Ως σπάνιο ντοκουμέντο μπορεί να χαρακτηριστεί η Νεανική αλληλογραφία του Βασίλη Βασιλικού και του Μένη Κουμανταρέα, όπως αναπτύχθηκε ανάμεσά τους από το 1954 έως το 1960. Γράμματα εξομολογητικά, γεμάτα από την επιθυμία ενός μέλλοντος δημιουργικού, που θα τους αναδείξει ως συγγραφείς, αλλά και θα στερεώσει τη φιλία τους που την αισθάνονται ήδη πολύτιμη.
Γράμματα ενδεικτικά όχι μόνο των ενδιαφερόντων των αλληλογράφων, αλλά και μιας ολόκληρης εποχής. Πρόκειται για τη βασανισμένη για την Ελλάδα δεκαετία του ’50, όταν ακόμη και ένα απλό ταξίδι από μια πόλη σε άλλη χρειαζόταν πολύ να το σκεφτεί κανείς πριν το επιχειρήσει:
Θεσσαλονίκη, 20 Οκτωβρίου 1955
Αγαπητέ μου Μένη,
πήρα φυσικά και τα τρία γράμματά σου –τα δυο από το νοσοκομείο και το τρίτο από το σπίτι σου, όπου άκουγες Μητρόπουλο. Ήταν πολύ όμορφα, πολύ χαριτωμένα και πολύ «ηθικά». Αλλά ανησυχώ πολύ με την υγεία σου. Τώρα φαντάζομαι να ’σαι εντελώς καλά κι οι πολλές βροχές να σε ξέπλυναν απ’ όλα τα λέπια της κίτρινης αυτής αρρώστιας.
(Μου γράφεις ότι ήταν η ίδια αρρώστια που υπήρχε στον παπα-Μάρκελλο. Μα είναι μου φαίνεται γεγονός ότι η Τέχνη εκδικείται τον καλλιτέχνη, κάνοντάς του σάρκα ό,τι αυτός της σάρκωσε. Μήπως ό,τι πρόβλεψε ο Wilde στο Dorian Gray, δεν το ’παθε; Και τόσα άλλα!).
Οπωσδήποτε χαίρομαι που σ’ άρεσε η Peste. O Camus μου φαίνεται πως είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός της γενιάς μας. Ο Sartre –μια που έχουμε συνηθίσει στη δισυπόστατη ύπαρξή τους– (τι γίνεται ο φίλος μας Όρσον Μακρής;) έχει αρκετά ελαττώματα: γράφει άσχημα, πολύ άσχημα.
Κι ύστερα η σκέψη του όλη θυμίζει τις πίσω σκάλες των πολυκατοικιών για τα σκουπίδια. Ενώ ο Camus τι σθένος που έχει, τι ανδρισμό και πόσο ο ουρανός στο Αλγέρι μας μένει αξέχαστος! Είναι πιο μεσογειακός, γι’ αυτό κι είναι πιο κοντά μας. Σου συστήνω ολόθερμα να διαβάσεις την πρώτη νουβέλα του L’étranger.
Πρόκειται δίχως άλλο για ένα βιβλίο καταπληκτικό, απ’ αυτά που σε παιδεύουν μήνες ολόκληρους, σ’ αυτά που ορκίζεσαι επάνω τους και που σ’ αλλάζουν τρόπο σκέπτεσθαι και ζωής.
Σίγουρα θα το μεταφράσω. Είναι πολύ μικρό, άψογα γραμμένο (κυρίως το πρώτο μέρος του) και τελειώνει μ’ ένα allegro vivace τραγικό μαζί και υπέροχο. Για ένα τέτοιο βιβλίο θα έδινα τρία χρόνια ζωής.
(Δεν βρίσκομαι κάτω απ’ την επήρεια ενθουσιασμού. Πάνε τρεις μήνες που το διάβασα και ξαναδιαβάζοντάς το ανακάλυψα καινούργιες αρετές.)
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ «ΕΛΛΑΣ»
ΤΣΑΓΚΑΡΑΔΑ ΠΗΛΙΟΥ
Τετάρτη, 1 Αυγούστου 1956
Βασίλη μου,
Κάποια κακή μοίρα έχει βάλει το δάχτυλό της πάνω στη φιλία μας και την εμποδίζει ν’ ανθίζει όπως θα της άξιζε. Λοιπόν, και φέτος οι στεριές και οι θάλασσες θα μας χωρίσουν και η κάψα του καλοκαιριού θα μας βράσει σε χωριστές χύτρες. Μ’ έπιασαν πάλι τα εντερικά μου –τι άλλο– και με καθήλωσαν μια φορά στην Αθήνα και μια στον Βόλο περαστικός για τη Σκιάθο.
Και τι γύρευες στη Σκιάθο, θα ρωτήσεις δικαιολογημένα, μια κι εγώ σε περιμένω στη Θάσο; Ναι, αλλά στη Θάσο το νερό κόβει τ’ άντερα μ’ ένα κρυφό μαχαιράκι, φυλαγμένο επίτηδες για τους «λεπτεπίλεπτους» οργανισμούς της Αθήνας, κι ακόμα τα φρούτα της με την όλο χυμό σάρκα μοιάζουν με ωραίες γυναίκες που περιμένουν τους άγουρους να τους πιουν το αίμα σαν άλλες λάμιες του θρύλου.
Καταλαβαίνεις τι φαύλος κύκλος. Έτσι αποφάσισα να καταφύγω στο νησί του «αγίου» της λογοτεχνίας μας, με την ελπίδα ν’ αγιάσω την πένα μου τη βουτηγμένη σε ξεβαμμένο λογοτεχνικό μελάνι.
Ταξίδεψα με τους δικούς μου (και πίστευσε ότι είναι «ιδεώδες» όταν θέλεις να φύγεις και ν’ αφήσεις τα γνωστά μονοπάτια που έβοσκες άλλοτε τα πρόβατά σου, να τ’ αφήνεις και να φεύγεις αλλά να παίρνεις μαζί σου τα γιδοπρόβατα!) με αποκλειστικό σκοπό να παρακολουθώ παραδόσεις, του πατέρα μου πάνω σε ναυτικά και εμπορικά θέματα που μου είναι απαραίτητα για τη δουλειά μου.
(Και μια παρένθεση: Από τις 16 τρεχ. αλλάζω γραφείο αλλά όχι και δουλειά. Εξακολουθώ να βρίσκομαι στον εφοπλιστικό κλάδο, αλλά στο μεγάλο γραφείο του Καλλιμανόπουλου, όπου εάν η τύχη κι ο εαυτός μου βοηθήσουν θα έχω μεγάλες προοπτικές. Θα σου γράψω εκτενέστερα πάνω σ’ αυτό, από την Αθήνα πια.)
Λοιπόν για να συνεχίσω, στην πορεία πάνω για το νησί της Σκιάθου και σταθμεύοντας στον Βόλο, με πιάνει μια μεγάλη κρίση που με αναγκάζει να μείνω και από εκεί πια να αλλάξω σχέδια μιας και η θάλασσα θα μου ήταν μόνο ένας πειρασμός. Έτσι ανεβήκαμε εδώ πάνω στα ύψη του γραφικού Πηλίου σε μια θαυμάσια τοποθεσία, την Τσαγκαράδα, όπου υποβόσκει μια ελαφριά πλήξη και ελπίζω να καταπιαστώ με μελέτη, διαβάσματα, περιπάτους και άλλες ασχολίες της εξοχής.
Το ονειρευόμουν διαφορετικό ετούτο το καλοκαίρι: τυλιγμένο μέσα στην πάχνη μιας βορινής θάλασσας του τόπου μου και δεμένο με μια ακριβή φιλία. Τα πράγματα ήρθαν διαφορετικά. Με παρηγορεί η σκέψη ότι με περιμένει εντατική εργασία στην Αθήνα και πως για την ώρα μέσα στις κορφές του Πηλίου μπορώ να πλάθω μερικά αραχνοΰφαντα όνειρα.
Μαζί σου προσπάθησα να επικοινωνήσω τηλεφωνικώς από την Αθήνα, για να σου έλεγα προφορικά ότι δεν θα ερχόμουν στη Θάσο, αλλά και για να σε ρωτήσω εάν τα χειρόγραφα του βιβλίου σου μαζί με το γράμμα μου έφτασε στα χέρια σου. Δεν μπορούσες να μου γράψεις δυο λέξεις, μωρέ Βασίλη, να μου πεις ότι τα έλαβες να μην ανησυχώ; Ας είναι.
Τώρα με απασχολεί πού θα στείλω το γράμμα. Θα δοκιμάσω να το στείλω στη Θάσο, μπορεί να είσαι ήδη φτασμένος εκεί. Τώρα σκέφτηκα ότι η απόσταση μεταξύ μας έχει μικρύνει. Κι αυτό είναι κάτι, δεν νομίζεις; Δεν σου λέω να μου απαντήσεις, γιατί δεν ξέρω πόσο θα μείνω εδώ. Θα σου ξαναγράψω, φαντάζομαι από την Αθήνα πια, και τότε δικαιολογημένα θα σου ζητώ πολλά, μα πάρα πολλά νέα δικά σου.
Κρίμα! Είσαι ο μόνος άνθρωπος που θα είχα την επιθυμία να τον έχω σύντροφο για το καλοκαίρι. Εδώ πρέπει να σου σημειώσω ότι σε σκέφτομαι πολύ συχνά και σε επιθυμώ συνεχώς. Γι’ άλλους ανθρώπους θα φαίνεται τρομερά παράδοξο (ιδίως σε μερικούς νέους) και ίσως και να έβαζαν με το μυαλό τους υποψίες, αλλά σκέψου πόσο λίγοι άνθρωποι έχουν μείνει αγνοί!
Σε φιλώ
(Αποσπάσματα από τη Νεανική αλληλογραφία (1954-1960) του Βασίλη Βασιλικού και του Μένη Κουμανταρέα, Εκδόσεις Τόπος)
Με αυτού του είδους τις ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες διανθίζεται η Νεανική αλληλογραφία του Βασίλη Βασιλικού και του Μένη Κουμανταρέα: με την αγωνία του έρωτα, την ανάγκη της φιλίας και τις δεσπόζουσες μορφές, όσον αφορά κάθε τους σκέψη και προοπτική, του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου. Πάνω απ’ όλα αυτά, όμως, κυριαρχεί το πάθος δύο νέων ανθρώπων για δημιουργία ένα πάθος που παραμερίζει κάθε άλλη, αν και ουσιαστική στην τότε ανάπτυξή τους, εφήμερη δραστηριότητα.
Πρόσκληση από τις Εκδόσεις Τόπος στην παρουσίαση του βιβλίου του Βασίλη Βασιλικού & του Μένη Κουμανταρέα Νεανική Αλληλογραφία 1954-1960
Για το βιβλίο θα μιλήσουν:
Άρης Μαραγκόπουλος, συγγραφέας
Θανάσης Θ. Νιάρχος, ποιητής
Αριστοτέλης Σαΐνης, φιλόλογος-κριτικός βιβλίου
καθώς και οι δύο αλληλογράφοι
Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014, ώρα 12.30 μ.μ.
Στο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Β. & Μ. Θεοχαράκη
Βασιλίσσης Σοφίας 9 & Μέρλιν 1, Αθήνα
210-3611206
Είσοδος Ελεύθερη στο κοινό