Νέο ιστορικό υψηλό «χτύπησε» ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη, καθώς τον Ιούνιο του 2022 σκαρφάλωσε στο 8,6%, επιτείνοντας το πρόβλημα ανατιμήσεων για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Τα ανακοινωθέντα στοιχεία, μάλιστα, δεν ήταν καθόλου ευχάριστα για την Ελλάδα, η οποία συγκαταλέγεται στις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, ο ετήσιος δείκτης τιμών καταναλωτή στις 19 χώρες – μέλη εκτινάχθηκε στο 8,6% τον Ιούνιο έναντι 8,1% τον Μάιο. O κλάδος της ενέργειας είχε την υψηλότερη συνεισφορά, καθώς εκτινάχθηκε στο +41,9% έναντι +39,1% τον προηγούμενο μήνα. Ακολούθησε ο κλάδος τροφίμων – αλκοόλ – καπνού με +8,9% (από +7,5%), τα μη βιομηχανικά προϊόντα με +4,3% (από +4,2%) και οι υπηρεσίες με +3,4% (από +3,5%).
Όσον αφορά την Ελλάδα, σύμφωνα με τη Eurostat, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών διαμορφώθηκε στο 12% έναντι 10,7% τον Μάιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΛΣΤΑΤ είχε ανακοινώσει εθνικό πληθωρισμό 11,3% για τον Μάιο, κάτι που σημαίνει ότι η επίδοση του Ιουνίου θα είναι ακόμη υψηλότερη.
Όλα τα παραπάνω έρχονται να προκαλέσουν περαιτέρω πονοκέφαλο στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία εντός του Ιουλίου θα ανακοινώσει την πρώτη αύξηση επιτοκίων από το 2011. Σύμφωνα με τους αναλυτές, η εν λόγω αύξηση θα είναι της τάξης των 0,25 μονάδων βάσης, ενώ αντίστοιχη κίνηση αναμένεται και τον Σεπτέμβριο.
Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, στο τέλος του γ’ τριμήνου το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ να βρίσκεται στο 0,5% (από 0% σήμερα) και το επιτόκιο καταθέσεων στο 0% (από -0,5% σήμερα), βάζοντας τέλος στην εποχή των αρνητικών επιτοκίων.
Φυσικά, η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής πυροδοτεί αναταράξεις στις αγορές ομολόγων, καθώς τα υψηλότερα επιτόκια υπονομεύουν τις προοπτικές ανάπτυξης. Γι’ αυτό τον λόγο, η ΕΚΤ έχει ανακοινώσει την εφαρμογή μεγαλύτερης ευελιξίας στις επαν-επενδύσεις των κρατικών ομολόγων, τα οποία είχαν αποκτηθεί στο πλαίσιο του πανδημικού προγράμματος PEPP.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι ακόμα και σήμερα, η ΕΚΤ μπορεί να ανακοινώσει την αγορά ομολόγων από την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, με μέρος των εσόδων που λαμβάνει από τη λήξη γερμανικού, γαλλικού και ολλανδικού χρέους, σε μια προσπάθεια να περιορίσει τις διαφορές μεταξύ του κόστους δανεισμού τους.