Γράφει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος.
Και όμως, αγαπητέ αναγνώστη, αυτές οι εκλογές που προκαλούν στους περισσότερους προβληματισμό ή ιδιαίτερη ψυχική φόρτιση, αμηχανία και αντιφατικά συναισθήματα, σε εμένα προκαλούν μια κάποια ικανοποίηση!
Φαίνεται να μην πήγε χαμένος ο κόπος μου! Βλέπω σημάδια υφολογικής μεταβολής στον ΣΥΡΙΖΑ και αυτό με ενθαρρύνει. Κάτι θετικό τρέχει εδώ και αυτό έχει να κάνει με μια σημαντική μεταβολή στο ύφος του κόμματος, πράγμα που θεωρούσα και συνεχίζω να θεωρώ πως αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της αναφερόμενης ταυτότητάς του.
Με μεγάλη ικανοποίηση είδα το προεκλογικό σποτ «Vincerò» της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, με την μορφή ταινίας μικρού μήκους και ένοιωσα για πρώτη φορά να ικανοποιείται το «αίτημά» μου για άμεση ανάγκη αλλαγής του ύφους και του ήθους στον πολιτικό λόγο και στην πολιτική πρακτική.
Είναι σαν οι δημιουργοί αυτού του σποτ να κατάλαβαν πλήρως τον στοχασμό μου και να πραγματοποίησαν μια μορφή «κορινθιακής υπέρβασης» στην αισθητική της αριστεράς. Και αυτό είναι μια μεγάλη υπόθεση, ένα καθόλου εύκολο εγχείρημα στο πλαίσιο της σημερινής, άκρως ανήθικης προεκλογικής ατμόσφαιρας στην Ελλάδα με έντονα τα στοιχεία πολιτικής απαθλίωσης.
Ξέρεις ίσως, αναγνώστη μου, το «πάθος» μου με το ύφος που δεν είναι ασφαλώς το υφάκι του καθενός, αλλά η μορφή που προσδίδει πολιτικότητα στην πραγματικότητα, εκφράζοντας με έναν ηθικό τρόπο το περιεχόμενό της. Ύφος χωρίς ηθική είναι σκέτο υφάκι. Ύφος με ηθικισμό είναι δογματική, ηγεμονική απάτη. Ύφος με οικονομισμό είναι μάρκετινγκ…
Το πρόβλημα της σύγχρονης αριστεράς είναι το ύφος της. Ένα ύφος που παραπέμπει σε μια θυματοποιητική αφήγηση, την οποία αποστρέφομαι, διότι την θεωρώ πολιτικώς διαστροφική. Υπάρχει και αναπτύσσεται για να προσφέρει παραμυθία στις κοινωνίες, διαμορφώνοντας ιδεαλιστικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές ή χρηματιστικές τάξεις πραγμάτων, οι οποίες έτσι ξεφεύγουν από την ιστορικότητα που τις ορίζει σε ένα κοινωνικώς πραγματιστικό πλαίσιο: διαστρέφει την αρχαιολογία και γενεαλογία στην παραγωγή των οντοτήτων, των σχέσεων, των αντικειμενικών συγκρούσεων.
Η αριστερά όλων ανεξαιρέτως των αποχρώσεων αναφέρεται στην ισότητα και στην άρση του αποκλεισμού και αυτό ασφαλώς αποτελεί μία ηθική διάσταση στην κοινωνία, στον αντίποδα του οικονομικού φιλελευθερισμού. Η ηθική αυτή βάση εδράζεται στην αναπαραγωγή της ζωής, στον βαθμό που ενσωματώνει και βιο-οικονομικά στοιχεία, σε αντίθεση με την αναπαραγωγή της νεκρής ύλης που αποτελεί την γενικότερη κοσμοαντίληψη της δεξιάς και των νεοφιλελευθέρων. Το ζήτημα, ωστόσο, είναι ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεσαι στην ισότητα. Αυτό και μόνον αυτό προσδίδει στο περιεχόμενο της ισότητας και στην σχέση της με την ελευθερία, πολιτικότητα. Και αυτό είναι το ύφος του πολιτικού λόγου που χαρακτηρίζει την κάθε αριστερή προσέγγιση ξεχωριστά.
Στον βαθμό που εμφανίζεις τον λαό ως θύμα των εκμεταλλευτών του, είναι βέβαιο ότι λαϊκίζεις και επίσης βέβαιο πως παραμορφώνεις την πολιτική διάσταση που εκφράζει την σχέση εκμεταλλευτής – εκμεταλλευόμενος στην συγκυρία μιας συγκεκριμένης φάσης κοινωνικής εξέλιξης. Η πολιτική ιστορία, όπως και η πολιτική οικονομία, δείχνουν ακριβώς την εξέλιξη αυτής της σχέσης και πώς καθεστώτα ηγεμονίας διασκεδάζουν αυτή την σχέση, με κύριο μοχλό τις λεγόμενες στρατηγικές πολιτικής νομιμοποίησης των αποφάσεων μιας ελίτ. Το ζήτημα, με μια κουβέντα, είναι πώς ο Β υποτάσσεται τελικά στην βούληση και στα συμφέροντα του Α, νομιμοποιώντας πολιτικά την κυριαρχία του Α.
Είναι τουλάχιστον ανούσιο με όρους πολιτικής, δηλαδή διαπραγμάτευσης μεταξύ αντιτιθέμενων συμφερόντων στο πλαίσιο ενός κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, να προσπαθείς να ευαισθητοποιήσεις/ριζοσπαστικοποιήσεις τον εκμεταλλευόμενο (τον Β) τονίζοντας πως αυτός είναι θύμα του εκμεταλλευτή (του Α) και πως πρέπει να χειραφετηθεί. Είναι χρήσιμο στο πλαίσιο μιας επανάστασης λενινιστικού τύπου, αλλά απολύτως άστοχο στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας. Εδώ φτάσαμε οι δεξιοί, κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί στην Ελλάδα να προπαγανδίζουν προεκλογικώς, θεωρώντας και αυτοί τον ελληνικό λαό θύμα, λέγοντας: «οι θυσίες του ελληνικού λαού έπιασαν τόπο και δεν πρέπει να πάνε χαμένες»! Με αποτέλεσμα από κει κι έπειτα να ξεκινά η παραμυθία που έρχεται να υποσχεθεί ένα καλύτερο αύριο για τα θύματα, για τον κάθε Β!
Η σύγχρονη αριστερά για να νικήσει, όχι σε μία επανάσταση, αλλά σε μία διαδικασία μετασχηματισμού και μεταμόρφωσης του συστήματος διακυβέρνησης υπό κοινοβουλευτικούς όρους, πρέπει να καταλάβει πως πρέπει να υπερβεί την θυματοποιητική δομή του πολιτικού της λόγου. Να εστιάσει στην συγκεκριμένη μορφή, στο ύφος και άρα στην ηθική των σχέσεων του εκμεταλλευτή με τον εκμεταλλευόμενο στην συγκυρία και να αναζητήσει με ένα άλλο ύφος ανατροπή αυτού του ηγεμονικού ύφους, αναζητώντας προφανώς μια εναλλακτική ηγεμονία, η οποία θα θεσπίζει ένα άλλο ύφος πολιτικής νομιμοποίησης στην άντληση υπεραξίας. Ένα ύφος που σε επίπεδο μακροπολιτικής δεν μπορεί να περιλαμβάνει την λιτότητα και τον αντιπληθωρισμό, ούτε την κατίσχυση της οικονομικής ελευθερίας επί των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων.
Η νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ με αυτό το σποτ χρησιμοποιεί το «Nessun dorma» (Κανείς να μην κοιμηθεί) της όπερας του Πουτσίνι «Turnandot», ως master point που παραπέμπει σε μία μορφή εναλλακτικής ηγεμονίας στην Ελλάδα, στην θέση της πολιτικώς ορθής εκφοράς του νεοφιλελευθερισμού σε συνδυασμό με τον πελατειασμό στην αγορά εργασίας. Και έτσι με έναν δημιουργικό τρόπο, αλλάζει ριζικά το παραδοσιακό ύφος στον αριστερό πολιτικό λόγο με μία θαυμάσια υφολογικώς «κορινθιακή υπέρβαση» κατά την οποία, μέσω της άριας του Πουτσίνι, η νέα και ο νέος στην Ελλάδα, που ζουν στο φάσμα του αποκλεισμού και του εξευτελισμού, αντί να εμφανίζονται σαν θύματα που αναζητούν μία ευκαιρία για να υπάρξουν, γίνονται ένα χειραφετημένο Είμαι που παίρνει την ζωή του στα χέρια του μέσω μίας διαδικασίας πολιτικής αλλαγής.
Σημασία επί του συγκεκριμένου δεν έχει ασφαλώς αν αυτή η πολιτική αλλαγή με την νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές θα θεσπίζει ή όχι μια εναλλακτική ηγεμονία κι αν πράγματι η αλλαγή αυτή θα επιτρέψει στις νέες και στους νέους να πάρουν την τύχη στα χέρια τους. Σημασία έχει πως για πρώτη φορά στο επίπεδο της πολιτικής επικοινωνίας της αριστεράς, ο νέος και η νέα δεν εμφανίζονται και δεν συμπεριφέρονται σαν θύματα. Και αυτό προσδίδει ένα άλλο ύφος κι ένα άλλο ήθος στον αριστερό λόγο. Σημασία πλέον αποκτά το πώς ο Β, με ποιους συγκεκριμένους όρους, νομιμοποιεί την εξουσία του Α. Εδώ, πλέον, είναι οι νέοι και οι νέες της Ελλάδας που διεκδικούν ρόλο στον ορισμό της σχέσης εξουσιαστής – εξουσιαζόμενος και όχι εξαφάνιση αυτής της σχέσης μέσω μιας ιδεατής αταξικής κοινωνίας. Όχι, δεν πρόκειται περί μίας προσγείωσης των αριστερών στην Ελλάδα, αλλά μάλλον περί μίας βάσιμης με όρους πραγματισμού, έκφρασης διάθεσης για απογείωση!…