Μελισσόχορτο, ρίγανη και τσάι του βουνού είναι οι καλλιέργειες που προσθέτει από το προσεχές φθινόπωρο στο δυναμικό του ο Συνεταιρισμός Αρωματικών, Φαρμακευτικών και Οπωροκηπευτικών Φυτών Βοΐου. Ήδη, όπως ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Δημοσθένης Τυρεκίδης, η καλλιέργεια λεβάντας και ρόδων κάνει θραύση και με τις νέες καλλιέργειες αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω η δυναμική αυτή πορεία.
Εν μέσω οικονομικής κρίσης, η ανεργία έχει καταφέρει σκληρό πλήγμα στην περιφέρεια -και όχι μόνο- αλλά στο Βόιο Κοζάνης, νέοι και νέες, ηλικίας 25-45 χρόνων, ορισμένοι κάτοχοι, μάλιστα, πτυχίων οικονομικών, νομικής ή γεωπονικής, περιμένουν την πρώτη ύλη για να ξεκινήσουν δουλειά και να εισέλθουν και αυτοί στον “μαγικό κόσμο των εναλλακτικών καλλιεργειών”, εξήγησε ο κ. Τυρεκίδης.
“Ακόμα δεν μπορούμε να πούμε ούτε τον ακριβή αριθμό των παραγωγών που θα ασχοληθούν με τις νέες εναλλακτικές καλλιέργειες που εντάσσουμε στο συνεταιρισμό, ούτε και τον αριθμό των στρεμμάτων, αφού ενώ είναι δεδομένο το έντονο ενδιαφέρον, δεν ξέρουμε τελικά πόσοι είναι αυτοί που θα προχωρήσουν σε φυτεύσεις” σημείωσε, από την πλευρά της το μέλος του διοικητικού συμβουλίου του συνεταιρισμού, Κατερίνα Δαδαμόγια.
Λεβάντα, μία κυρία ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας των χειλανθών
Σε ό,τι αφορά την καλλιέργεια της λεβάντας, η κ. Δαδαμόγια ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι οι 30 παραγωγοί καλλιεργούν συνολικά 200 στρέμματα της ποικιλίας hemus, που είναι εφάμιλλη της γαλλικής, μιας από τις καλύτερες στον κόσμο. H φετινή παραγωγή, σύμφωνα με τον κ. Τυρεκίδη, έδωσε 530 λίτρα λεβαντέλαιο, με την τιμή του να μην έχει καθοριστεί ακόμα φέτος, ενώ πέρυσι πωλήθηκε προς 70 ευρώ/κιλό. Σε ό,τι αφορά τη διάθεση του ελαίου, κάθε στρέμμα δίνει 300 με 400 κιλά άνθη, η απόσταξη των οποίων αποφέρει οχτώ κιλά λάδι. Οι παραγόμενες ποσότητες καλύπτουν τη ζήτηση σε όλη την ελληνική επικράτεια, ενώ ποσοστό αυτών αποστέλλεται και στην Κύπρο, όπου υπάρχουν τρία σημεία πώλησης, εκ των οποίων το ένα διοχετεύει το προϊόν και στις αραβικές χώρες.
Η ελληνική λεβάντα έχει κατακτήσει και τις αγορές της Ελβετίας και της Ταϊβάν, ενώ σύμφωνα με τον κ. Τυρεκίδη, “η αύξηση της παραγωγής στα επόμενα χρόνια θα μας επιτρέψει την είσοδό μας σε νέες αγορές, που ναι μεν πιέζουν για να κλείσουν συμφωνίες μαζί μας, αλλά ακόμα δεν έχουμε τις απαραίτητες ποσότητες για να τους ικανοποιήσουμε”.
Η λεβάντα είναι μία “κυρία” ανάμεσα στα μέλη της οικογενείας των χειλανθών. Το άρωμά της είναι ένα από τα ευγενέστερα της φύσης και το όνομά της προέρχεται από το ιταλικό “lavare” (δηλαδή πλένω – καθαρίζω).
Η άγρια λεβάντα κατάγεται από την Περσία και τη Νότια Γαλλία, όπου φύεται σε ορεινές πλαγιές και σε μεγάλο υψόμετρο. Αγαπά τα πετρώδη και άγονα εδάφη, ευδοκιμώντας σε μέρη που λίγα φυτά επιβιώνουν. Αψηφώντας τους βαρείς χειμώνες, “ξεδιπλώνει”, κάθε καλοκαίρι, τα υπέροχα μπλε άνθη της, μαγεύοντας την περιοχή με το θείο άρωμά τους.
Σε υψόμετρο 900-1800μ., ευδοκιμούν δύο είδη άγριας λεβάντας: Lavandula officinalis και η Lavandula angustifolia. Η πρώτη είναι ένα πολύτιμο “διαμάντι” της φύσης και δίνει το καλύτερο αιθέριο έλαιο. Έχει το πιο ευγενές άρωμα και τις περισσότερες -αναρίθμητες- σχεδόν θεραπευτικές ιδιότητες.
Το αιθέριο της έλαιο είναι άριστης ποιότητας και συναντάται σπάνια στο εμπόριο. Ονομάζεται “Lavandulae extra” ή “Lavande offendis extra”. Το δεύτερο είδος, η Angustifolia, είναι ένα φυτό πιο μεγάλο και με πιο πλούσια ανθοφορία.
Η συγκομιδή και επεξεργασία των ανθέων αυτών των δυο συγγενικών φυτών γίνεται κάθε χρόνο (Ιούλιο και Αύγουστο), με το χέρι. Λίγοι είναι πια οι άνθρωποι που ανεβαίνουν κάθε καλοκαίρι στις ορεινές και βραχώδεις αυτές πλαγιές για να συλλέξουν τα μυρωδάτα άνθη. Τα φορτώνονται στη πλάτη τους και τα κατεβάζουν με τα πόδια στην κοιλάδα, όπου διυλίζεται το αιθέριο αυτό έλαιο. “Καταλαβαίνει εύκολα κάποιος, λοιπόν, γιατί το πολύτιμο αυτό έλαιο είναι σπάνιο και πολύ ακριβό” εξηγεί η κ. Δαδαμόγια.
Επειδή, όμως, το άρωμα της λεβάντας είναι ένα από τα πιο αγαπημένα, λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο φτιάχτηκε ένα τρίτο είδος λεβάντας. Η λεγόμενη Lavandin, διασταύρωση της άγριας λεβάντας των γαλλικών βουνών και της ισπανικής “Lavandula latifolia”.
Το είδος “Lavandin” είναι υβρίδιο και συνήθως καλλιεργείται το κλωνοποιημένο είδος “Lavandin Grosso”. Το προσόν αυτής της λεβάντας είναι η πλούσια ανθοφορία της και η δυνατότητα μαζικής καλλιέργειας στις πεδιάδες.
Κονταροχτυπιούνται για λίγα γραμμάρια από τον “ρευστό χρυσό”
Στα 250 στρέμματα ανέρχεται πλέον η καλλιεργούμενη έκταση με βιομηχανικό τριαντάφυλλο στην ευρύτερη περιοχή του Βοΐου, με τους 45 παραγωγούς να μένουν πιστοί στην τεχνική που οφείλουν να ακολουθούν, έτσι ώστε να κρατείται η ποιότητα ψηλά και οι πελάτες να μην δυσαρεστηθούν ποτέ.
Το σύνολο της παραγωγής τους έφθασε φέτος σε 1,5 λίτρο αιθέριο έλαιο ροδέλαιο και 1.500 κιλά ροδόνερο και δυστυχώς, σύμφωνα με τον κ. Τυρεκίδη, “ακόμα δεν επαρκούν οι ποσότητες ώστε να καλύψουμε τη ζήτηση στην εγχώρια αγορά και να ικανοποιήσουμε και ενδιαφερόμενους από το εξωτερικό”.
Κάποιες ποσότητες κατευθύνονται στις αγορές της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Αγγλίας, της Ταϊβάν, της Γερμανίας, της Ελβετίας και της Κύπρου, ενώ σύμφωνα με τον επικεφαλής του συνεταιρισμού “παρά το έντονο ενδιαφέρον από μεγάλες εταιρείες των ΗΠΑ, δεν μπορούμε να δεσμεύσουμε όλη μας την παραγωγή για να τους ικανοποιήσουμε. Ίσως στο μέλλον”.
Επισημαίνεται ότι, για την παραγωγή ενός κιλού ροδέλαιου, απαιτούνται να αποσταχθούν, με ατμό, 3-5 τόνοι ροδοπέταλα, ενώ για να αποκτήσει κάποιος τον “ρευστό χρυσό”, όπως αποκαλείται το ροδέλαιο, θα πρέπει να καταβάλει ποσό τρεις φορές πιο υψηλό από ό,τι, εάν αγόραζε αληθινό χρυσό! Τονίζεται ότι το 1 λίτρο ροδέλαιο πωλείται ίσως και πάνω από 8500 ευρώ.
“Για να γίνει μια σταγόνα από αυτό το έλαιο χρειάζονται περίπου 30 ροδοπέταλα από την τριανταφυλλιά τη δαμασκηνή και το γεγονός ότι δεν υπάρχει χημικό υποκατάστατο ροδέλαιου στην αγορά, το καθιστά πανάκριβο στη διεθνή σκακιέρα” διευκρίνισε η κ. Δαδαμόγια.
Επεσήμανε δε, ότι η συγκομιδή πρέπει να γίνεται αποκλειστικά και μόνο από τις 5.30 το πρωί και για ένα τρίωρο, αφού εάν ο ήλιος δει τα ροδαπέταλα, δεν επιτυγχάνεται αυτή η άριστη ποιότητα που τους έχει κάνει γνωστούς.
Το ροδέλαιο είναι το περισσότερο χρησιμοποιούμενο αιθέριο έλαιο στην αρωματοποιία, ενώ χρησιμοποιείται για καλλυντικά, για αρωματοθεραπεία, ως ηρεμιστικό και αντικαταθλιπτικό και ως ήπιο αντισηπτικό. Το ροδέλαιο χρησιμοποιείται για τη παρασκευή του Αγίου Μύρου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ χρησιμοποιείται και για αρωματισμό των τροφίμων.
Επισημαίνεται ότι ο συνεταιρισμός διαθέτει δικό του αποστακτήρα δυναμικότητας έξι τόνων την ημέρα και το 2016 θα αποκτήσει άλλους δύο τετράτονους.