Γράφει ο Ηλίας Κάτρης
Τις τελευταίες μέρες έχοντας κλείσει το ζήτημα της πρώτης αξιολόγησης, η κυβέρνηση βάζει στο τραπέζι νέα ζητήματα, όπως η Συνταγματική αναθεώρηση και ο νέος εκλογικός νόμος. Έχοντας κερδίσει δύο εκλογικές αναμετρήσεις με το ισχύον σύστημα, ο Αλέξης Τσίπρας αποφασίζει μετά από ενάμιση χρόνο διακυβέρνησης να αλλάξει τον εκλογικό νόμο και να τον φέρει σε ένα σύστημα με κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών (η με μειωμένο μπόνους στο πρωτο κόμμα αν ξεπεράσει το 40%), επικράτηση της απλής αναλογικής και ισως μείωση του 3% για την είσοδο των κομμάτων στη Βουλή.
Είναι πραγματικά άξιο προσοχής ότι η αλλαγή του νόμου γίνεται μετά από ενάμιση χρόνο και όχι πέρσι όπου στην κυβερνητική πλειοψηφία υπήρχαν πιο αριστερά στελέχη των οποίων πάγιο αίτημα είναι η απλή και ανόθευτη αναλογική. Επίσης, παράξενο είναι ότι μια τέτοια μεγάλη αλλαγή δεν γίνεται σε ουδέτερο πολιτικό χρόνο αλλά σε περίοδο οξύτατης πόλωσης, όπου το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι δημοσκοπικά μπροστά με καθαρό προβάδισμα. Η κυβέρνηση επιλέγει την απλή αναλογική μπροστά στην δημοσκοπική της κατάρρευση ως σωσίβιο ασφαλείας για τις επόμενες εκλογές με σκοπό να κρατηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό προσκήνιο μετά από τις εκλογές με κάθε τρόπο βάζοντας την χώρα σε περιπέτειες ακυβερνησίας. Ο προωθούμενος εκλογικός νόμος δεν πρέπει κατά τη γνώμη μου να ψηφιστεί καθώς η απλή αναλογική σε χώρα όπως η Ελλάδα μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες. Ας εξηγήσω γιατί:
Το 3%
Για να μπει ένα κόμμα την Βουλή θα πρέπει να χει αποσπάσει τουλάχιστον το 3% των ψήφων. Σε περίπτωση κατάργησής του σε περιβάλλον πλήρους αναλογικής θα χρειάζεται 0,33% για να εκλέξει ένα κόμμα τουλάχιστον ένα βουλευτή και να μπει στην Βουλή. Σύμφωνα με τα στοιχεία των εκλογών του 9.2015 τότε στη Βουλή θα είχαμε 13 κόμματα (!) και αν θεωρήσουμε ότι στις επόμενες εκλογές θα επικρατήσει κλίμα απαξίωσης των δύο μεγάλων κομμάτων και ότι ο κόσμος θα ψηφίσει μικρότερα κόμματα, όπως τον Μάη του 2012, τότε η Βουλή (με τα στοιχεία του Μάη του 2012) θα έχει 20 κόμματα! Αυτό δεν είναι πολυφωνικό σύστημα, είναι απλά χαοτικό. Θα ήταν σχεδόν ουτοπικό να θεωρήσει κανείς ότι θα σχηματιστεί κυβέρνηση, και αν σχηματιζόταν θα αποτελείτο από 6-7 κόμματα με διαφορετικές απόψεις γεγονός που θα σήμαινε ότι κόμματα με έναν η δύο βουλευτές θα εκβίαζαν την εκάστοτε κυβέρνηση για συμφέροντα της κομματικής τους πελατείας. Από όλα τα παραπάνω είναι προφανές ότι μείωση ή κατάργηση του 3% θα ήταν τόσο επικίνδυνη που δεν θα έπρεπε καν να συζητιέται.
Το μπόνους των 50 εδρών
Με το ισχύον σύστημα το πρώτο κόμμα ανεξάρτητα με τι ποσοστό λαμβάνει παίρνει 50 έδρες ως δώρο. Ίσως το ποσό των 50 εδρών είναι μεγάλο, οπότε έχει περιθώριο μείωσης σε 30 ή 40. Πάντως μια κατάργηση του θα ‘ταν ολέθρια, καθώς το πρώτο κόμμα θα χρειαζόταν 3-4 ακόμα κόμματα για να σχηματίσει κυβέρνηση.
Τέτοιες ευρύτατες συναινέσεις δεν γίνονται στην Ελλάδα, όπως μας έχει δείξει η μεταπολιτευτική ιστορία συνεπώς είναι πλήρως ουτοπικό. Συνεπώς, ακυβερνησία. Η ακυβερνησία θα μπορούσε να αποφευχθεί αν το δεύτερο κόμμα έμπαινε και αυτό στην κυβέρνηση, αλλά τότε αξιωματική αντιπολίτευση θα ταν το 3ο η 4ο κόμμα, κατά πάσα πιθανότητα η Χρυσή Αυγή.
Και αξιωματική αντιπολίτευση σημαίνει προνόμια και συγκεκριμένος θεσμικός ρόλος. Είναι άραγε λογικό να είναι αξιωματική αντιπολίτευση ένα κόμμα του 6 ή 7 της εκατό απέναντι σε μια κυβέρνηση με τα δυο μεγάλα κόμματα του 60%;
Επίσης, υπάρχει η φήμη ότι μπορεί τελικά η κυβέρνηση θα προτείνει το μπόνους των εδρών να το λαμβάνει το κόμμα που θα λάβει πάνω από 40% ή στον κυβερνητικό συνασπισμό κομμάτων που θα λάβει πάνω από 40%.
Και οι δύο προτάσεις είναι ανεδαφικές. Η πρώτη δεν μπορεί να σταθεί στην λογική, καθώς το νέο πολιτικό κλίμα από το 2012 ως και τώρα αποδεικνύει ότι κανένα κόμμα δεν θα καταφέρει να λάβει πάνω από 40% για πολύ καιρό, καθώς ο δικομματισμός έχει πλέον καταρρεύσει. Και αν το καταφέρει, τότε αυτό το κόμμα θα λάβει το 40% του 250 (100 έδρες) και το μπόνους των 50, συνεπώς 150 έδρες.
Άρα, η κυβέρνηση λέει ότι 50 έδρες θα δώσει μόνο στις μονοκομματικές κυβερνήσεις, την ώρα που ισχυρίζεται ότι η αλλαγή του μπόνους θα στηρίξει τον πολυκομματισμό και την πολυφωνία. Οξύμωρο. Η δεύτερη πρόταση, που δίνει το μπόνους στον συνασπισμό κομμάτων με 40% και άνω είναι επίσης ανεδαφική, καθώς επιβάλλει στα κόμματα να πουν προεκλογικά με ποιον θα συνεργαστούν, αυτό από μόνο του υπονομεύει τα μικρά κόμματα. Αν πχ δηλώσει το Ποτάμι ότι θα συνεργαστεί με το ΣΥΡΙΖΑ μετα τα τις εκλογές, τότε ποιος ο λόγος ο ψηφοφόρος του ποταμιού να μην ψηφίσει απευθείας το ΣΥΡΙΖΑ; Επίσης το 40% απαιτεί πάλι τουλάχιστον 3 κόμματα, αυτό όμως είναι και πάλι δύσκολο να επιτευχθεί. Παράδειγμα είναι η κυβέρνηση Σαμαρά του 2012-2013 με ΝΔ ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, όπου η λήψη αποφάσεων στο Μαξίμου στην πράξη ήταν πολύ δύσκολη, λόγω των πολλών κομμάτων. Αν τελικά το μπόνους μειωθεί στις 30 έδρες και μπει και το πλαφόν του 40%, τότε το πρόβλημα είναι δυο φορές χειρότερο, καθώς θα χρειάζονται 4-5 κόμματα για κυβέρνηση. Και πάλι χάος. Άρα, το μπόνους των 50 εδρών είναι συνυφασμένο με την ακυβερνησία. Λογικό θα ήταν, αντί να καταργηθεί ή να δοθεί με τακτικισμούς, απλά να μειωθεί στις 30 ή 40 έδρες, προκειμένου να γίνει πιο δίκαιο το σύστημα.
Οι μεγάλες περιφέρειες
Οι μεγάλες περιφέρειες, όπως η Β’ Αθήνας η ακόμα χειρότερα το υπόλοιπο Αττικής που επεκτείνεται από τον Μαραθώνα ως την Βουλιαγμένη είναι χαοτικές και έτσι υποψήφιοι των κομμάτων που δεν είναι γνωστοί από τα τηλεοπτικά παράθυρα δεν έχουν καμία ελπίδα εκεί. Οπότε οι εκλογικές περιφέρειες θα έπρεπε να σπάσουν σε μικρότερα τμήματα, όπου θα μπορεί να γίνει ο δημόσιος προεκλογικός διάλογος με πιο δίκαιους και λογικούς όρους.
Το διπλό σύστημα ψήφου
Επίσης, στο δημόσιο διάλογο θα έπρεπε να μπει και ο διαχωρισμός της ψήφου στο πρόσωπο και στο κόμμα. Κάτι τέτοιο γίνεται στη Γερμανία όπου οι πολίτες σε μία λίστα ψηφίζουν ανεξάρτητα τους υποψηφίους και σε δεύτερη λίστα το κόμμα που θέλουν. Έτσι κανείς μπορεί να ψηφίσει τα πρόσωπα ανεξάρτητα από το κόμμα που ανήκουν και έτσι κανείς ψηφίζει πιο αξιοκρατικά και προσεκτικά και ασχολείται περισσότερο με τα προσόντα του υποψηφίου. Κάτι τέτοιο είναι πράγματι προχωρημένο για την ελληνική νοοτροπία, αλλά θα έπρεπε τουλάχιστον να μπει στον δημόσιο διάλογο και να ακουστεί.
Ψήφος της ομογένειας
Η κυβέρνηση θα πρέπει με τη χρήση της τεχνολογίας και του Ίντερνετ να εξασφαλίσει ότι η ομογένεια της Ελλάδας, όπου και αν είναι στον κόσμο, θα μπορεί να ψηφίζει όπως οι υπόλοιποι έλληνες πολίτες που διαμένουν στην Ελλάδα. Το ότι εν έτη 2016 οι κάτοικοι εξωτερικού, οι φοιτητές στο εξωτερικό δεν μπορούν να ψηφίσουν στις εθνικές εκλογές δεν τιμά καθόλου την ευρωπαική Ελλάδα.
Συνοψίζοντας, καλό θα ήταν η κυβέρνηση αφού αποφάσισε να αλλάξει τον εκλογικό νόμο να ασχοληθεί με την ουσία και τον εκσυγχρονισμό του, να φερθεί με ρεαλισμό και να αφήσει τους τακτισμούς και τον ερασιτεχνισμό με σχέδια για δήθεν αναλογικά πολυφωνικά συστήματα που τελικά οδηγούν είτε στον δικομματισμό είτε σε χαοτικές καταστάσεις ακυβερνησίας.