Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Η συζήτηση του προϋπολογισμού στη Βουλή έφερε ξανά στην αιχμή της επικαιρότητας ένα μείζον θέμα: τους εξοπλισμούς της χώρας προκειμένου να προασπίσει την εδαφική της ακεραιότητα και τα εθνικά μας συμφέροντα.
Όμως για μια ακόμη φορά η συζήτηση κινείται σε εντελώς λανθασμένη κατεύθυνση και σε αυτό είναι μεγάλη η ευθύνη όλου του πολιτικού συστήματος, αλλά πρωτίστως της κυβέρνησης.
Δυστυχώς η Ελλάδα είναι προσκολλημένη στον κλασικό αμυντικό σχεδιασμό ενώ ο κόσμος γύρω μας έχει αλλάξει.
Οι πόλεμοι δεν κερδίζονται ή χάνονται με βάση τον αριθμό των τανκς. Οι πόλεμοι είναι πρώτα και πάνω από όλα τεχνολογικοί, ηλεκτρονικοί. Και εκεί η Ελλάδα βρίσκεται σχεδόν στην προϊστορική εποχή.
Σε μια εποχή που όλα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα εμείς συζητάμε αν θα επανεκκινήσουμε τα εξοπλιστικά προγράμματα που πάγωσαν, λόγω της κρίσης πριν από μια δεκαετία. Είναι η συνταγή της αποτυχίας και των πεταμένων χρημάτων.
Ακόμη κι αν το δεχθούμε ως υπόθεση εργασίας, τα νέα αυτά συστήματα θα περάσουν πολλά χρόνια, ίσως και δέκα, έως ότου ενταχθούν στον αμυντικό μας σχεδιασμό.
Η προσπάθεια του Μεγάρου Μαξίμου και του αρμόδιου υπουργού να πείσουν τον ελληνικό λαό ότι η εντεινόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας μας επιβάλλει νέες οικονομικές θυσίες προκειμένου να επέλθει μια νέα στοιχειώδης ισορροπία εξοπλισμών, όπως γίνεται δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια λαϊκιστική επίκληση του φοβικού συνδρόμου που προκαλεί η στάση των γειτόνων μας.
Επίσης, υπάρχει μια μεγάλη αντίφαση. Αν όντως δεχόμαστε ότι υπάρχει θέμα ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων με τους κλασσικούς όρους, τότε δεν μπορεί να μένει έξω από τη συζήτηση -λόγω πολιτικού κόστους- το θέμα αύξησης της θητείας.
Ναι η Τουρκία δοκιμάζει τα όρια της Ελλάδας, μεθοδικά και διαχρονικά. Με συστηματικό τρόπο δημιουργεί γκρίζες ζώνες σε όλα τα σημεία που την ενδιαφέρουν. Χτυπά την ίδια στιγμή σε πολλά μέτωπα.
Και εμείς εκτός από τις καταγγελίες και την επίκληση της βοήθειας από τους συμμάχους και εταίρους μας που ναι ναι είναι φραστική αλλά όχι αποτελεσματική, παρακολουθούμε και τρέχουμε να ψάχνουμε… χανζαπλάστ για να καλύψουμε τις ανοιχτές πληγές.
Η Ελλάδα βρίσκεται στο σταυροδρόμι. Δεν μπορεί να χαθεί ούτε μια μέρα.
Και η αρχή πρέπει να γίνει από τον οργανωτικό επαναπροσδιορισμό του ίδιου του υπουργείου Άμυνας και του πως αυτός θα σχετίζεται με τις ίδιες τις υπάρχουσες αμυντικές βιομηχανίες της χώρας οι οποίες ούτως η άλλως οικονομικά έχουν πέσει έξω.
Σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι έχει γίνει τόσο μεγάλος ντόρος με την ψηφιακή πολιτική στη χώρα ή θα αποφασίσουμε ότι η ψηφιακή πολιτική βαίνει οριζόντια ή θα καταλάβουμε τελικά ότι ο πολύς Πιερρακάκης είναι για το 112 και για τις νέες ταυτότητες.
Η Ελλάδα,λοιπόν, χρειάζεται ένα νέο αμυντικό σχεδιασμό που θα ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της εποχής και μια νέα αυτόνομη διεύθυνση ηλεκτρονικών εξοπλισμών. Η οποία ανεξαρτήτως από το κόστος, που έτσι κι αλλιώς είναι συγκριτικά μικρότερο, θα θωρακίσει πρωτίστως τα θαλάσσια σύνορά μας και φυσικά την ΑΟΖ και τα εθνικά μας συμφέροντα.
Σήμερα ο πόλεμος το επαναλαμβάνω για να το εμπεδώσουμε, διεξάγεται με βάση την προηγμένη τεχνολογία που αποτελεί την αιχμή της ισχύος ενός κράτους. Τα άλλα κλασσικά μέσα είναι συμπληρωματικά.
Το παράδειγμα της ομάδας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου που κατασκευάζει τα UAV είναι χαρακτηριστικό και ελπιδοφόρο. Όμως για είναι και αποτελεσματικό πρέπει να εντάσσεται σε ένα συνολικό σχεδιασμό. Ποιος σχεδιάζει και παραγγέλνει με βάση τις ανάγκες μας και όχι ποια ομάδα νεαρών φοιτητών έχει την πρωτοβουλία να φτιάξει ένα UAV που μπορεί να είναι από παιχνίδι ως πολεμικό όπλο.
Και μετά ποιος κατασκευάζει, ποιος ενσωματώνει και ποιος και πως χρησιμοποιεί το κάθε όπλο.
Χρειάζεται βαθιά τομή και κυρίως να ξεχάσουμε όλα όσα ξέραμε και εμπιστευόμαστε. Και να δεχθούμε ότι σε πρώτη φάση ως την ολοκλήρωση του σχεδιασμού, των παραγγελιών και της παράδοσης θα χρειαστεί χρόνος υπάρχει και η δοκιμασμένη τακτική του leasing.
Γιατί σε λίγο ίσως είναι αργά και το προβάδισμα της άλλης πλευράς δεν θα μπορεί να καλυφθεί.
Δεν μπορούμε να μένουμε στους βώλους ενώ όλα τα παιδιά του κόσμου παίζουν πλέον με Χbox τρίτης γενιάς.