Πραγματικό «χαστούκι» του Αλέξη Τσίπρα προς τον Αντώνη Σαμαρά και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, με το «καλημέρα» των προγραμματικών του δηλώσεων. «Χαστούκι» που δικαιώνει πλήρως τον Προκόπη Παυλόπουλο!
Ο Αλέξης Τσίπρας είπε ότι η Κυβέρνησή του επαναπροσλαμβάνει όλους εκείνους που απολύθηκαν, ενώ είχαν γίνει νομίμως αορίστου χρόνου με το διάταγμα Παυλόπουλου 164/2004.
Και τώρα η κορύφωση της δικαίωσης του Προκόπη Παυλόπουλου από τον Αλέξη Τσίπρα: Ο Προκόπης Παυλόπουλος, ήδη από τον Αύγουστο του 2013, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης με εντολή της τρόικας άρχισε να ανακοινώνει απολύσεις συμβασιούχων αορίστου χρόνου του πδ 164/2004, του είχε στείλει επιστολή –και την είχε δώσει αμέσως στην δημοσιότητα- και του έλεγε ότι κάθε τέτοια απόλυση θα ήταν αντίθετη με το Σύνταγμα και το ευρωπαϊκό δίκαιο!!
Το Olympia αναδημοσιεύει την επιστολή του Προκόπη Παυλόπουλου προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Δηλαδή την επιστολή που τότε αγνόησε πλήρως ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αντώνης Σαμαράς αλλά σήμερα την υιοθέτησε πλήρως ο Αλέξης Τσίπρας!!!
Αθήνα, 5 Αυγούστου 2013
Προς τον
Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης
και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης
κ. Κυριάκο ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ
Κοιν.: Προς τον Υπουργό Επικρατείας
κ. Δημήτρη ΣΤΑΜΑΤΗ
Κύριε Υπουργέ,
Με δεδομένο το γεγονός ότι ως Υπουργός Εσωτερικών, το 2004, χειρίσθηκα προσωπικώς το θέμα της έκδοσης κι εφαρμογής του π.δ. 164/2004, θεωρώ υποχρέωσή του να σας επισημάνω πως, κατά τη γνώμη μου, οι διατάξεις του άρθρου 3 της Απόφασής σας περί μοριοδότησης, στο μέτρο που ουδόλως μοριοδοτούν εκείνους τους υπαλλήλους των οποίων οι συμβάσεις μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνου με το ως άνω π.δ., έρχονται σ’ αντίθεση, μεταξύ άλλων, και προς το παράγωγο ευρωπαϊκό δίκαιο αλλά και προς την κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας. Και τούτο για τους εξής λόγους:
Ι. Ιστορικό θέσπισης του π.δ. 164/2004
Πριν από κάθε άλλη αναφορά πρέπει να καταστεί πλήρως σαφές ότι το π.δ. 164/2004 εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή διατάξεων του παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου, υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
Α. Στις 28.6.1999 εκδόθηκε η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου (EΕ L 175/10.7.1999, σελ. 43), με την οποία τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλούνται να λάβουν μέτρα για την καταπολέμηση του φαινομένου των κάθε είδους «ομήρων συμβασιούχων» ορισμένου χρόνου. Στη Χώρα μας δόθηκε περίοδος ενσωμάτωσης της ως άνω οδηγίας στο ελληνικό δίκαιο μέχρι την 10.7.2002.
1. Η προθεσμία αυτή, με αποκλειστική ευθύνη των Κυβερνήσεων του κ. Κώστα Σημίτη, παρήλθε «εκκωφαντικώς» άπρακτη. Πέραν δε τούτου:
α) Στις 9.2.2004, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε προειδοποιητική επιστολή για παραβίαση από την Ελλάδα της προαναφερόμενης Οδηγίας, αφού το π.δ. 81/2003, που είχε στο μεταξύ θεσμοθετηθεί, κρινόταν παντελώς ανεπαρκές για να ενσωματώσει την Οδηγία στο ελληνικό δίκαιο. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε μεταγενεστέρως, με δύναμη δεδικασμένου, και αυτό τούτο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την απόφασή του C-212, 4.7.2006.
β) Έτσι η Ελλάδα, όταν ορκίσθηκε η Κυβέρνηση του κ. Κώστα Καραμανλή τον Μάρτιο του 2004, βρισκόταν στα πρόθυρα μιας απερίφραστης καταδίκης λόγω παραβίασης των ρυθμίσεων της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, με ανυπολόγιστες συνέπειες για τα δημοσιονομικά πράγματα της Χώρας. Και τούτο γιατί η Κυβέρνηση του κ. Σημίτη είχε «κληροδοτήσει» 129.000, περίπου, συμβασιούχους ορισμένου χρόνου ή με σύμβαση έργου, οι οποίοι κατ’ αρχήν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω Οδηγίας.
2. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, μ’ εντολή Πρωθυπουργού –ήτοι του κ. Κώστα Καραμανλή, ο οποίος είχε δεσμευθεί προεκλογικώς γνωρίζοντας από τότε τη δραματική καθυστέρηση της Κυβέρνησης του κ. Σημίτη εν προκειμένω- λειτούργησα ως αρμόδιος Υπουργός ταχύτατα. Μόλις ανέλαβα τα καθήκοντά μου:
α) Διαπραγματεύθηκα αμέσως με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και επιτύχαμε να γίνει δεκτό ότι μόνο για τους συμβασιούχους εκείνους που κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες μπορούσε να επέλθει μετατροπή των συμβάσεών τους σε αορίστου χρόνου. Για δε τους λοιπούς θα ίσχυε απλώς η μελλοντική μοριοδότη προϋπηρεσίας, πράγμα που θεσμοθετήθηκε στη συνέχεια.
β) Ύστερα από τη διαπραγμάτευση αυτή έστειλα στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας προς επεξεργασία σχέδιο προεδρικού διατάγματος, κρίνοντας ότι η σημασία του όλου ζητήματος επέβαλε την εν Ολομελεία αντιμετώπισή του. Η Ολομέλεια του ΣτΕ γνωμοδότησε θετικά (γνωμοδότηση αρ. 162/2004), ανοίγοντας το δρόμο για τη μετατροπή σε αορίστου χρόνου μόνο των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και έργου εκείνων των υπαλλήλων, που αποδεδειγμένα κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Τονίζεται ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας αναγκάσθηκε να ερμηνεύσει –και μάλιστα κατά πλειοψηφία- ευρύτατα τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος, αφού οι τελευταίες, ύστερα από την Αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, απαγορεύουν πλέον την αυτόματη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου –και, a fortiori, έργου- σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Η επισήμανση αυτή έχει ιδιαίτερη αξία διότι δείχνει με πόση περίσκεψη αλλά και υπευθυνότητα το Συμβούλιο της Επικρατείας αντιμετώπισε το τεράστιο πρόβλημα της καθυστερημένης προσαρμογής της ελληνικής έννομης τάξης στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ.
1.
2.
3. Μολονότι δεν απαιτούσε κάτι τέτοιο το Σύνταγμα, με δική μου πρωτοβουλία το π.δ. 164/2004 διέλαβε ρύθμιση, κατά την οποία όλη η διαδικασία μετατροπής των συμβάσεων θα ολοκληρωνόταν με την εγγυητική, καθ’ όλα δε αποφασιστική, παρέμβαση του ΑΣΕΠ.
α) Ειδικότερα το ΑΣΕΠ, ύστερα από ένα πρώτο στάδιο ελέγχου από τα οικεία Υπηρεσιακά Συμβούλια, έκανε από την πλευρά του σε δεύτερο βαθμό πλήρη έλεγχο:
α1) Τόσο των προσόντων και πιστοποιητικών των υποψήφιων που απαιτούσε το π.δ. 164/2004.
α2) Όσο και του αν και κατά πόσο κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, κατά την έννοια του π.δ. 164/2004 και της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ.
β) Η παρέμβαση του ΑΣΕΠ θεσμοθετήθηκε με το π.δ. 164/2004 για λόγους μείζονος διαφάνειας, αλλά και για να μην υπάρχουν αυθαίρετες διαφοροποιήσεις ως προς την πρόσληψη υπαλλήλων με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι μετά την ψήφιση και έναρξη ισχύος του ν. 2190/1993 όλες οι σχετικές διαδικασίες έπρεπε να τελούν υπό την αιγίδα του ΑΣΕΠ. Το οποίο, μετά την Αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, απέκτησε ρητώς και συνταγματικό έρεισμα (άρθρα 101Α και 103 παρ. 7 του Συντάγματος).
γ) Μ’ άλλες λέξεις, θεσμοθετώντας την παρέμβαση του ΑΣΕΠ το π.δ. 164/2004 είχε ως στόχο –όπως προκύπτει σαφώς και από την προαναφερόμενη γνωμοδότηση 162/2004 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας- να εντάξει και τους υπαλλήλους, τους οποίους αφορούσε, στο ενιαίο καθεστώς προσλήψεων που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, γίνονται πλέον, μετά το 1993, υπό την, lato sensu, εγγυητική παρέμβαση του ΑΣΕΠ. Γι’ αυτό οι υπάλληλοι που υπήχθησαν στο π.δ. 164/2004 πρέπει να διαφοροποιούνται, ακριβώς λόγω των επιταγών του Συντάγματος και του ευρωπαϊκού δικαίου, από εκείνους που έχουν προσληφθεί ή οι συμβάσεις τους είχαν μετατραπεί σε αορίστου χρόνου χωρίς ουδεμία παρέμβαση του ΑΣΕΠ. Πολλώ μάλλον όταν μεγάλος αριθμός από τους υπαχθέντες στο π.δ. 164/2004 υπαλλήλους είχε προσληφθεί με τις αρχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου να συνάπτονται ευθέως μέσω ΑΣΕΠ και, συγκεκριμένα, μέσω κριτηρίων και μοριοδότησης κατά τις οικείες διατάξεις του ν. 2190/1993 περί συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
Β. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές μετατράπηκαν, καταφανώς με διαδικασία ΑΣΕΠ, σε αορίστου χρόνου οι συμβάσεις 32.924 υπαλλήλων με σύμβαση ορισμένου χρόνου ή έργου, οι οποίοι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Στη συνέχεια:
1. Από πλευράς οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
α) Η όλη υπόθεση παραβίασης από την Ελλάδα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ αρχειοθετήθηκε, με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (PV 1674).
β) Το δε Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την προαναφερόμενη απόφασή του C-212, 4.7.2006, έκρινε με δύναμη δεδικασμένου ότι –αντίθετα με το π.δ. 81/2003- το π.δ. 164/2004 προσάρμοσε πλήρως την ελληνική έννομη τάξη στην προαναφερόμενη Οδηγία.
2. Τέλος, το κύρος του π.δ. 164/2004, και ως προς την στο ακέραιο τήρηση του Συντάγματος και ως προς τον πλήρη σεβασμό του ευρωπαϊκού δικαίου, κρίθηκε αμετακλήτως, και με απολύτως θετική έκβαση:
α) Από το Συμβούλιο της Επικρατείας σε δικαστικό σχηματισμό (επταμελής σύνθεση), ύστερα από διαδοχικές αιτήσεις ακύρωσης, με τις αποφάσεις 1253-1259/2006.
β) Από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την απόφαση 18/2006.
γ) Και από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την απόφαση 19-1/2005.
ΙΙ. Νομική θεμελίωση
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ανενδοιάστως ότι οι υπάλληλοι, των οποίων υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες μετετράπηκαν οι συμβάσεις, μέσω ΑΣΕΠ, σε αορίστου χρόνου με το π.δ. 164/2004, ουδόλως και καθ’ οιονδήποτε τρόπο μπορούν να εξομοιωθούν, για κάθε είδους αντιμετώπιση της υπηρεσιακής τους κατάστασης, με υπαλλήλους που προσλήφθηκαν ή των οποίων οι συμβάσεις μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνου χωρίς ουδεμία, άμεση ή έμμεση, παρέμβαση του ΑΣΕΠ. Και τούτο διότι:
Α. Η μέσω του π.δ. 164/2004 μετατροπή των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου δεν έγινε κατά διακριτική ευχέρεια της τότε Κυβέρνησης και του αρμόδιου Υπουργού. Αλλά, όλως αντιθέτως, κατά δέσμια αρμοδιότητα προσαρμογής της ελληνικής έννομης τάξης στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ –και μάλιστα ύστερα από ευθεία απειλή καταδίκης της Χώρας εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω καθυστέρησης προσαρμογής- δηλαδή προσαρμογής στο παράγωγο ευρωπαϊκό δίκαιο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 28 του Συντάγματος.
1. Τούτο προκύπτει ρητώς από τις διατάξεις του άρθρου 1 του π.δ. 164/2004, που προσδιορίζει το σκοπό του και σύμφωνα με τις οποίες: «Σκοπός του παρόντος προεδρικού διατάγματος είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας όσον αφορά στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που έχει συναφθεί μεταξύ των διεπαγγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα CES UNICE και SEEP (E.E.L. 175/10.7.1999), με την οποία επιδιώκεται αφενός μεν η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης σε σχέση με την εργασία αορίστου χρόνου και αφετέρου η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί τυχόν κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου». Επιβεβαιώθηκε δε αμετακλήτως, και με δύναμη δεδικασμένου, εκτός από τη γνωμοδότηση αρ. 162/2004 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και από:
α) Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω της απόφασης C-212, 4.7.2006.
β) Τ’ Ανώτατα Ελληνικά Δικαστήρια ήτοι:
β1) Το Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. τις αποφάσεις ΣτΕ 1253-1259/2006).
β2) Τον Άρειο Πάγο (βλ. την απόφαση ΑΠ (Ολ.) 18/2006).
β3) Και το Ελεγκτικό Συνέδριο (βλ. την απόφαση ΕΣ (Ολ.) 19-1/2005).
2. Άρα οιαδήποτε εξομοίωση των υπαλλήλων που υπήχθησαν στις διατάξεις του π.δ. 164/2004 –πολλοί από τους οποίους, όπως επισημάνθηκε, είχαν προσληφθεί με τις αρχικές τους συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου να συνάπτονται ευθέως μέσω ΑΣΕΠ- με άλλους, οι οποίοι προσλήφθηκαν ή των οποίων οι συμβάσεις μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνου κατά διακριτική ευχέρεια της Εκτελεστικής Εξουσίας και χωρίς εγγυήσεις διαφάνειας, συνιστά ευθεία παραβίαση του παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου. Συγκεκριμένα δε της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, όπως οι διατάξεις της τελευταίας έχουν ερμηνευθεί, ευθέως ή μέσω της ερμηνείας του π.δ. 164/2004, τόσον από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και από το Συμβούλιο της Επικρατείας, τον Άρειο Πάγο και το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Β. Από το ίδιο το περιεχόμενο των διατάξεων του π.δ. 164/2004, αλλά και από τις προαναφερόμενες αποφάσεις –εκτός, φυσικά, από την επίσης προαναφερόμενη γνωμοδότηση αρ. 162/2004 της Ολομελείας του Συμβουλίου τςη Επικρατείας- του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συνάγεται ότι η in concreto παρέμβαση του ΑΣΕΠ κατά τη μετατροπή των επίμαχων συμβάσεων σε αορίστου χρόνου κάθε άλλο παρά τυπική υπήρξε.
1. Όλως αντιθέτως, η παρέμβαση του ΑΣΕΠ είχε καθοριστική σημασία ως προς δύο, τουλάχιστον, συνιστώσες της μετατροπής των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου, μετά την σε πρώτο βαθμό παρέμβαση των οικείων Υπηρεσιακών Συμβουλίων. Και, συγκεκριμένα:
α) Πρώτον, ως προς τον έλεγχο των προσόντων και των αντίστοιχων πιστοποιητικών των υποψήφιων, σχετικά με το αν ενέπιπταν στις διατάξεις του π.δ. 164/2004 και, κατ’ αποτέλεσμα, της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ.
β) Και, δεύτερον, ως προς το αν η φύση της σύμβασής τους και ο αριθμός των ανανεώσεων της σύμβασης αυτής –συμπεριλαμβανομένου, φυσικά, του ελέγχου της νομιμότητας της κάθε ανανέωσης της σύμβασης- αποδείκνυαν ότι οι εργαζόμενοι κάλυπταν, de jure και de facto, πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
2. Καθίσταται λοιπόν προφανές πως δεν θα ήταν συνταγματικώς ανεκτό –συγκεκριμένα δε με βάση την κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας- οι υπάλληλοι που υπήχθησαν στο π.δ. 164/2004 ν’ αντιμετωπίζονται:
α) Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, σε σχέση με υπαλλήλους που προλήφθηκαν ή των οποίων οι συμβάσεις μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνου χωρίς καμία εγγύηση διαφάνειας και αξιοκρατίας, ιδίως δε χωρίς ίχνος παρέμβασης του ΑΣΕΠ.
β) Ως εάν η in concreto παρέμβαση του ΑΣΕΠ υπήρξε εντελώς τυπική και θεσμικώς αλυσιτελής. Δηλαδή ως εάν η ένταξή τους στο καθεστώς των υπαλλήλων με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου δεν έγινε καν με «διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ». Όταν μάλιστα, με βάση τα στοιχεία της όλης διαδικασίας, καθίσταται σαφές ότι το ΑΣΕΠ, σε πλειάδα περιπτώσεων, διαφώνησε με τα Υπηρεσιακά Συμβούλια. Και είτε δεν μετέτρεψε τις κρινόμενες συμβάσεις σε αορίστου χρόνου είτε, αντιθέτως, τις μετέτρεψε, αναθεωρώντας εκ βάθρων τις αντίστοιχες κρίσεις των Υπηρεσιακών Συμβουλίων.
ΙΙΙ. Συμπέρασμα
Α. Οι διατάξεις του άρθρου 3 της Απόφασης «Καθορισμός της διαδικασίας επιλογής των υπαλλήλων που τίθενται σε διαθεσιμότητα, των κριτηρίων επιλογής και κατάταξής τους, του τρόπου μοριοδότησής τους και ρύθμιση ζητημάτων λειτουργίας του Τριμελούς Συμβουλίου του άρθρου 5 παρ. 3 του ν.4024/2011 και των Τριμελών Ειδικών Υπηρεσιακών Συμβουλίων», ορίζουν, θεσμοθετώντας τη μοριοδότηση του τρόπου εισαγωγής στη Δημόσια Διοίκηση: «Για τη μοριοδότηση του κριτηρίου 3 του Παραρτήματος Α΄, ως τρόπος εισαγωγής στη Δημόσια Διοίκηση νοείται η διαδικασία πρόσληψης με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ή διορισμού σε θέση μόνιμου προσωπικού και όχι αυτή της μετατροπής της σχέσης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή σύμβασης μίσθωσης έργου σε αορίστου χρόνου». Από το γράμμα των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι υπάλληλοι, οι οποίοι υπήχθησαν στο καθεστώς του π.δ. 164/2004, δεν μοριοδοτούνται ως προς τον τρόπο εισαγωγής τους στη Δημόσια Διοίκηση. Ούτε καν ως εισαχθέντες με «λοιπές διαδικασίες υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ».
Β. Έτσι όμως, και σύμφωνα με όσα προεξέθεσα και τεκμηρίωσα, κατά τη γνώμη μου οι προαναφερόμενες διατάξεις της Απόφασης περί μοριοδότησης έρχονται σ’ αντίθεση –μ’ όλες τις εντεύθεν συνέπειες για το κύρος της διαδικασίας μοριοδότησης ως προς το σύνολο των κάθε είδους μοριοδοτουμένων- αφενός προς τις διατάξεις του παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου, όπως αυτό ισχύει in concreto μέσω της επέλευσης των έννομων αποτελεσμάτων της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ. Και, αφετέρου, προς τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, οι οποίες καθιερώνουν την αρχή της ισότητας. Και δη της ισότητας που, κατά τη θεωρία και τη πάγια νομολογία, επιβάλλει την ίση μεταχείριση ουσιωδών όμοιων καταστάσεων αλλά και την άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων. Και τούτο διότι, όπως διευκρίνισα προηγουμένως, μεταχειρίζονται με τον ίδιο –και δη ισοπεδωτικό- τρόπο εντελώς ανόμοιες καταστάσεις: Δηλαδή υπαλλήλους που εντάχθηκαν οριστικώς στη Δημόσια Διοίκηση κατ’ εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου και με διαδικασία ΑΣΕΠ και υπαλλήλους, κατά την εισαγωγή των οποίων στη Δημόσια Διοίκηση ή κατά τη μετατροπή των συμβάσεων τους σε αορίστου χρόνου ουδεμία εγγύηση διαφάνειας και αξιοκρατίας τηρήθηκε.
Εν τέλει, κ. Υπουργέ, παρακαλώ να εκλάβετε την πρωτοβουλία μου αυτή αποκλειστικώς και μόνον ως έμπρακτη και αμιγώς οικειοθελή –γνωρίζετε καλώς ότι ουδέποτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο ζητήθηκε η γνώμη μου εν προκειμένω- προσπάθεια να συμβάλλω, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, στην επιτυχή και αποτελεσματική εκπλήρωση της δύσκολης αποστολής σας, φυσικά με πλήρη τήρηση του Συντάγματος και της εξ αυτού απορρέουσας αρχής της νομιμότητας της διοικητικής δράσης. Όπως επίσης σας διαβεβαιώ ότι, εκφράζοντας την υποκειμενική μου γνώμη, έχω παραλλήλως πλήρη συναίσθηση του ότι δεν διεκδικώ «την εξ αποκαλύψεως αλήθεια».
Μ’ εκτίμηση
Προκόπης Παυλόπουλος
Βουλευτής
Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών