(Φωτ.: Titian – The Flaying of Marsyas)
Ο χρεώστης, για να εμπνεύσει εμπιστοσύνη όσον αφορά στην υπόσχεσή του για εξόφληση του χρέους, για να δώσει μια εγγύηση για τη σοβαρότητα και την ιερότητα της υπόσχεσής του, για να αποτυπώσει στη συνείδησή του την αναγκαιότητα της επιστροφής του χρέους ως καθήκον, υποχρέωση, δεσμεύεται, μέσω ενός συμβολαίου που κάνει με τον πιστωτή, ότι, σε περίπτωση που δεν θα πληρώσει το χρέος του, θα δώσει ως αποζημίωση κάτι άλλο του οποίου την «κατοχή» έχει, το οποίο έχει υπό την εξουσία του, για παράδειγμα το σώμα του, τη γυναίκα του, την ελευθερία του ή ακόμη και τη ζωή του (ή ακόμη, κάτω από ορισμένες θρησκευτικές προϋποθέσεις, τη μακαριότητά του, τη σωτηρία της ψυχής του και τελικά τη γαλήνη του μέσα στον τάφο: έτσι συνέβαινε στην Αίγυπτο, όπου το πτώμα του χρεώστη δεν έβρισκε γαλήνη ενώπιον του πιστωτή – και είναι αλήθεια ότι για τους Αιγύπτιους η γαλήνη αυτή δεν ήταν και μικρό πράγμα). Συγκεκριμένα, ο πιστωτής μπορούσε να υποβάλει σε κάθε είδους ταπείνωση και βασανισμό το σώμα του χρεώστη· για παράδειγμα, να του κόψει ένα κομμάτι τόσο μεγάλο όσο θα του φαινόταν ανάλογο με το χρέος – και με βάση αυτή την αντίληψη, δημιουργήθηκαν παντού και από πολύ νωρίς ακριβείς εκτιμήσεις, ενίοτε φρικιαστικές στη λεπτομέρειά τους, εκτιμήσεις με νομική ισχύ, της αξίας των διαφόρων μελών και τμημάτων του σώματος. Θεωρώ ήδη πρόοδο, απόδειξη μιας πιο ελεύθερης, πιο ευρείας, πιο ρωμαϊκής αντίληψης περί δικαίου, τη διάταξη της ρωμαϊκής Δωδεκαδέλτου που όριζε πως δεν είχε σημασία το πόσο πολύ ή το πόσο λίγο έκοβε ο πιστωτής σε μια τέτοια περίπτωση: «si plus minusve secuerunt, ne fraude esto» [αν κόβουν πολύ ή λίγο, αυτό δεν είναι από δόλο]. Ας καταστήσουμε σαφή τη λογική αυτής της μορφής συμψηφισμού: είναι αρκετά παράξενη. Η ισοδυναμία/ισαξία εξασφαλίζεται από το ότι ο πιστωτής λαμβάνει, αντί για ένα άμεσο όφελος που αντισταθμίζει τη ζημιά που υπέστη (δηλαδή, αντί για έναν συμψηφισμό με χρήμα, γη, κατοχή οποιουδήποτε είδους), ένα είδος ικανοποίησης ως αποζημίωση και συμψηφισμό – την ικανοποίηση να ασκεί ελεύθερα τη δύναμή του πάνω σε κάποιον που έχει περιέλθει σε αδυναμία, την ηδονή «de faire le mal pour le plaisir de le faire» [να κάνει το κακό από ευχαρίστηση να το κάνει], την απόλαυση της βιαιοπραγίας: και η απόλαυση αυτή είναι τόσο πιο μεγάλη όσο πιο χαμηλή και ταπεινή είναι η θέση του χρεώστη στην κλίμακα της κοινωνίας, διότι τότε η μπουκιά θα του φανεί πιο νόστιμη, και μάλιστα θα του φανεί σαν πρώτη γεύση μιας ανώτερης κοινωνικής βαθμίδας. Μέσω της «τιμωρίας» του χρεώστη, ο πιστωτής συμμετέχει στο δίκαιο των κυpίων: επιτέλους φτάνει κι αυτός μια φορά στο υψηλό συναίσθημα τού να μπορεί να περιφρονεί και να κακομεταχεφίζεται ένα ον σαν κάτι «που βρίσκεται κάτω απ’ αυτόν» – ή τουλάχιστον, στην περίπτωση που η αληθινή εκτελεστική δύναμη και η εφαρμογή της τιμωρίας έχουν περιέλθει στη δικαιοδοσία των «αρχών», να μπορεί να βλέπει αν το περιφρονούν και αν το κακομεταχειρίζονται. Ο συμψηφισμός συνίσταται συνεπώς σε μια εντολή και ένα δικαίωμα στη σκληρότητα.
[…]
Ζει κανείς σε μια κοινότητα, απολαμβάνει τα προνόμια μιας κοινότητας (και τι προνόμια! συμβαίνει να τα υποτιμούμε σήμερα), κατοικεί εκεί, απολαμβάνει την προστασία και τη μέριμνα, με ειρήνη και εμπιστοσύνη, χωρίς φόβο για ορισμένες ζημιές και εχθρικές ενέργειες, στις οποίες είναι εκτεθειμένος ο άνθρωπος που βρίσκεται έξω, ο «δίχως ειρήνη» – ένας Γερμανός ξέρει ότι η λέξη Elend [αθλιότητα] σήμαινε αρχικά elend [εξορία] -, επειδή έχει δεσμευτεί, επειδή έχει αναλάβει την υποχρέωση απέναντι στην κοινότητα να απέχει ακριβώς από τέτοιες ζημιές και εχθρικές ενέργειες. Τι θα συμβεί στην αντίθετη περίπτωση; Η κοινότητα, ο εξαπατημένος πιστωτής, θα ξεπληρωθεί όσο καλύτερα μπορεί, δεν χωράει αμφιβολία γι’ αυτό. Το λιγότερο που μετράει εδώ είναι η άμεση ζημιά την οποία προκάλεσε ο ένοχος: ανεξάρτητα απ’ αυτήν ο εγκληματίας είναι πάνω απ’ όλα ένας «παραβάτης», ένας παραβάτης του συμβολαίου και του λόγου που έδωσε στην κοινότητα, σε σχέση με όλα τα αγαθά και τις ανέσεις της κοινωνικής ζωής στην οποία συμμετείχε ώς τότε. Ο εγκληματίας είναι ένας χρεώστης, ο οποίος, όχι μόνο δεν ξεπληρώνει τα οφέλη και τις χορηγίες που πήρε, αλλά και επιτίθεται στον πιστωτή του: επομένως, όπως είναι δίκαιο, όχι μόνο του στερούν στο εξής όλα αυτά τα αγαθά και τα πλεονεκτήματα, αλλά και του υπενθυμίζουν τι σήμαινε το ότι τα είχε στη διάθεσή του. Η οργή του ζημιωμένου πιστωτή, της κοινότητας, τον ξαναστέλνει στην άγρια και εκτός νόμου κατάσταση, από την οποία τον προστάτευε ώς εκείνη τη στιγμή: τον αποδιώχνει – και τώρα μπορεί να τελεστεί σε βάρος του κάθε είδος εχθρικής ενέργειας. Η «τιμωρία», σ’ αυτό το στάδιο των ηθών, είναι απλώς το ομοίωμα, ο μίμος της κανονικής συμπεριφοράς απέναντι στον μισητό, αφοπλισμένο και υποταγμένο εχθρό, ο οποίος έχει χάσει όχι μόνο κάθε δικαίωμα και προστασία αλλά και κάθε επιείκεια· πρόκειται λοιπόν για δίκαιο του πολέμου και για θρίαμβο τού Vae victis! [Ουαί τοις ηττημένοις!] σ’ όλη τους την ανεπιείκεια και σκληρότητα. Αυτό είναι που εξηγεί γιατί ο ίδιος ο πόλεμος (συμπεριλαμβανόμενης και της λατρείας των πολεμικών θυσιών) έχει δώσει στην τιμωρία όλες τις μορφές με τις οποίες εμφανίστηκε αυτή στην ιστορία.
από τη Δεύτερη Πραγματεία
στη Γενεαλογία της Ηθικής
μτφ. Ζήση Σαρίκα
εκδ. Βάνιας, 2008