Γράφει η Γεωργία Δρακάκη
Αν και ιδεολογικά διαφωνώ με τον κύριο Νίκο Δήμου και παρόλο που καθημερινά παρακολουθώ αρκετούς δημοσιογράφους και λοιπούς διανοητές με τους οποίους συμπλέω, το μόνο άρθρο που κοσμεί τον τοίχο του δωματίου μου είναι το εξαιρετικό του «Ο Κανόνας του Κανένα», δημοσιευμένο σε παλαιότερη και καλύτερη Lifo. Η βασική ιδέα είναι η εξής: ζούμε στη χώρα του Κανενός. Κανένας δεν φέρει ευθύνη για τα προβλήματα, κανένας δε δίνει λύσεις, κανένας δεν φταίει.
Το διαβάζω λιγάκι κάθε μέρα αυτό το κείμενo. Ήταν προσφάτως όμως που με οδήγησε σε έναν καινούργιο διανοητικό δρόμο, μέσω μιας απορίας που αναπάντεχα μου δημιουργήθηκε. Εντάξει, ο Έλληνας ζει στη χώρα του Κανενός. Εντάξει, η αλήθεια κρύβεται εντέχνως από τις φαρμακοβιομηχανίες, τα Mac Donalds, τις πολυεθνικές και τις κυβερνήσεις Αλλά σάμπως υπάρχει κάποιο πρόσωπο, κάποια Ιδέα ή καλύτερα κάποιο ιδανικό, ικανό να ενσαρκώσει την επιστροφή του «Κανένα» στην Ιθάκη;
Ερώτημα αναπάντητο από οιοδήποτε άρθρο. Νάτος πάλι ο Κανένας, αυτή τη φορά ο δικός μου. Θέτω και ίσως μεταθέτω ερωτήματα και προβλήματα. Ίσως, μάλιστα, αν ήμουν πραγματικά αποφασισμένη να τα λύσω, να μην μου περίσσευε χρόνος για να γράφω. Και ως ον κατεξοχήν ταγμένο στα εκ του συναισθήματος αντλημένα επιχειρήματα, μού είναι πιο βολικό να λέω ιστορίες και λέξεις , χωρίς ηθικό δίδαγμα. Χώρια το ότι σε κάθε συζήτηση, από αυτή μεταξύ ερωτευμένων, μέχρι αυτή μεταξύ πολιτικών αντιπάλων, θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να ήταν υποχρεωτική η κατάρτιση ενός στιγμιαίου ερμηνευτικού λεξικού, για την επίλυση αποριών του τύπου «πώς τον εννοείς εσύ τον ρατσισμό, δηλαδή;». Οι άνθρωποι έχουμε όλοι πολλές γνώμες, γιατί, δυστυχώς ή ευτυχώς, η μία και μόνη Γνώση είναι τόπος ιερός και άβατος.
Δε γνωρίζω, λοιπόν, εάν υπάρχει αυτή η περίφημη Ιδέα που θα μας έσφιγγε ή θα μας χαλάρωνε τα σκουριασμένα μας λουριά. Έχω στο μυαλό μου σκόρπιες εικόνες και λέξεις, που θρυμματισμένες περιέχουν τις πληθυντικού αριθμού ιδέες μου. Δεν κατανοώ γιατί η μαριχουάνα είναι παράνομη και γιατί οι γκέι στοχοποιούνται είτε από τους ομοφοβικούς είτε από το καπιταλιστικό σύστημα και τι είναι καπιταλισμός στο φινάλε και γιατί υπάρχει σφηνωμένο στο μυαλό μερικών ότι η εθνική καταγωγή είναι δομικότερο στοιχείο για την κατάταξη κάποιου στην κατηγορία «άνθρωπος» από ότι τα βιολογικά χαρακτηριστικά του; Δεν κατανοώ γιατί η ποίηση και η τέχνη καταναλώνονται σχεδόν αποκλειστικά από «μορφωμένους», δεν κατανοώ γιατί τα λεφτά, στην έλλειψή τους ή στην υπερβολή τους, δημιουργούν τόσα πολλά προβλήματα. Δεν έχω καταλάβει ακόμα αν και τι είναι το AIDS, δεν έχω ορίσει στο μυαλό μου ξεκάθαρα τι είναι το χυδαίο και το ευτελές, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί η μουσική της γενιάς μου έχει λιγότερα λόγια και γρηγορότερο ρυθμό. Έχω αρχίσει να χάνω και τον ορισμό λέξεων όπως «ανάγκες», «προβλήματα», «επανάσταση», «παιδεία».
Η πίστη μου στον άνθρωπο με οδηγεί σε σκέψεις ρομαντικές. Το ίδιο και η αγάπη μου για την Ελλάδα. Καθώς τα σαββατοκύριακα αυτής της εποχής τυχαίνει να εργάζομαι σε ένα μεζεδοπωλείο στο Μοναστηράκι, με πιάνω να παρατηρώ το πώς πέφτει το φως του ήλιου πάνω στο εντυπωσιακό κτήριο της στοάς του Αττάλου. Τα μπουζούκια μες στο μαγαζί τυχαίνει εκείνη την ώρα να παίζουν Μοσχολιού και Μπιθικώτση κι ένας Αμερικανός τουρίστας που τρώει φέτα τυχαίνει να διαβάζει μαζί με το κορίτσι του τη βιογραφία του Σωκράτη. Κόσμος διαβαίνει, ανήλικα αλλοδαπά παιδάκια επιχειρούν να πουλήσουν πραμάτειες και μια τσιγγάνικη κομπανία ανεβάζει την ένταση του δρόμου. Όλα τούτα τρελαίνουν την ποίηση μέσα μου και σκέφτομαι ότι «αν όλα τα παιδιά της γης σφίγγαν γερά τα χέρια, κορίτσια αγόρια στη γραμμή και στήνανε χορό, ο κύκλος θα γινότανε πολύ πολύ μεγάλος κι ολόκληρη τη γη μας θʼ αγκάλιαζε, θαρρώ». Θαρρώ λοιπόν πως ο έρωτας, η απλότητα, το φως, το όνειρο, η κοινή σε όλους επίγνωση του θανάτου μας αρκούν. Ίσως δεν τις χρειαζόμαστε επιτέλους τις ιδέες και ότι δεν πειράζει που δεν έχουμε όλοι μας καταλάβει τι είναι το PSI και το σχέδιο Αθηνά.
Λίγο αργότερα, το φως του ήλιου έχει πέσει, το εξάωρο έχει παρέλθει, και το αφεντικό-όπως, δυστυχώς για μένα, τον αποκαλούν τα συναδέλφια μου- μου ακουμπάει στην παλάμη χρήματα αρκετά το πολύ πολύ για ένα σινεμά κι έναν καφέ. Τα πόδια μου πονάνε και σκέφτομαι ότι άλλοι εργάζονται πολύ σκληρότερα για να δώσουν στα παιδιά τους φαγητό και σχολική τσάντα και για να πληρώνουν το φως και το νερό. Οι ρομαντικές σκέψεις παρέρχονται και από γαϊτανάκι ανθρώπων, αρχίζω να φαντασιώνομαι άτακτο πλήθος ανθρώπων να επιτίθενται με όλη την οργή τους απέναντι σε κάποιον, σε κάτι. Στον ουρανό, ξέρω γω, στον Ομπάμα, στις τράπεζες ή στο Θεό.
Μετά, η λογική με προλαβαίνει, αφού κάθε ένας από όλους εμάς είναι μόνος. Υπάρχει κάπου εκεί έξω κάποιος που κλαίει επειδή ο γιος του σκοτώθηκε με τη μηχανή, άλλος που φωνάζει επειδή του κλέψανε το μαγαζί του, άλλος που χώρισε, άλλος που ο μισθός του, πια, αρκεί μονάχα για έναν, και όχι δύο, μήνες στη Μύκονο. Κάθε ένας από αυτούς θεωρεί ότι αδικήθηκε και πονάει. Μπορεί ο γιος να είναι χρυσαυγίτης ή κομμουνιστής ή δολοφόνος- «καλά να πάθει το καθίκι», μπορεί οι κλέφτες να είχαν να φάνει πέντε μέρες-«και τι με νοιάζει εμένανε;», μπορεί αυτός που χώρισε να έφταιξε- «ας πρόσεχε», μπορεί αυτός που πήγαινε δυο μήνες στη Μύκονο να ήταν ο πιο καλός και δίκαιος και όμορφος άνθρωπος του κόσμου και να ήταν η Μύκονος το μόνο που ήθελε από το καλοκαίρι του-«ναι, αλλά εγώ, εγώ, ΕΓΩ πάλι στη Λούτσα θα τη βγάλω;».
Το σύστημα μάς πολτοποιεί και οι άνθρωποι γινόμαστε ασυνεπείς στις απόψεις μας περί δικαιοσύνης, όποτε τυχόν πλήττεται ο εαυτός μας ή κάποιος που αντιπαθούμε και διαφωνούμε μαζί του. Υπό τον όρο αυτό, κανένα σχεδόν κοινό λεξικό ορισμού εννοιών δεν έχει νόημα να επιχειρηθεί, καμία Ιδέα δεν έχει πολλές πιθανότητες να ξεθαφτεί μέσα από το σωρό των ιδεολογημάτων και σχεδόν όλες οι επαναστάσεις είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Όσο, όμως, καθένας επιχειρεί να ανοίγει τον εαυτό του στον κόσμο, μην ξεχνώντας, παράλληλα, να τον χαλυβδώνει με όσα οδηγούν στην εκπλήρωση των ονείρων του, έχω την αίσθηση ότι τα πάντα παίρνουν έναν άλφα δρόμο. Αυτό το επιχείρημα, πολιτικά, αντικρούεται ως εξής: το σύστημα μάς θέλει διασπασμένους. Δεν είμαι και πολύ βέβαιη, όμως, ότι ένα μπουλούκι μοναξιών και αδύναμων, κομπλεξικών όντων μπορεί να συστήσει γροθιά αληθινή, ακόμα και αν αυτό το μπουλούκι διεκδικεί κάτι κοινωνικά ή πολιτικά αυτονόητο.
Η λέξη Κανένας, το υπονοεί και ο Νίκος Δήμου, τολμώ να πω, περιλαμβάνει τη λέξη Ένας. Εάν χαθεί αυτός ο ένας μέσα στον καθένα, τότε αυτός θα είναι κανένας, ενωμένος με άλλους «κανένες», και, ουσιαστικά, ανήμπορος να πολεμήσει τους εκάστοτε μονόφθαλμους γίγαντες. Νομίζω πως όσοι δεν εγκαταλείπουν την προσπάθεια να αντιληφθούν και τα προσωπικά τους κενά, εκτός από τα πολιτικά ή κοινωνικά, είναι ασύλληπτα κοντά στο να χαράξουν το δρόμο του αγώνα. Διότι, αυτός είναι δεδομένος, κατʼ εμέ, και εγγενής στην ανθρώπινη φύση. Αισθάνομαι πως η Ιδέα που έχουμε ανάγκη είναι ο Άνθρωπος. Όχι ο πρωθυπουργός, ο καθηγητής, ο νευτεργάτης, όχι όλος αυτός ο σωρός ιδιοτήτων που ένα κάλπικο σύστημα ζωής μάς χρεώνει καθημερινά. Όχι ο χοντρός, ο ψηλός, ο σοσιαλιστής, ο Βούλγαρος, ο τρελός, ο δυνατός. Αισθάνομαι πως η Ιδέα που έχουμε ανάγκη είναι ο Άνθρωπος, επιχείρημα όχι ακλόνητο, καθότι απορρέει από και στοχεύει στο -λησμονημένο μας, ρε γαμώτο, αλλά πάντως ανθρώπινο- συναίσθημα.