Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Αυτή τη εποχή στον κεντρικό πολιτικό διάλογο κυριαρχούν δύο ζητήματα: η Novartis και η Χάγη. Το πρώτο το θεωρώ ήσσονος σημασίας, σε σχέση με το άλλο, όχι γιατί τα ζητήματα της διαφθοράς δεν είναι σημαντικά αλλά γιατί είναι σαφές ότι ο καβγάς και το ξεκατίνιασμα που γίνεται αυτή τη στιγμή στη Βουλή δεν αφορούν τους πολίτες.
Πρακτικά αποτελεί αφενός προσπάθεια της ΝΔ να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από το τι δεν γίνεται με το μεταναστευτικό, με την οικονομία, την ανάπτυξη και την ανεργία και αφετέρου δίνει την ευκαιρία στο ΣΥΡΙΖΑ να συσπειρωθεί απέναντι σε έναν «εχθρό» για να κρύψει τα σημαντικά εσωτερικά του προβλήματα.
Όμως πρέπει να συνειδητοποιήσουν και οι δύο πλευρές ότι όλο αυτό οδηγεί τους πολίτες να σιχαθούν περαιτέρω το πολιτικό σύστημα και αυτό τελικά δεν τους συμφέρει.
Συνεπώς, το σημαντικό για μένα είναι να συζητήσουμε την εξωτερική μας πολιτική. Εδώ έχουν συντελεστεί ήδη μεγάλα λάθη.
Δεν έχουμε αντιληφθεί ότι αυτή η κρίση με την Τουρκία, που δεν ξέρουμε πόσο σοβαρή θα αποδειχθεί, δημιουργεί νέα δεδομένα και οδηγεί στην ανάγκη -για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της- η χώρα να καθίσει να κάνει καταγραφή δυνάμεων και σχέσεων στο σύνολο της ανατολικής Μεσογείου για να προχωρήσει στη δημιουργία ολοκληρωμένης στρατηγικής σε τρία επίπεδα:
Πρώτον διακρατικά, από τη Σερβία μέχρι το Αζερμπαϊτζάν. Απαιτείται πλήρης καταγραφή και επαναπροσδιορισμός σχέσεων με την κάθε χώρα και αξιολόγηση ποιος ακριβώς είναι ο βαθμός σύνδεσης και κοινής πόρευσης για το μέλλον της νοτιοανατολικής Μεσογείου, με δεδομένο πλέον ότι εμείς ξεκάθαρα θεωρούμε αντίπαλο μας την Τουρκία.
Δεύτερον επαναπροσδιορισμού της στάσης μας σε ΟΗΕ, ΕΕ και ΝΑΤΟ με βάση τη στρατηγική της ανατολικής μεσογείου.
Τρίτον, επαναπροσδιορισμού της στρατηγικής μας με τις χώρες των G9 που βρίσκονται «κοντά» στο πρόβλημα. Σε αυτή την περίπτωση αναφέρομαι στις χώρες που δεν μετέχουν στα συλλογικά σχήματα που μετέχουμε εμείς, όπως για παράδειγμα η Ρωσία.
Ανεξαρτήτως αυτών, σε κάθε περίπτωση απαιτείται επαναπροσδιορισμός της σχέσης μας και με τη Μεγάλη Βρετανία γιατί η αποχώρησή της από την ΕΕ δημιουργεί μεγαλύτερα ρήγματα από αυτά τα οποία φαίνονται και έχουν ήδη αποκαλυφθεί. Ως εκ τούτου είναι διακριτός πόλος, ή φίλος ή εχθρός.
Αν δεν γίνει αυτό θα είναι ιδιαίτερα επιπόλαιο και ανόητο να συζητάμε για μικρο-πρωτοβουλίες του τύπου «επέκταση των ναυτικών μιλίων» γιατί πάρα πολύ απλά υπάρχουν δύο ζητήματα πίσω από τα οποία οχυρώνεται η Τουρκία: Το ένα η αποστρατικοποίηση των νησιών όπως το θέτει η Τουρκία και το άλλο, παράνομα στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου, να θεωρεί την επέκταση των ναυτικών μιλίων ως casus belli.
Το επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι η ορθολογιστική οικονομική αποτύπωση για το πως ταυτίζεται με το έλλειμμά μας η δυνατότητα να πατήσουμε τη σκανδάλη. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό. Είναι το σημείο που αποτελεί τη διαχρονική μας αδυναμία. Να πείσουμε όλους εκείνους οι οποίοι μας θεωρούν δεδομένους ότι εμείς αυτή τη φορά είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε αυτό το οποίο δεν κάναμε στα Ίμια, το οποίο η ιστορία αποδεικνύει ότι ήταν μέγιστο λάθος. Πιστεύω ότι αν δεν είχαμε υποχωρήσει στα Ίμια εκείνη τη στιγμή, με το ναυτικό μας τότε ισχυρό και τη χώρα ανθηρή θα είχαν αλλάξει οι ισορροπίες στο Αιγαίο και σήμερα δεν θα είχαμε αυτά τα ευτράπελα. Αυτή είναι η δική μου άποψη και η δική μου γνώση των πραγμάτων όπως την είχα καταγεγραμμένη με την ενημέρωση που είχα και ιδίοις όμμασι τη δεκαετία του ‘90 που εργαζόμουν στην Ουάσιγκτον.
Συνεπώς είμαι κατηγορηματικά αντίθετος σε μια προσφυγή στη Χάγη για συζήτηση εφ’ όλης της ύλης. Είμαι κατηγορηματικά αντίθετος για την επέκταση των ναυτικών μιλίων, για τη συζήτηση περί υφαλοκρηπίδας. Γιατί αν δεν ξέρω ποια είναι η στρατηγική μου στο σύνολο της περιοχής δεν μπορώ να καθίσω σε κανένα τραπέζι γιατί είναι δεδομένο ότι αποκλείεται να έχω το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Όσον αφορά τους γητευτές της φιλοτουρκικής πολιτικής και όλους εκείνους που έχουν ξεκινήσει τη συζήτηση περί νέου αλυτρωτισμού της Τουρκίας έχω να πω το εξής: Δεν μπορεί να ζητάς από όλους εκείνους που ήταν αρχιτέκτονες της προσέγγισης και της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ -οι οποίοι είναι φιλότουρκοι και δεν έχουν μετεξελιχθεί από τότε, αυτή είναι η αλήθεια- να είναι εκείνοι που αυτή τη στιγμή επηρεάζουν στο Μαξίμου και το ΥΠΕΞ, για το πως πρέπει να κατευθυνθεί η χώρα.
Έχω πει επίσης επανειλημμένως ότι συνταγές που δούλευαν πριν 30 χρόνια -επειδή έχουμε έλλειμμα, brain drain και στην εξωτερική πολιτική, γιατί τα μυαλά που συμμετέχουν στη διαμόρφωσή της είναι στεγνά και αναχρονιστικά- μπορούν ακόμη να έχουν αποτέλεσμα. Απαιτείται νέα θεώρηση του ζητήματος και νέα μυαλά.
Στη ζωή σου έρχεται κάποια στιγμή που συνειδητοποιείς πως ό,τι κάνεις το κάνεις μόνος σου. Τότε αντιμετωπίζεις και τη ζωή διαφορετικά. Ήρθε η στιγμή λοιπόν να αποφασίσουμε ότι είμαστε μόνοι μας και αυτό να είναι ένα πρόκριμα πολιτικής ωριμότητας το οποίο τόσο πολύ έχουμε ανάγκη.
Και ενδεχομένως να μας αναγκάσει να αλλάξουμε επίπεδο σοβαρότητας. Γιατί μέχρι τώρα , ότι ακούγεται δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα συνολικά. Απλώς είναι μια «ποταμίσια» λογική που τρώει το χρόνο για να μη σκάσει άλλο ένα ζήτημα στα χέρια των κυβερνώντων.
ΥΓ 1 Εκτιμώ πολύ το γεγονός ότι προκύπτουν και άλλες φωνές με άποψη επί του ζητήματος, άσχετα αν συμφωνώ μαζί τους ή διαφωνώ.
ΥΓ 2 Αυτή η επικοινωνιακή μονομανία με τη Γαλλία όπου κοιτάζουμε να πιαστούμε από κάποιον που έχει επίσης οικονομικά προβλήματα και είναι στην περιοχή ουσιαστικά για να υπερασπίσει τα συμφέροντά του θα με κάνει να πεισθώ όταν δω στρατιές να ξεφορτώνονται στα ελληνικά νησιά έτοιμες για μάχη. Μέχρι στιγμής ο κ. Μακρόν κινείται σε ένα δικό του επικοινωνιακό πόλεμο για τις δικές του επικοινωνιακές ανάγκες. Αυτό εμένα δεν με ενδιαφέρει. Εγώ θέλω να ξέρω αν ο κ. Μακρόν είναι διατεθειμένος να δώσει εντολή να απογειωθούν τα αεροπλάνα του να χτυπήσουν την Άγκυρα. Τότε θα πεισθώ.
ΥΓ 3 Όταν αναφέρομαι στον «οικονομικό απολογισμό ενδεχόμενου πολέμου και του πόσες ημέρες αντέχουμε» αυτό δεν γίνεται με τη λογική της αποτροπής, αλλά για να έχουμε μια αντικειμενική εικόνα ούτως ώστε να διαρθρώσουμε τον προϋπολογισμό αντίστοιχα. Καταλαβαίνω βεβαίως το άγχος της κυβέρνησης γιατί δεν θέλει να μπει σε αυτό το «λούκι» που θα λειτουργήσει ενδεχομένως αποτρεπτικά σε επενδυτές και τουρίστες, αλλά το να μην υπάρχει ο σχεδιασμός είναι κουτό. Η έλλειψη σχεδιασμού άλλωστε φάνηκε και στο μεταναστευτικό και φοβάμαι θα φανεί και στον κοροναϊό. Σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετικό το να έχεις σχεδιασμό από το να τον διαφημίζεις. Εμείς μιλάμε για το πρώτο.
ΥΓ. 4 Δεν θα μπω στη συζήτηση για τον κοροναϊό γιατί δεν έχω καθαρή εικόνα του προβλήματος. Δεν ξέρω ούτε το μέγεθος του προβλήματος ούτε κατά συνέπεια τι αξία έχει η προσπάθεια που δηλώνει ότι καταβάλει η κυβέρνηση για να το αντιμετωπίσει.