Mετά τη χθεσινή ανακοίνωση της μετακίνησης του Νεϊμάρ (ντα Σίλβα Σάντος Jr) από τη Μπαρσελόνα, ο Βραζιλιάνος, που πλέον αποτελεί την ακριβότερη μεταγραφή στον κόσμο, επισήμως έχει πάρει τον δρόμο για το Παρίσι.
Η νέα του ομάδα, η Παρί Σεν Ζερμαίν, για να τον αποκτήσει ξεπέρασε κάθε όριο σε όλα τα πλαίσια, του αθλητισμού, του συναισθήματος, της γεωπολιτικής, αλλά κυρίως της ηθικής και του χρήματος, σε βαθμό που να κάνει άπαντες να διερωτώνται εάν μπορούν πλέον να υπάρξουν οι, έστω κι υποτυπώδεις, περιορισμοί στην αγορά αυτού του αθλήματος που ονομάζεται ποδόσφαιρο.
Η Παρί Σαιν-Ζερμαίν (ή μάλλον, καλύτερα, τα κεφάλαια από την Ντόχα, που έχουν εξαγοράσει τον γαλλικό σύλλογο από το 2011), κατόρθωσε κάτι που έως σήμερα –λόγω της αδιανόητης κι απλησίαστης, έως τώρα, ρήτρας αποδέσμευσης του Νειμάρ από τη Μπάρσα, που έφθανε τα 222 εκατ. ευρώ— φάνταζε αδύνατο: ενέταξε στις τάξεις της τον πιο επωφελή οικονομικά παίκτη στον κόσμο, τον δεύτερο πιο δημοφιλή στο Twitter με 30 εκατ. Ακολούθους, όταν οι επτά επίσημοι λογαριασμοί της ομάδας ακολουθούνται μόλις από 5,5 εκατ. Ο ίδιος ο παίκτης έχει αποδειχθεί μία μηχανή παραγωγής εικόνας, που ήδη προκαλούσε ανησυχία στους παράγοντες της Μπαρσελόνα, με τη διαρκή ενασχόλησή του με τη διαφήμιση σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, από την Βραζιλία και την Ισπανία, έως την Ιαπωνία, παρουσιάζοντας από ακουστικά και προϊόντα ομορφιάς, έως και συμμετέχοντας σε εκστρατείες για την πρόληψη.
Επισήμως, ο Νεϊμάρ, ως αιτία της μετακίνησής του, προέβαλε την αρχή του Σπαρτιάτη στασιαστή Κινάδωνα: εκείνη τη σύνθετη συναισθηματική ανάγκη που η υπερηφάνεια κάθε “άξιου” του υπαγορεύει να είναι πρώτος: θέλησε να φύγει από την Μπαρσελόνα, όπου βρισκόταν στη σκιά του Λιονέλ Μέσι, για να πάει στην Παρί, στην οποία θα είναι πλέον η “σημαία” και ο αδιαφιλονίκητος αστέρας της ομάδας της γαλλικής πρωτεύουσας.
Αλλά και το συνολικό ποσό της μεταγραφής του Νεϊμάρ, που εάν προστεθεί ο ετήσιος μισθός των 30 εκατ. ευρώ που αξιώνει ο παίκτης (το διπλάσιο απ’ όσο αμοιβόταν στην Μπάρτσα) και τα πριμ των 38 εκατ. έκαστος που θα λάβουν ο ατζέντης κι ο πατέρας του παίκτη για την ολοκλήρωση της μετακίνησης, θα ξεπεράσει τα 500 εκατ. ευρώ, προσθέτοντας άλλη μία μυθική άλω στην υπόθεση.
Η κίνηση του γαλλικού συλλόγου, που μόλις συγκρατείται στα όρια του οικονομικού fair play, που έχει θεσπισθεί από την UEFA και επιτάσσει πλήρη ισορροπία ανάμεσα στα ποσά που δαπανώνται από μία ομάδα και τα έσοδά της, έχει αρχίσει να γεννά πολλές ανησυχίες, ακόμη και στην ίδια την ποδοσφαιρική ομοσπονδία, που σε πρώτο χρόνο αντέδρασε με αμηχανία στην είδηση, αρκούμενη να τονίσει πως παρακολουθεί τις εξελίξεις, με βάση την επιταγή ότι κάθε σύλλογος οφείλει να αποδείξει πως δεν έχει έλλειμμα άνω των 30 εκατ. ευρώ στα ταμεία του, προειδοποιώντας συνάμα για τον αντίκτυπο που μία τέτοιου είδους απορρύθμιση μπορεί να επιφέρει στην ποδοσφαιρική αγορά.
Όμως είναι εφικτό να υπάρξει μία ρύθμιση στην μεταγραφική αγορά; Πλέον όπως όλα τα πράγματα στην οικονομία, και το ποδόσφαιρο έχει παγκοσμιοποιηθεί πλήρως κι οι πρακτικές που ακολουθούνται ξεπερνούν οποιοδήποτε σύστημα κανόνων. Τα ποσά που δαπανήθηκαν μόνον για τις μεταγραφές του περσινού καλοκαιριού, δηλωμένα, ή μη, ξεπέρασαν τα 3 δισ. ευρώ. Από το 1995 έως το 2011, ο αριθμός των μεταγραφών τριπλασιάσθηκε και οι αμοιβές επταπλασιάσθηκαν. Τα ποσά που αλλάζουν χέρια είναι τόσο πολλά κι οι συνθήκες συναλλαγές τόσο αδιαφανείς, που κανείς δεν μπορεί να διακρίνει πότε ανοίγουν κάποιες πόρτες και για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος μέσω του ποδοσφαίρου. Ξένα επενδυτικά κεφάλαια, πολλές φορές άσχετα με το ποδόσφαιρο και τους αθλητικούς του στόχους, έχουν εισέλθει στην αγορά, αποκτώντας συλλόγους, όπως τα Εμιράτα τη Μάντσεστερ Σίτι, ή πρόσφατα το Κατάρ την Παρί, που πλέον χάρις στις δυνατότητες υπέρογκων δαπανών-επενδύσεων, αμφισβητούν τα πρωτεία (και οικονομικά) των μεγάλων συλλόγων, όπως η Μπάγερν του Μονάχου, ή η Ρεάλ Μαδρίτης.
Μέσα στη δίνη τούτη της μεταγραφικής φρενίτιδας, πολλές ομάδες–ιδίως οι μεγάλες, προσφέροντας ως εγγύηση το «όνομα», την «ιστορία» και το «κύρος» τους, συνάπτουν κολοσσιαία δάνεια, που θέλοντας και μη η Ομοσπονδία τα αποδέχεται, επί τη βάσει της αναγνώρισης της επιχειρηματικής αρχής που θέλει «τον δανεισμό να είναι σύμφυτος με τη ζωή κάθε επιχείρησης», όπως θεωρούνται πλέον οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι. Οι προσπάθειες της UEFA για ρύθμιση της αγοράς μέσω του οικονομικού fair play έχουν φέρει μεν καρπούς, καθώς τα χρέη των ομάδων μειώθηκαν από 3,3 δισεκ. ευρώ το 2011 στα 300 εκατ. το 2005, όμως γέννησε ένα άλλο φαινόμενο, αρκετά δημοφιλές στην Πορτογαλία και την Ισπανία: τη διάσημη ΤΡΟ (Third Party Ownership), την “ιδιοκτησία τρίτου”. Βάσει της οποίας ένας παίκτης δεν ανήκει μόνον στην ομάδα του, αλλά και σε ένα επενδυτικό κεφάλαιο που ευελπιστεί ότι θα βγάλει χρήματα μέσα από την αξία του και την εκτίναξη της τιμής του στις μεταγραφικές αγορές. Στην ουσία, η ύπαρξη αυτού του τύπου ιδιοκτησίας των παικτών έχει εκτινάξει στα ύψη τις τιμές των μεταγραφών κι έχει μετατοπίσει την εξουσία από τους συλλόγους στα επενδυτικά κεφάλαια, που πλέον είναι εκείνα που καθορίζουν ποια πρόκειται να είναι η νέα “σημαία” κάθε ομάδας.