριο.
Με τη χρήση ραδιενεργών μετρήσεων οι αρχαιολόγοι υπολογίζουν ότι ανεγέρθη μεταξύ του 3000 π.Χ. και του 2000 π.Χ.