Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Ο φετινός αγιασμός των υδάτων συνδέεται σημειολογικώς με την επικράτηση στην Ελλάδα της αριστερής διάστασης στο νεοφιλελεύθερο αφήγημα της τρόικας, η οποία στο πλαίσιο του νέου μνημονίου εμφανίζεται με την μορφή του κουαρτέτου.
Αυτό σημαίνει πως το πάντρεμα της ηθικής με τη νομιμότητα και της ηθικής με την πολιτική αντικαθίσταται με ένα σύμφωνο συμβίωσης όλων των ελλήνων στο πλαίσιο ενός νέου, συνδικαλιστικού στη φύση του, αφηγήματος περί κοινωνικής προόδου, ανάπτυξης και συνοχής εντός του οποίου τόσο η ηθική, όσο και η νομιμότητα είναι μάλλον άσχετα ζητήματα.
Επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι πλέον γεγονός πως περισσότερο από ποτέ αγιάζονται τα κουτοπόνηρα μέσα από τον σκοπό προσαρμογής στο μοντέλο εσωτερικής υποτίμησης, το οποίο γίνεται πλέον το βασικό σχέδιο και στρατήγημα προσαρμογής της Ελλάδας στη νομισματική ένωση. Στο μέτρο που αυτό το μοντέλο πάψει να εμφανίζει πολιτική νομιμοποίηση, η εναλλακτική λύση της γερμανικής κυβέρνησης την οποία ασπάζονται πλέον όλοι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, είναι η πρόσθεση εξωτερικής υποτίμησης στην εξωτερική με την εφαρμογή στην Ελλάδα ενός παράλληλου συστήματος πληρωμών, ενός διπλού νομισματικού συστήματος δηλαδή. Με άλλα λόγια, το ζήτημα της (προσωρινής) θεσμοθέτησης ενός «διπλού νομισματικού» δεν συναρτάται ούτε με την επιτυχία του Τρίτου Μνημονίου στην πράξη, ούτε με την ρευστότητα στην αγορά, αλλά απλώς με την πολιτική νομιμοποίηση των μέτρων διεύρυνσης της εσωτερικής υποτίμησης χρονικά και κοινωνικά. Στον βαθμό που η βουλή προσφέρει αυτή την πολιτική νομιμοποίηση και δεν υπάρχει κάποιο κίνημα στην βάση που με μαζικό και ενωτικό τρόπο θα αμφισβητεί σαφώς την άντληση πολιτικής νομιμοποίησης για την εφαρμογή των προνοιών του Τρίτου Μνημονίου στην πράξη, δεν θα υπάρξει ζήτημα για την αναζήτηση ενός εναλλακτικού μοντέλου στο πλαίσιο ασφαλώς μιας νέας εθνικής στρατηγικής για παραγωγική ανασυγκρότηση.
Αυτή είναι η πραγματικότητα που ορίζεται και γίνεται αντιληπτή στο πλαίσιο της οντολογίας του κονστρουκτιβιστικού ρεαλισμού – τον οποίο υπηρετεί η γραφή μου – και όχι ενός ποζιτιβιστικού ρεαλισμού που υπηρετεί το αφήγημα του κυρίου Στουρνάρα, το οποίο στο φάσμα μεταξύ εκούσιου και ακούσιου ενσωματώνει πλέον ως κεντρικό άξονα αναφοράς η σημερινή κυβερνητική προπαγάνδα.
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα έχει σαφώς παραιτηθεί πλέον από την άσκηση πολιτικής, όπως αυτή εννοείται, διαπραγματεύεται και ασκείται σε οποιοδήποτε εθνικό κράτος μέλος της ΕΕ ή και μέλος της ευρωζώνης. Η κυβέρνηση αυτή πολιτεύεται σαν να είναι ένας ομογενοποιητικός συνδικαλιστικός φορέας και όχι ως αποτέλεσμα ενός κομματικού συνασπισμού. Σαν συνδικαλιστική παράταξη εμφανίζει στην κοινωνία προτάσεις για διαβούλευση, επί των οποίων στην πραγματικότητα καμία διαβούλευση δεν γίνεται μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, καθώς η συνδικαλιστική λειτουργία υποκαθίσταται από την λειτουργία της ίδιας της κυβέρνησης. Οι προτάσεις αυτές περνώντας στην συνέχεια από το φίλτρο του κουαρτέτου, καταλήγουν στην βουλή με ακόμη πιο μειωμένο κοινωνικό και δημοκρατικό παρονομαστή και ασφαλώς με ένα πονηρά κατακερματισμένο τρόπο, ούτως ώστε να περάσουν με μία συνήθως οριακή πλειοψηφία, ως το μη «χείρον βέλτιστον».
Αυτό συνθέτει την σημερινή παθολογία της ελληνικής πολιτείας και αποτελεί την επιτομή της υποκρισίας και διπλοπροσωπίας τόσο σε ο, τι αφορά στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, όσο και στους βασικούς φορείς εξουσίας στην ΕΕ, που δια αυτού του συστήματος βρήκαν την χρυσή τομή που εξυπηρετεί συγκυριακά τη σταθερότητα του ευρωσυστήματος.
Η ελληνική κυβέρνηση κάνει ψευδο-συνδικαλισμό, ενώ το κουαρτέτο διαμορφώνει πολιτική για την Ελλάδα. Και αυτό αποδείχθηκε ότι πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να κάνουν δεξιές ή κεντρώες κυβερνήσεις. Αυτού του είδους την πολιτική νομιμοποίηση θα μπορούσε να κατασκευάσει και να διαχειριστεί αποτελεσματικά μόνο μία κυβέρνηση με αριστερό προσωπείο. Αυτή είναι η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα και εκεί στηρίζεται η επιτυχία της: στην ικανότητά της, δηλαδή, να συμπεριφέρεται σαν αρχισυνδικαλιστής με την κουλτούρα του εργατοπατέρα και με κοινό αναφοράς ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Σε αυτό εμφανίζουν εξειδίκευση τα στελέχη της κυβέρνησης, αντλώντας βασικά από την συνδικαλιστική ή συνδικαλίζουσα εμπειρία του ΠΑΣΟΚ.
Ολόκληρος πλέον ο κυβερνητικός μηχανισμός σε αγαστή συνεργασία με τον Τύπο της διαπλοκής εξειδικεύεται στον αγιασμό των κουτοπόνηρων μέσων από ένα και μοναδικό σκοπό: την άντληση πολιτικής νομιμοποίησης μέσω μιας συνδικαλιστικού τύπου στάσης και συμπεριφοράς. Αυτό πράγματι ενσωματώνει ένα βασικό στοιχείο ανάπτυξης της νεωτερικής αριστεράς, το οποίο όμως τείνει να καταργήσει την ίδια την αριστερά δομικώς και λειτουργικώς ως εναλλακτικό δρόμο για την ανάπτυξη της κοινωνίας και της βιοοικονομίας. Έτσι συρρικνώνεται η αριστερά ως εναλλακτική πρακτική και φτηναίνει αφάνταστα ως κουλτούρα. Είναι σαν η αριστερά να απαρνείται ουσιωδώς τον πολιτικό της χαρακτήρα.
Άρα, η επιτυχία άντλησης πολιτικής νομιμοποίησης από αυτή την κυβέρνηση συναρτάται ευθέως με την απόρριψη της πολιτικής από αυτήν. Από εδώ και στο εξής και λειτουργούσα ως συνδικαλιστικός μηχανισμός θα μπορούσε να διεκδικεί νομιμοποίηση στη βάση εκείνη που διεκδικούν νομιμοποίηση οι συνδικαλιστικές ηγεσίες: διαπραγματευτήκαμε σκληρά, εμφανίσαμε κόκκινες γραμμές… αλλά υποχωρήσαμε υπηρετώντας το καλό του συνόλου, καθώς εκτός από μειωμένες αποδοχές, συντάξεις, δικαιώματα, θέσεις εργασίας, υπάρχουν και μη-αποδοχές, μη-συντάξεις, μη-δικαιώματα και γενίκευση της ανεργίας!
Σε μία χώρα που διαρκώς φτωχαίνει πνευματικώς και προοδευτικώς, καθώς πολιτικό σύστημα και ΜΜΕ έχουν δεχθεί πλέον ως όρο επιβίωσης/συντήρησης την υποβάθμιση πολιτισμού και ενημέρωσης, η εγκατάλειψη της πολιτικής από την μοναδική δύναμη που την επικαλέστηκε και την άρθρωσε ως αφήγημα για να ανέλθει στα πράγματα, φαίνεται ίσως ως κάτι φυσιολογικό. Και σύμφωνα με τον ρεαλισμό του κυρίου Στουρνάρα, είναι φυσιολογικό. Το παράδοξο είναι πως εάν αυτό θεωρηθεί φυσιολογικό και από την πλευρά του κονστρουκτιβιστικού ρεαλισμού, τότε λυπάμαι, αλλά η αριστερά ως εναλλακτική πολιτική και ριζοσπαστική, προοδευτική μεταρρύθμιση παύει να έχει οποιαδήποτε έννοια και ασφαλώς σημασία και το μόνο που θα απομείνει τα επόμενα χρόνια είναι τα κουρέλια του αριστερισμού και οι κουρελούδες του θρησκευτικού – λενινισμού ή του μισανθρωπιστικού εθνικισμού για να εκφράσουν τους πόθους και τις ελπίδες των δύο τρίτων της ελληνικής κοινωνίας.