Επισημαίνει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος
Η σύγχρονη Ευρωπαϊκή Αριστερά αποτελεί το πολιτικό αποτέλεσμα μιας διπλής κριτικής: της ευρωκομμουνιστικής κριτικής προς το σοβιετικό κυρίως αλλά και μαοϊκό-λενινιστικό μοντέλο του κόμματος-κράτους από την μια πλευρά και της κριτικής προς τον νεοφιλελευθερισμό και της λεγόμενης συναίνεσης στο κέντρο των κομμάτων της σημερινής, παραδομένης στην ελευθέρια αγορά, σοσιαλδημοκρατίας.
Ο Αλέξης Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές στην Ελλάδα με τον πολιτικό Λόγο της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για να καταλήξει σε χρόνο ρεκόρ και κάτω από την ασφυκτική πίεση της τρόικας να αναπτύσσει, μετά την άτακτη εγκατάλειψη των προγραμματικών του θέσεων και των «κόκκινων γραμμών» του στην σύνοδο των Βρυξελλών, μια ρητορεία που μεταθέτει τον ΣΥΡΙΖΑ από την ριζοσπαστική αριστερά στο ριζοσπαστικό κέντρο.
Εδώ πρόκειται για πολιτική μεταμόρφωση που μεταφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ από την αυθεντικά σοσιαλ-δημοκρατική του θέση μεταξύ λενινιστικής αριστεράς και των σημερινών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, «στη θέση Giddens» (Anthony Giddens)μεταξύ σοσιαλ-δημοκρατίας και νεοφιλελευθερισμού. Εκεί δηλαδή που εδράζεται πολιτικώς το λεγόμενο κέντρο, το οποίο είχε για αρκετά χρόνια κατακτήσει, ή καλύτερα καταπατήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου, αφού προηγουμένως λεηλάτησε ό, τι σημαντικό από την προδικτατορική κληρονομιά του, παράλληλα με την υπεξαίρεση των «κειμηλίων» και του ύφους της αριστεράς. Εκεί σήμερα βρίσκονται τα απομεινάρια του Παπανδρεϊσμού και διάφορα άλλα μορφώματα που υποστηρίζουν πως υπερβαίνοντας την παραδοσιακή διαίρεση αριστερά–δεξιά ανασυνθέτουν και τα δύο σε ένα, το οποίο εμπεριέχει τα καλά και των δύο!
Δεν πρόκειται, αναγνώστη μου, για την διολίσθηση του Αλέξη Τσίπρα και του κυβερνητικού του κύκλου στο «ριζοσπαστικό κέντρο» του Giddens για να συναντηθεί εκεί με τον Σταύρο, την Φώφη και έναν εσμό νεοφιλελευθέρων που κινούνται αενάως μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αλλά κυριολεκτικώς για μια μορφή μεταμόρφωσης που σε πολύ λίγο, όπως φαίνεται, θα τον έχει καταστήσει αγνώριστο, τοποθετώντας τον στον «Τρίτο Δρόμο». Από εκεί που εκκίνησε ο Γιώργος Παπανδρέου για να καταλήξει να περιφέρεται σε απόγνωση στον «Τέταρτο Δρόμο».
Ο «Τρίτος Δρόμος» του Giddens έχει υπότιτλο: «Η ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας» και πρόκειται ουσιαστικά για αναθεώρηση του προηγούμενου πονήματός του «Πέραν της αριστεράς και της δεξιάς». Στο δεύτερο είχε ανακοινώσει τον θάνατο της σοσιαλδημοκρατίας για να το μετανιώσει μετά και να αποφασίσει να προτείνει την ανανέωσή της (Τρίτος Δρόμος) εξοβελίζοντας, ωστόσο, την αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική κριτική από το πλαίσιο άρθρωσης ενός σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος.
Ε, εδώ βρίσκεται σήμερα ο Αλέξης Τσίπρας μετά την απόφασή του να υπηρετήσει με «ενστάσεις» την μνημονιακή πολιτική οικονομία της τρόικας. Ακριβώς στο «κέντρο του Giddens», που από τον «εκσυγχρονισμό» του Κώστα Σημίτη κάνει ένα βήμα υπερβατικότητας αναφερόμενο στον «αντανακλαστικό εκσυγχρονισμό», δια του οποίου η φαιδρή φιλολογία περί «ισοδυνάμων μέτρων» στις αντικοινωνικές και αντιβιοοικονομικές επιταγές της τρόικας, έρχεται ουσιαστικά να επιλύσει μεταπολιτικώς το ζήτημα της κοινωνικής διαίρεσης στην Ελλάδα μέσω της απολιτικής, στην πραγματικότητα, διαπραγμάτευσης με την τρόικα. Κάπως έτσι ο κ. Τσίπρας μοιάζει να δομεί τη νέα του πολιτική ταυτότητα σε ένα ουδέτερο πεδίο, όπως έπραξαν εκείνοι που αυτοπαρουσιάστηκαν και προβλήθηκαν από διαπλεκόμενα συμφέροντα ως εθνικοί ηγέτες.
Η προσωπική μου αντίδραση δεν μπορεί παρά να είναι έντονη σε αυτή την μετάλλαξη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Όχι τόσο επειδή ακολουθώντας την πολιτική μεθοδολογία των μνημονίων με την τρόικα, αφομοιώνει κρίσιμες θεματικές του συντηρητισμού και του νεοσυντηρητισμού, ούτε επειδή εμμέσως διαχωρίζει το πρόγραμμα της αριστεράς από την ορθολογιστική του θεμελίωση, αλλά επειδή έτσι ορίζεται η δημοκρατία ως ανταγωνισμός ανάμεσα σε διάφορες ελίτ, αποκρύπτοντας ή διασκεδάζοντας με αυτόν τον τρόπο την ύπαρξη αντίπαλων κοινωνικών δυνάμεων τόσο εντός της Ελλάδας, όσο και εντός της ευρωζώνης και της ΕΕ. Ο κ. Τσίπρας πλέον περιορίζει με έναν σαφώς, κατά την γνώμη μου, αντιπροοδευτικό τρόπο την έννοια της πολιτικής στην ανταλλαγή επιχειρημάτων και την διαπραγμάτευση συμβιβασμών. Και αυτό τον μετατρέπει αναπόδραστα σε έναν κεντρώο πολιτικό.
Και είναι κακό αυτό; Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό για τον ίδιο, σίγουρα όμως είναι πολύ κακό για την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και για την ελληνική κοινωνία, που αυτή την περίοδο περισσότερο από ποτέ είχε ανάγκη να προταχθεί η ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας στο πλαίσιο ενός αγωνιστικού πλουραλισμού και όχι να διασκεδαστεί υπονομευτικώς το δημοκρατικό φαινόμενο και να αναστηλωθεί το πλέον διπλοπρόσωπο και υποκριτικό καθεστώς του πασοκισμού.
Η υπόθεση μεταμόρφωσης ή μετάλλαξης του Αλέξη Τσίπρα και της κυβέρνησής του από ριζοσπάστες αριστεροί σε ριζοσπάστες κεντρώοι, έχει ασφαλώς και τα παράδοξά της. Με το σημαντικότερο, την στιγμή κατά την οποία ο Αλέξης έχει βάλει πλώρη για το κέντρο, το ίδιο το κέντρο να… πάει περίπατο! Επί έξι χρόνια ο περίφημος μεσαίος χώρος, η μικρομεσαία εισοδηματικώς τάξη που σε μεγάλο βαθμό στηρίζει με την ψήφο της τις κεντρώες δυνάμεις, αφαιμάσσεται συστηματικώς και ξεδιάντροπα από τους κεντροδεξιούς και κεντροαριστερούς πολιτικάντηδες, ενώ τώρα με το τρίτο μνημόνιο πρόκειται να αφανιστεί ως «τάξη».
Η νέα τάξη πραγμάτων που ορίζεται πλέον σαφώς από το μνημόνιο που φέρνει στα ελληνικά πράγματα ο Αλέξης Τσίπρας, διαλύει κυριολεκτικώς την μικρομεσαία τάξη της Ελλάδας. Θα ήταν εύλογο, λοιπόν, να υποθέσει κανείς πως αυτό θα ευνοούσε την ριζοσπαστικοποίηση τόσο από αριστερά όσο και από δεξιά, με την έννοια των μεταρρυθμίσεων ασφαλώς και όχι της επανάστασης, και όχι μία, ούτως ή άλλως, ξεπερασμένη πλέον στην Ευρώπη ριζοσπαστικοποίηση στο κέντρο. Θα μου πείτε ίσως, πώς αυτό το εύλογο δεν γίνεται αντιληπτό από τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ και όσους άλλους σπρώχνουν τον Αλέξη Τσίπρα στο κέντρο! Μην αστειεύεστε! Η διαπλοκή είναι αδύνατο να δει οτιδήποτε πέρα από το συγκυριακό συμφέρον της, εκτός του ότι η σοβαρή πολιτική ανάλυση δεν ήταν ποτέ στο βασικό μενού των «προσφορών» της. Νομίζω ότι το στοίχημα της διαπλοκής να είναι ο Αλέξης Τσίπρας εκείνος που θα ανανεώσει το χειμαζόμενο κέντρο στην Ελλάδα, στηρίζεται σε μία αντιεπιστημονική και υπερβατική ιστορική μνήμη. Η εποχή αναγέννησης του κέντρου με την απόλυτη επικράτηση του Ανδρέα Παπανδρέου στον χώρο, δεν έχει καμία σχέση με πραγματιστικούς όρους, με την σημερινή στην Ελλάδα.
Εδώ, σήμερα έχουμε να κάνουμε κυριολεκτικώς με την ανάγκη μίας νέας μεταπολίτευσης, που θα απεγκλωβίζει αντί να εγκλωβίζει την ελληνική κοινωνία στο απολιτικό και υποκριτικό κέντρο. Αυτό θα σηματοδοτούσε πράγματι μία νέα εποχή για την Ελλάδα, που θα μπορούσε ενδεχομένως να λάβει και την διάσταση μιας διακριτής με όρους εκδημοκρατισμού και παραγωγικής ανασυγκρότησης, ιστορικής περιόδου.