Η επίσημη απαγγελία κατηγοριών εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ βύθισε σε ακόμη μεγαλύτερη αβεβαιότητα την κούρσα για τον Λευκό Οίκο το 2024, με τον Ρεπουμπλικάνο να είναι πλέον αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο μιας δίκης και τον νυν πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν να μην έχει ανακοινώσει την υποψηφιότητά του.
Ενώπιον δικαστή στη Νέα Υόρκη ο Τραμπ δήλωσε χθες, Τρίτη (4/4), αθώος για τις κατηγορίες που τον βαρύνουν, για την καταβολή δηλαδή χρημάτων προκειμένου να αποσιωπηθούν υποθέσεις που θα μπορούσαν να τον φέρουν σε δύσκολη θέση πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2016.
Ο Ρεπουμπλικάνος, που έχει ήδη επιστρέψει στην οικία του στο Μαρ-α- Λάγκο της Φλόριντα, κατήγγειλε «την παρέμβαση» της δικαιοσύνης στις προεδρικές εκλογές του 2024 και χαρακτήρισε τις κατηγορίες εναντίον του «προσβολή προς το έθνος».
«Το μόνο έγκλημα που διέπραξα ποτέ ήταν πως υπερασπίστηκα το έθνος μας εναντίον αυτών που επιδιώκουν να το καταστρέψουν», τόνισε ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας ενώπιον πολλών υποστηρικτών του.
Υποψήφιος για τρίτη φορά για τον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ θα προσπαθήσει τώρα να αποφύγει τη δοκιμασία μιας δίκης, η οποία ενδέχεται να ξεκινήσει τον Ιανουάριο του 2024, λίγο πριν από τις προκριματικές εκλογές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για την επιλογή του υποψηφίου του κόμματος στις προεδρικές εκλογές.
Προσβολές
Πέρασε περίπου δύο ώρες στο δικαστήριο του Μανχάταν, όπου μετέβη από τον Πύργο Τραμπ συνοδευόμενος από αυτοκινητοπομπή υπό αυστηρά μέτρα ασφαλείας.
Έξω από το δικαστήριο υποστηρικτές και αντίπαλοι του πρώην προέδρου αντάλλαξαν προσβολές σε μια τεταμένη ατμόσφαιρα.
Ο Τραμπ υποχρεώθηκε να ακολουθήσει τη διαδικασία που ακολουθείται πάντα κατά την απαγγελία κατηγοριών: δήλωσε το όνομά του, την ηλικία και το επάγγελμά του και του πήραν τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Ωστόσο δεν τον φωτογράφισαν για τα αρχεία του δικαστηρίου, ούτε του πέρασαν χειροπέδες.
Ο δισεκατομμυριούχος δηλώνει αθώος και τονίζει ότι είναι θύμα «κυνηγιού μαγισσών» το οποίο ενορχήστρωσαν οι Δημοκρατικοί του προέδρου Τζο Μπάιντεν, ο οποίος «του έκλεψε» τη νίκη του στις εκλογές του 2020.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος των ΗΠΑ επεσήμανε ότι η εμφάνιση του Τραμπ ενώπιον δικαστηρίου «δεν είναι προτεραιότητα» για εκείνον, όπως δήλωσε η εκπρόσωπός του Καρίν Ζαν- Πιέρ.
Απαγγελία κατηγοριών και δημοσκοπήσεις
Ο Τραμπ είναι ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ εναντίον του οποίου απαγγέλλονται κατηγορίες. Συγκεκριμένα κατηγορείται ότι «ενορχήστρωσε» σειρά πληρωμών προκειμένου να αποσιωπηθούν τρεις υποθέσεις που θα μπορούσαν να τον πλήξουν πριν από τις εκλογές του 2016.
Μεταξύ άλλων η ομάδα του πρώην προέδρου κατέβαλε 130.000 δολάρια στην πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς – με την οποία φέρεται να είχε εξωσυζυγική σχέση—προκειμένου να εξαγοράσει τη σιωπή της.
Ο Ντόναλντ Τραμπ «δεν σταμάτησε να ψεύδεται», τόνισε ο εισαγγελέας του Μανχάταν Άλβιν Μπραγκ, καταγγέλλοντας, έπειτα από πέντε χρόνια που το γραφείο του διεξάγει έρευνα, «τη σοβαρή εγκληματική συμπεριφορά» του Νεοϋρκέζου επιχειρηματία.
«Ο νόμος είναι ίδιος για όλους», υπογράμμισε σε συνέντευξη Τύπου.
Κάνοντας λόγο για μια «θλιβερή» και «λανθασμένη» απαγγελία κατηγοριών, ένας από τους δικηγόρους του Τραμπ, ο Τοντ Μπλανς, του υποσχέθηκε ότι θα δώσει μάχη για να τον υπερασπιστεί.
Μιλώντας από τη Φλόριντα ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ δήλωσε: «Δεν πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο στην Αμερική».
«Ένα πολύ σκοτεινό σύννεφο είναι πάνω από την αγαπημένη μας χώρα, δεν έχω ωστόσο καμία αμφιβολία ότι θα ξανακάνουμε την Αμερική μεγάλη», πρόσθεσε.
Την ίδια ώρα η δημοτικότητα του Τραμπ φαίνεται να αυξάνεται, εν μέρει, όπως εκτιμούν κάποιοι Ρεπουμπλικάνοι, λόγω της απαγγελίας κατηγοριών εναντίον του.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Reuters/ Ipsos που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα, ο Τραμπ έχει τη στήριξη του 48% των ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικανικού κόμματος – αύξηση τεσσάρων μονάδων σε σχέση με τον Μάρτιο.
Ο γερουσιαστής της Φλόριντα Ρον Ντεσάντις, που παρουσιάζεται ως ο πιο ισχυρός αντίπαλός του, στηρίζεται μόλις από το 19% των Ρεπουμπλικάνων – μείωση 11 ποσοστιαίων μονάδων από τον Μάρτιο.
Για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ, ένας πρώην πρόεδρος, οδηγείται ενώπιον του δικαστηρίου. Το κατώφλι του εισαγγελέα πέρασε ο Ντόναλντ Τραμπ, όπου του απαγγέλθηκαν 34 κατηγορίες για παραποίηση επιχειρηματικών αρχείων, με σκοπό την απόκρυψη επιζήμιων πληροφοριών και παράνομης δραστηριότητας πριν και μετά τις εκλογές του 2016. Ο τέως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών δήλωσε αθώος και αφέθηκε ελεύθερος χωρίς εγγύηση.
«Το μόνο έγκλημα που διέπραξα ποτέ ήταν πως υπερασπίστηκα το έθνος μας εναντίον αυτών που επιδιώκουν να το καταστρέψουν», δήλωσε αργότερα σε συγκέντρωση οπαδών του στη Φλόριντα.
Αυτό είναι το κατηγορητήριο
Ο εισαγγελέας του Μανχάταν Άλβιν Μπραγκ ανακοίνωσε χθες Τρίτη (4/4) τις κατηγορίες σε βάρος του 76χρονου Ντόναλντ Τραμπ για παραποίηση επιχειρηματικών αρχείων στη Νέα Υόρκη, με σκοπό την απόκρυψη επιζήμιων πληροφοριών και παράνομης δραστηριότητας από τους αμερικανούς ψηφοφόρους πριν και μετά τις εκλογές του 2016.
Σύμφωνα με δελτίο Τύπου που εξέδωσε, κατά την προεκλογική περίοδο, ο Τραμπ και συνεργάτες του εφάρμοσαν ένα σχέδιο «εξαγοράς της σιωπής» (catch and kill), προκειμένου να εντοπίσουν, να εξαγοράσουν και να θάψουν αρνητικές πληροφορίες για εκείνον, ώστε να ενισχύσουν τις εκλογικές του πιθανότητες.
Ακολούθως ο Τραμπ κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να κρατήσει κρυφή αυτήν τη συμπεριφορά, με δεκάδες ψευδείς καταχωρήσεις στα επιχειρηματικά αρχεία με σκοπό την απόκρυψη εγκληματικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων προσπαθειών που παραβιάζουν την πολιτειακή και ομοσπονδιακή εκλογική νομοθεσία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας της Νέας Υόρκης απήγγειλε στον Τραμπ 34 κατηγορίες παραποίησης επιχειρηματικών αρχείων σε πρώτο βαθμό.
«Η πολιτεία της Νέας Υόρκης υποστηρίζει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ παραποίησε επανειλημμένως και με δόλο επιχειρηματικά αρχεία στη Νέα Υόρκη, με σκοπό να αποκρύψει επιζήμιες πληροφορίες από το εκλογικό κοινό κατά τις προεδρικές εκλογές του 2016», δήλωσε ο εισαγγελέας Μπραγκ. «Το Μανχάταν φιλοξενεί τη σημαντικότερη επιχειρηματική αγορά στη χώρα. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε επιχειρήσεις της Νέας Υόρκης να χειραγωγούν τα αρχεία τους για να καλύψουν εγκληματικές συμπεριφορές (…) Έχουμε την ευθύνη να διασφαλίσουμε ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα και τα πρακτικά της συνεδρίασης του δικαστηρίου, από τον Αύγουστο του 2015 έως τον Δεκέμβριο του 2017, ο Τραμπ ενορχήστρωσε το σχέδιο «εξαγοράς της σιωπής» μέσω μιας σειράς πληρωμών, τις οποίες στη συνέχεια απέκρυψε με ψευδείς επιχειρηματικές καταχωρήσεις τους επόμενους μήνες.
Σε μια περίπτωση, η American Media Inc (ΑΜΙ) κατέβαλε 30.000 δολάρια σε έναν πρώην θυρωρό στον Πύργο Τραμπ, ο οποίος ισχυριζόταν ότι γνώριζε την ιστορία ενός παιδιού που ο Τραμπ είχε αποκτήσει εκτός γάμου.
Σε άλλη περίπτωση, η AMI πλήρωσε 150.000 δολάρια σε μια γυναίκα που ισχυρίστηκε ότι είχε σεξουαλική σχέση με τον Τραμπ. Όταν εκείνος ζήτησε από δικηγόρο που εργαζόταν τότε ως «ειδικός σύμβουλος» για τον Οργανισμό Τραμπ να επιστρέψει τα χρήματα στην AMI, ο ειδικός σύμβουλος συμβούλευσε τον Τραμπ ότι η καταβολή θα έπρεπε να γίνει από μια εταιρία-κέλυφος και όχι με μετρητά. Η AMI αρνήθηκε τελικά την αποζημίωση, κατόπιν διαβούλευσης με τον νομικό της σύμβουλο. Η AMI – η οποία αργότερα παραδέχθηκε, στο πλαίσιο συμφωνίας με ομοσπονδιακούς εισαγγελείς, ότι η συμπεριφορά της ήταν παράνομη – έκανε ψευδείς καταχωρήσεις στα επιχειρηματικά αρχεία της σχετικά με τον πραγματικό σκοπό της καταβολής των 150.000 δολαρίων.
Σε μια τρίτη περίπτωση – 12 ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές – ο ειδικός σύμβουλος (του Οργανισμού Τραμπ) έστειλε 130.000 δολάρια σε δικηγόρο μιας ηθοποιού ταινιών για ενηλίκους. Η πληρωμή είχε γίνει από μια εταιρία-κέλυφος που χρηματοδοτήθηκε μέσω τράπεζας του Μανχάταν. Ο ειδικός σύμβουλος ομολόγησε αργότερα την ενοχή του και εξέτισε ποινή φυλάκισης για την παράνομη καταβολή χρημάτων στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Μετά τη νίκη του στις εκλογές, ο Τραμπ αποζημίωσε τον ειδικό σύμβουλο με μια σειρά μηνιαίων επιταγών, αρχικά από ανακλητό καταπίστευμα του Ντόναλντ Τραμπ – που δημιουργήθηκε στη Νέα Υόρκη για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του Οργανισμού Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεδρίας του – και αργότερα από προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του Τραμπ. Συνολικά εκδόθηκαν 11 επιταγές με ψευδή αιτιολόγηση. Εννέα από αυτές τις επιταγές υπογράφηκαν από τον Τραμπ. Όλες τις επιταγές διαχειρίστηκε ο Οργανισμός Τραμπ και έφεραν τον μανδύα της πληρωμής για νομικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν δυνάμει ανύπαρκτης συμφωνίας.
Έγιναν συνολικά 34 ψευδείς καταχωρήσεις σε επιχειρηματικά αρχεία στη Νέα Υόρκη, για να μείνει κρυφή η αρχική πληρωμή των 130.000 δολαρίων. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες στο σχέδιο έλαβαν μέτρα για να παραποιήσουν – για φορολογικούς σκοπούς – την πραγματική φύση των αποζημιώσεων.
«Ουάου θα με συλλάβουν»
Προτού εμφανιστεί ενώπιον του δικαστή Χουάν Μέρτσαν, ο Τραμπ παραδόθηκε στο γραφείο του εισαγγελέα του Μανχάταν Άλβιν Μπραγκ. Του πήραν αποτυπώματα, αλλά δεν τον φωτογράφισαν, ούτε του πέρασαν χειροπέδες, σύμφωνα με ανάρτηση ρεπόρτερ της εφημερίδας New York Times στο Twitter.
Μέσα από το αυτοκίνητο που τον μετέφερε στο δικαστήριο, ο ίδιος ο Τραμπ έκανε την εξής ανάρτηση: «Κατευθύνομαι στο Κάτω Μανχάταν, στο Δικαστήριο. Μοιάζει τόσο σουρεαλιστικό – Ουάου, θα με συλλάβουν. Δεν το πιστεύω ότι συμβαίνει αυτό στην Αμερική».
Ο Τραμπ θα εμφανιστεί ξανά στο δικαστήριο τον Δεκέμβριο 2023 και η δίκη θα μπορούσε να αρχίσει τον Ιανουάριο 2024.