Οι NY Times εκπλήσσουν με εκτενές ρεπορτάζ στο οποίο επιχειρούν να παρουσιάσουν την ιδιαίτερη σχέση που έχει αναπτύχθηκε μεταξύ της Ελλάδας και της Κίνας μετά την σκληρή περίοδο της οικονομικής κρίσης .
Η Αθήνα έχοντας να αντιμετωπίσει εδώ και αρκετά χρόνια την λιτότητα που της επέβαλαν οι Ευρωπαίοι εταίροι της αλλά και την σχεδόν, πάντοτε ψυχρή στάση που κρατάει η Αμερική προς το μέρος της, φαίνεται να βρήκε έναν ένθερμο οπαδό και αυτός δεν είναι άλλος από την Κίνα.
Όσο η Ευρώπη ήταν απασχολημένη με το να κάνει περικοπές και να ετοιμάζει εξοντωτικά μέτρα για την Ελλάδα, οι Κινέζοι βρήκαν την ευκαιρία και εισέβαλαν δυναμικά με επενδύσεις που άρχιζουν να αποδίδουν. Άλλωστε η Ελλάδα θεωρείται από τους Κινέζους ως ένας κομβικός εταίρος για την είσοδο προς τις ευρωπαϊκές αγορές.
Η Κίνα έχει από καιρό κερδίσει διπλωματικές συμμαχίες με διάφορες φτωχές χώρες του Κόσμου, βοηθώντας τες να φτιάξουν ακριβούς δρόμους και λιμάνια. Κατά αυτόν τον τρόπο οι Κινέζοι έχουν καταφέρει να γίνουν ο ισχυρότερος ξένος επενδυτής στην Ελλάδα, σχολιάζει η αμερικανική εφημερίδα.
“One Belt, One Road”
Οι όποιες προσδοκίες της Κίνας σχετικά με την Ελλάδα εντάσσονται σε μεγάλο βαθμό στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «One Belt, One Road» (OBOR), ή «The Belt and the Road» (B&R) της Κίνας, που περιλαμβάνει τόσο χερσαίο (New Silk Road/ Silk Road Economic Belt) όσο και θαλάσσιο (New Maritime Silk Road) σκέλος.
Οι σχέσεις ΕΕ-Κίνας είναι στρατηγικής σημασίας και για τις δυο πλευρές. Η ΕΕ και η Κίνα είναι οι δυο από τις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες παγκοσμίως -μαζί με τις ΗΠΑ και την Ινδία. Σε αυτό το πλαίσιο, και με στόχο την ανάπτυξη σταθερών και αμοιβαία επωφελών πολύπλευρων σχέσεων, όχι μόνο οικονομικών, η πρωτοβουλία της κινεζικής ηγεσίας για το νέο δρόμο του Μεταξιού «One Belt, One Road» είναι ιδιαίτερα σημαντική και μπορεί να συμβάλει στην ενδυνάμωση της παγκόσμιας ανάπτυξης και στην ενίσχυση της περιφερειακής ασφάλειας.
Η Ελλάδα αποτελεί μια πύλη εισόδου για τις αναπτυσσόμενες ευρωκινεζικές σχέσεις, καθώς αποτελεί σταυροδρόμι και «συνδετικό κρίκο».
Οι NYT σχολιάζουν καυστικά και τον ρόλο της Γερμανίας στην Ελλάδα της κρίσης αλλά και στην σχέση μεταξύ Ελλάδας-Κίνας.
Όταν η Γερμανία αντιμετώπισε την Ελλάδα ως τον εγκληματία της ευρωζώνης, η Κίνα χαρακτήρισε την Ελλάδα ως «πιο αξιόπιστη φίλη» στην Ευρώπη. «Ενώ οι Ευρωπαίοι ενεργούν προς την Ελλάδα όπως οι μεσαιωνικές βδέλλες, οι Κινέζοι συνεχίζουν να φέρνουν χρήματα», δήλωσε στην ΝΥΤ χαρακτηριστικά ο Κώστας Δουζίνας, πρόεδρος της διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικής Πολιτικής της Βουλής και μέλος του κυβερνώντος Κόμματος.
Μάλιστα, σε συνέντευξή της η γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ είχε δηλώσει την ανησυχία της αναφορικά με τις πιέσεις που μπορεί να ασκήσει η Κίνα σε οικονομικά αδύναμες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Μιλώντας στο γερμανικό περιοδικό WirtschaftsWoche, η Καγκελάριος της Γερμανίας είχε στείλει μήνυμα στις χώρες που επιδιώκουν διμερή τόνωση των επενδυτικών και εμπορικών δεσμών τους με την Κίνα και απαντώντας σε σχετική ερώτηση είχε υπογραμμίσει:
«Είμαι προβληματισμένη με αυτό που περιγράψατε. Οι αμοιβαίες εξαρτήσεις αυξάνονται και η ισορροπία συνεχώς μετατοπίζεται. Η Ευρώπη πρέπει να εργαστεί σκληρά ώστε να προστατεύσει την επιρροή της και, πάνω από όλα,πρέπει να μιλάει με την Κίνα με μία φωνή». Η κ. Μέρκελ παραδέχτηκε ότι τμήματα και της γερμανικής οικονομίας βασίζονται στο εμπόριο με την Κίνα, ωστόσο επισήμανε ότι στόχος των συζητήσεων με το Πεκίνο θα πρέπει να είναι μία «αρμονία» που ευνοεί όλους τους εμπλεκόμενους.
«Η Κίνα θα πρέπει να ανοίξει περισσότερο την αγορά της σε ευρωπαϊκές επιχειρήσεις» σημείωσε ωστόσο δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να απαγορευτούν ή να περιοριστούν οι ξένες επενδύσεις σε ορισμένους κλάδους που κρίνονται στρατηγικής σημασίας για την ασφάλεια και το μέλλον της Γηραιάς Ηπείρου.
Το «μπλόκο» της Ελλάδας σε κοινή δήλωση της ΕΕ κατά της Κίνας
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις αρχές του Ιουνίου η Ελλάδα μπλόκαρε την κοινή δήλωση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον ΟΗΕ με την οποία ασκούσε κριτική στην Κίνα αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Όπως είχε μεταδώσει το πρακτορείο Reuters, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία επιδιώκει να προωθήσει την ελευθερία του λόγου και να τερματίσει τη θανατική ποινή σε όλο τον κόσμο, έπρεπε να καταθέσει τη δήλωσή της στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενεύης, αλλά απέτυχε να συγκεντρώσει την απαραίτητη συμφωνία όλων των κρατών – μελών της, έπειτα από το μπλόκο της Ελλάδας.
Ανώτερος αξιωματούχος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών μιλώντας στο Reuters, ανέφερε ότι η Αθήνα μπλόκαρε τη δήλωση, κάνοντας λόγο για «μη παραγωγική κριτική στη Κίνα». Ο ίδιος αξιωματούχος πρόσθεσε ότι οι ξεχωριστές συζητήσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κίνας εκτός ΟΗΕ θα ήταν ένας καλύτερος δρόμος για συζητήσεις.
Η Ευρώπη θωρούσε ότι η υποστήριξη της Ελλάδας και το μπλόκο της στο ψήφισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα ήταν προϊόν μια συμφωνίας με την Λαϊκή Δημοκρατία.
Πολλοί ξένοι αναλυτές ωστόσο επισήμαναν ότι η υποστήριξη της Ελλάδας προς την Κίνα ήρθε όταν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επέστρεψε από συνάντηση κορυφής στο Πεκίνο τον Μάιο, όπου υπέγραψε νέα δελτία επενδύσεων με κινεζικές εταιρείες αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ.
Το επενδυτικό ενδιαφέρον της Κίνας, ωστόσο, για την Ελλάδα, αλλά και ευρύτερα για τη νότια Ευρώπη, είναι μεγάλο τα τελευταία χρόνια, ενισχυόμενο σταθερά και στοχεύει στην ανάπτυξη και τη σύνδεση λιμανιών, σιδηροδρόμων και μεταφορών, της ναυτιλίας αλλά και του τουρισμού, μέσω ευρείας κλίμακας επενδύσεων στις υποδομές, αλλά και στην ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών και των δικτύων.
Μέσα σε αυτόν τον ευρύτερο σχεδιασμό, το λιμάνι του Πειραιά στην Ελλάδα, έχει -με τη συμβολή και των κινεζικών επενδύσεων- εξελιχθεί σε ένα σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα του νέου δρόμου του μεταξιού. Ένα μέρος όπου η ζώνη (belt) και ο δρόμος (road) συναντώνται. Αποτελεί ένα σημαντικό σημείο εισόδου στην Ευρώπη, σε αυτό το σχέδιο για τον θαλάσσιο δρόμο του μεταξιού, με σημαντικά αμοιβαία οφέλη για το εμπόριο και για τις υποδομές.
Το νέο υπερσύγχρονο λιμάνι
Η Κίνα έχει μετατρέψει τον Πειραιά στον πιο πολυσύχναστο λιμένα της Μεσογείου, επενδύοντας σχεδόν μισό δισεκατομμύριο ευρώ μέσω του κρατικού ομίλου ναυτιλίας Cosco. Έτσι Ελπίζει να καταστήσει τον Πειραιά το σημείο εισόδου στην Ευρώπη με το έργο One Belt, One Road.
Πάνω από 20 μίλια ακτογραμμής έξω από την Αθήνα, ένα δάσος γερανών στο λιμάνι του Πειραιά θα φορτώνει και θα εκφορτώνει χιλιάδες εμπορευματοκιβώτια από την Κίνα σε όλο τον κόσμο. Μια υπερσύγχρονη πλωτή αποβάθρα έχει προγραμματιστεί για να έρθει το Νοέμβριο από την Κίνα.
Να σημειωθεί πως η Cosco Group (Hong Kong) Limited διαθέτει το 67% της εταιρείας ΟΛΠ ΑΕ.Η Cosco έχει φέρει περίπου 1.000 θέσεις εργασίας στην περιοχή, αλλά έχει εξοπλίσει αποβάθρες φορτίου με γερανούς που κατασκευάζονται στην Κίνα, όχι στην Ελλάδα, και έχει επεκτείνει τις αποβάθρες με οικοδομικά υλικά από την Κίνα. Και καθώς η Ελλάδα αγωνίζεται να αντιμετωπίσει το ρεκόρ ανεργίας, η εταιρεία έχει χρησιμοποιήσει υπεργολάβους για να προσλάβει περίπου 1.500 εργαζόμενους, κυρίως σε βραχυπρόθεσμες συμβάσεις με μισθούς αρκετά χαμηλούς.
“Υπάρχουν περισσότεροι εργαζόμενοι, αλλά κερδίζουν λιγότερα εισοδήματα”, δήλωσε ο Γιώργος Γώγος, γενικός γραμματέας του συνεταιρισμού λιμενεργατών Πειραιά.
Τέλος, η ΝΥΤ καταλήγουν ότι, η Ελλάδα χρειάζεται θέσεις εργασίας και η πολιτεία βασίζεται σε περισσότερες κινεζικές επενδύσεις. Η Fosun International Holdings, ένας κινεζικός όμιλος που ελέγχεται από τον Guo Guangchang, συχνά αναφέρεται ως Warren Buffett της Κίνας. Ξοδεύει δισεκατομμύρια ευρώ με μια κοινοπραξία με Έλληνες και Αραβικούς επενδυτές για να μετατρέψει ένα εγκαταλελειμμένο πρώην αεροδρόμιο στην παραλία έξω από την Αθήνα σε μια «παιδική χαρά» η οποία όμως θα είναι τρεις φορές το μέγεθος του Μονακό.Το έργο δεν είναι άλλο από το Ελληνικό, το οποίο αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου σχεδίου που αναμένεται να φέρει πάνω από 1,5 εκατομμύρια Κινέζους τουρίστες στην Ελλάδα κατά τα επόμενα πέντε χρόνια.
Ο συντάκτης καταλήγει λέγοντας ότι ο κ. Τσίπρας έχει ξεπεράσει τα ρυθμιστικά εμπόδια, εκκενώνοντας δύο μεγάλα στρατόπεδα προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στον πρώην αερολιμένα και απόπειρες από μέλη του ίδιου του κόμματος να καθυστερήσουν την κατασκευή λόγω ανησυχιών ότι το έργο θα μπορούσε να ανοίξει αρχαίους αρχαιολογικούς χώρους.