Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Το χριστουγεννιάτικο δώρο του γιού μου ήταν να μας αγοράσει εισιτήρια για την Gold Class αίθουσα των Village και να δούμε όποια ταινία θέλουμε. Εκείνος ως πιο σοφός επέλεξε να πάει στους παππούδες του στην Καστοριά. Την ταινία όπως καταλαβαίνετε επέλεξε η γυναίκα μου και για μια γυναίκα αυτή την εποχή, η επιλογή είναι μία: «Ένας Άλλος Κόσμος» του Παπακαλιάτη, την οποία και είδαμε μαζί με δυο ακόμη φίλους μας. Έτσι έχασα το “Spectre” αλλά καλύτερα εδώ που τα λέμε, διότι ο τελευταίος James Bond αποδείχθηκε «μάπα».
Κριτικός κινηματογράφου δεν είμαι οπότε μην περιμένετε από μένα κάτι αντίστοιχο. Θα σας μεταφέρω απλώς κάποιες σκέψεις που έκανα. Κατ’ αρχάς είναι μια σύγχρονη ακριβή παραγωγή που καλύπτει τα στάνταρς του σύγχρονου κινηματογράφου. Αυτό δεν είναι κάτι αυτονόητο για μια ελληνική ταινία που συνήθως έχει μύρια όσα προβλήματα από τον φωτισμό μέχρι τον ήχο.
H κεντρική ιδέα του σεναρίου παρά τις απλουστεύσεις της έχει ενδιαφέρον. Επιχειρεί μέσα από τις ιστορίες των τεσσάρων μελών μιας μεσοαστικής ελληνικής οικογένειας να αποτυπώσει τις αλλαγές, τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα της ελληνικής κοινωνίας καθώς υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει τον καινούργιο κόσμο της παγκοσμιοποίησης. Όσο ζούσαμε «στον κόσμο μας» όλα ήταν απλά. Τώρα που είμαστε υποχρεωμένοι ως κοινωνία να ζήσουμε στον πραγματικό κόσμο τίποτα δεν είναι απλό και εύκολο. Κυρίως δε η διαχείριση της σχέσης του «εμείς» με τους «άλλους», όπου οι «άλλοι» είναι οι ξένοι που για τον ένα ή τον άλλο λόγο βρίσκονται πλέον μαζί μας.
Κατά την κινηματογραφική άποψη του Παπακαλιάτη δεν έχει βρεθεί η «συνταγή» της επιτυχίας για τη διαχείριση αυτής της σχέσης με τους «άλλους», με τους ξένους. Κι αυτό οδηγεί τους πρωταγωνιστές σε βαθιά αδιέξοδα. Μόνον ένα μέλος της οικογένειας καταφέρνει να «διασωθεί» μέσα σε αυτόν τον κατακλυσμό των αλλαγών. Αν και παραιτημένη, η σύζυγος και μητέρα της οικογένειας, βρίσκει τη λύση του αινίγματος στο τέλος της ταινίας στην αγκαλιά του συμπαθούς γερμανού καθηγητή από το πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ο οποίος μιλάει αγγλικά με βαριά τευτονική προφορά, που θυμίζει Σβαρτζενέγκερ. Αλλά και Σόιμπλε.
Ανεξάρτητα λοιπόν από το μελόδραμα της ταινίας που σε κάποιες περιπτώσεις θυμίζει τηλεοπτικές σειρές της δεκαετίας του 90, το βασικό μήνυμα είναι αυτό. Μια Ελλάδα παραιτημένη, μια Ελλάδα στα αζήτητα του σύγχρονου κόσμου, η οποία μπορεί να έχει ένα και μόνο μέλλον: Να βρεθεί στην αγκαλιά του καλοκάγαθου Γερμανού και να κάνει μια καινούργια αρχή.
Είναι με άλλα λόγια το γνωστό επιχείρημα «οι Γερμανοί είναι φίλοι μας». Και πιστεύω πως δεν είναι τυχαίο. Εντάσσεται σε ένα συνολικότερο εγχείρημα δημιουργίας «κλίματος» για την αποδοχή μιας τέτοιας προοπτικής για την Ελλάδα και το μέλλον της. Είναι ένα μήνυμα που περνάει στον θεατή «αθόρυβα» και γι αυτό πολύ πιο αποτελεσματικά σε σχέση με τις αναλύσεις του «κυρίου Μπάμπη» στον ΣΚΑΙ.
Άλλωστε δεν είναι επίσης καθόλου τυχαίο το ποιοι ανέλαβαν να υποστηρίξουν αυτή την ακριβή παραγωγή, προκειμένου να έχει την αρτιότητα που έχει. Πρώτος απ’ όλους ο γερμανικών συμφερόντων ΟΤΕ μέσω του ΟΤΕ TV. Αλλά και ο ALPHA που επίσης είχε και έχει γερμανικά «πάρε – δώσε». Όπως επίσης δεν είναι καθόλου τυχαίο πως στην ταινία «πρωταγωνιστούν» και μεγάλοι χορηγοί όπως η AEGEAN.
Και ο Παπακαλιάτης επιχειρεί μέσα από την ταινία του να μας πείσει πως οδηγούμαστε σε έναν άλλο κόσμο, ο οποίος μπορεί να είναι βιώσιμος για μας, ως χώρα και ως έθνος, μόνο αν είναι… γερμανικός. Αυτό ωστόσο που δεν λέει η ταινία αλλά το λέει η ιστορική εμπειρία και η τρέχουσα πραγματικότητα είναι πως η «γερμανική αγάπη» είναι πάντα σκληρή και πονάει…