Γράφει ο Νίκος Νικολόπουλος
Η εξάχρονη πλέον περιπέτεια των μνημονίων και η ακατάσχετη μέχρι και σήμερα αιμορραγία του ελληνικού λαού θα έπρεπε να μας έχει κάνει όλους περισσότερο σοφούς και ώριμους.
Κυρίως δε, τον πολιτικό κόσμο.
Ο οποίος, ανεξαιρέτως κομμάτων και ιδεολογιών, κουβαλάει βαρύτατο φορτίο λαθών που οδήγησαν τη χώρα στον οικονομικό βούρκο, την ταπείνωσαν και ακόμα την κρατούν στον πάτο.
Φυσικά, η απάντηση στα μεγάλα σφάλματα του πολιτικού κόσμου δεν είναι να τον αλλάξουμε με… «μη πολιτικό κόσμο». Η απάντηση στη μεγάλη οικονομική και κοινωνική κατρακύλα μας δεν είναι η άρνηση της δημοκρατίας, η καταφυγή σε ακρότητες και η παραχώρηση εδάφους σε μισαλλόδοξες και αυταρχικές τακτικές. Μόνη απάντηση είναι η ενίσχυση και η θωράκιση της δημοκρατίας μας, με οδηγό τα πολύτιμα μαθήματα που όλοι έχουμε πάρει στα χρόνια της σκληρής κρίσης.
Στα πλαίσια αυτά, ο εκλογικός νόμος, ως ένα πολύ σημαντικό «εργαλείο» της υψηλότερης στιγμής της δημοκρατικής διαδικασίας (των εκλογών), είναι ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο που δεν μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί πεδίο κομματικών τακτικισμών και μικροπολιτικών συμφερόντων, συνήθως πρόσκαιρων.
Η κρίση, σε πολιτικό επίπεδο, αύξησε την ρευστότητα και παρέσυρε πολλούς και πολλά. Απέδειξε όμως ότι είναι δυνατόν, ακόμα και πολιτικές δυνάμεις που έρχονται από αντίθετες κατευθύνσεις να μπορούν να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν πάνω σε ένα σχέδιο που είτε χαρακτηρίζεται ως δεξιό, είτε ως αριστερό, προκρίνεται ως το καλύτερο για την χώρα.
Είναι η ώρα λοιπόν, ο πολιτικός κόσμος να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα.
Να συμβάλλει με την στάση και τις αποφάσεις του στη δημιουργία ενός σταθερού εκλογικού συστήματος που να εκφράζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη βούληση του λαού και να θέτει τις αναγκαίες ασφαλιστικές δικλείδες, ώστε ούτε αποτυχημένες και χωρίς την στήριξη των πολιτών κυβερνήσεις να παραμένουν «γαντζωμένες» στην εξουσία ούτε να μετατραπεί η κοινοβουλευτική δημοκρατία σε ένα «τσίρκο θεαμάτων», όπου κάποιοι ευκαιριακοί «αστέρες» θα κρατούν σε ομηρία την πολύτιμη ανάγκη κυβερνησιμότητας της χώρας.
Οι Έλληνες Χριστιανοδημοκράτες, ανοίγοντας τη συζήτηση του εκλογικού νόμου, καταλήξαμε στην άποψη ότι ένας τέτοιος εκλογικός νόμος μπορεί να διαμορφωθεί. Και ότι ξεκινώντας από την απλή αναλογική, μπορούν να «χτιστούν» εκείνες οι ασφαλιστικές δικλείδες που θα προσφέρουν ένα νέο εκλογικό νόμο, σταθερό για πολλά χρόνια και αποδεκτό από την συντριπτική πλειοψηφία του λαού και των πολιτικών δυνάμεων.
Προκειμένου να συμβεί αυτό όμως, απαιτούνται ειλικρινείς και έντιμες κουβέντες και προτάσεις. Πρωτίστως από την κυβέρνηση που κουβαλάει την μεγάλη ευθύνη των αρχικών προτάσεων και της νομοθέτησης, αλλά και από το σύνολο των κομμάτων.
Εδώ και τώρα, ας μπει ένα τέλος στο μικροκομματικό «κρυφτούλι». Η λογική «τι με συμφέρει και τι όχι» έχει κοντά ποδάρια. Και κυρίως, είναι επιζήμια για τη χώρα, τον λαό και τη δημοκρατία.
Γι’ αυτό και η κατ’ αρχήν συναίνεση του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος προς την κυβερνητική πρόταση για νέο εκλογικό νόμο αποτελεί μία έκφανση της πεποίθησής μας ότι οι θεσμοί δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται άλλο σε αυτό τον τόπο ως «σημαίες ευκαιρίας». Η δημοκρατία, ακόμα και το πολιτικό παιχνίδι, αποπνέουν υγεία όταν στηρίζονται σε σταθερούς και γνωστούς κανόνες.
Επίσης, η αποδοχή μας στην παρούσα κυβερνητική πρόταση – με την ελπίδα πως θα υπάρξουν σημαντικές βελτιωτικές προσθήκες – σηματοδοτεί την αποστροφή μας πλέον σε ένα σύστημα που ναι μεν έλυνε το άγχος της κυβερνησιμότητας, αλλά προικοδοτούσε τη χώρα με κυβερνήσεις που μάλλον αποτελούσαν «ενός ανδρός αρχή». Οι πρωθυπουργο-κεντρικές κυβερνήσεις, ιδίως μετά την αφαίρεση των αρμοδιοτήτων από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, ευθύνονται για τα σοβαρότερα λάθη και παραλείψεις των τελευταίων δεκαετιών. Και είναι λογικό. Όταν ένα κλειστό λόμπι προσώπων γύρω από τον εκάστοτε πρωθυπουργό, αισθάνεται ασφαλές να κάνει σχεδόν ό,τι θέλει, τότε μάλλον… στραβά θα αρμενίσει.
Κατά συνέπεια, θα είναι απολύτως ωφέλιμο, ένα νέο εκλογικό σύστημα να επιτρέπει – ή σχεδόν να επιβάλλει – πολιτικές συνεργασίες που δεν θα επιτρέπουν σε πολύ λίγους να διαφεντεύουν πάρα πολλούς.
Το ποιες και πόσες μπορεί να είναι αυτές οι συνεργασίες, απάντηση δεν μπορεί να δοθεί. Ούτε εάν τελικά, θα αποδειχθούν καλές ή κακές. Όμως εκείνο για το οποίο είμαστε βέβαιοι είναι πως ένα αναλογικότερο σύστημα θα θέσει και τον πολιτικό κόσμο προ των σοβαρών ευθυνών του. Όσο δύσκολο είναι να κοιτάξεις στα μάτια τον πολιτικό σου αντίπαλο και να κάνεις μαζί του μια έντιμη συμφωνία, άλλο τόσο δύσκολο και δυσκολότερο είναι να αφήσεις την χώρα ως ακυβέρνητο καράβι καταμεσής στο πέλαγος.
Γιατί τότε, η κρίση του λαού θα είναι πολύ σκληρή. Αμείλικτη.
Επιπλέον, άλλα στοιχεία της πρότασης που έχει παρουσιάσει η σημερινή κυβέρνηση, όπως το δικαίωμα ψήφου στα 17, ας μην τα αντιμετωπίζουμε φοβικά. Και ας κάνουμε όλοι μια απλή σκέψη:
Όποιος έχει στο σπίτι του ένα 17χρονο παιδί σήμερα, τολμάει να πει ότι δεν είναι αρκετά ώριμο να συμμετέχει στις αποφάσεις που αφορούν το μέλλον του; Και πέραν αυτού, ας σκεφτούμε μήπως η ψήφος στα 17 αποτελέσει και μία καθαρτήρια παρέμβαση στο πολιτικό σύστημα, υπό την έννοια πως θα επιβάλλει νέες σκέψεις και νέες νοοτροπίες στην πολιτική. Εξάλλου, σε μια χώρα που γερνάει, μόνο η εμπιστοσύνη στους νέους και η ανάδειξή τους σε πρωταγωνιστές, μπορεί ίσως να αναχαιτίσει και την εθνική – πολιτική – κοινωνική – οικονομική «γήρανση».
Είναι βέβαιο πως θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά ακόμα: Για το εάν πρέπει ή όχι να υπάρχει «κατώφλι» εισόδου στη Βουλή για κάποιο κόμμα, και ποιο θα ήταν αυτό. Για το εάν υπάρχει λόγος να δίνεται κάποιο «μπόνους» εδρών στο πρώτο κόμμα, αλλά όχι «κατ΄αποκοπή» αλλά με βάση τις εκλογικές επιδόσεις του, ίσως.
Και είναι εξίσου βέβαιο πως η αλλαγή του εκλογικού νόμου δεν αρχίζει και δεν τελειώνει σε αριθμητικούς υπολογισμούς, με τελικό αποτέλεσμα το «300». Μήπως τελικά, πρέπει να αλλάξει και αυτό το νούμερο; Μήπως πρέπει οι εκλογές να γίνονται με ενιαίο ψηφοδέλτιο σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες ώστε οι πολίτες να επιλέγουν πρόσωπα, πέρα και πάνω από κόμματα; Μήπως θα έπρεπε να «σπάσουν» οι μεγάλες εκλογικές περιφέρειες;
Τα ερωτήματα είναι πολλά. Η συζήτηση που πρέπει να γίνει είναι μεγάλη. Αλλά πρέπει να γίνει. Και να τελειώσει. Με ειλικρίνεια. Ο πολιτικός κόσμος πρέπει να πάψει να στρουθοκαμηλίζει και όταν όλα τριγύρω του αλλάζουν, αυτός να επιμένει στα παλιά. Σήμερα έχουμε μια ευκαιρία να αλλάξουμε. Ας το κάνουμε. Και μετά ας μετρηθούμε για το ποιοι και πώς, μπορούμε να συνεργαστούμε…