Εβδομήντα επιστολές τις οποίες αντήλλαξαν ο Μένης Κουμανταρέας με τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο περιλαμβάνει ο τόμος που θα κυκλοφορήσει μέχρι το τέλος του χρόνου από τις εκδόσεις Πατάκη. Οι επιστολές, που φυλάσσονται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη (του Κουμανταρέα) και στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (του Ραπτόπουλου), μπαίνουν τώρα σε φιλολογική τάξη από την Αντιγόνη Βλαβιανού, η οποία θα γράψει και τον επίλογο (ο Ραπτόπουλος θα γράψει την εισαγωγή). Τι είναι, ωστόσο, ακριβώς εκείνο που συζητούν οι δύο συγγραφείς στην αλληλογραφία τους; Ποιες είναι οι σκέψεις που τους απασχολούν και πώς διαμορφώνεται η σχέση τους μέσα από τον επιστολικό τους λόγο;
«Ο μεγαλύτερος όγκος των γραμμάτων καλύπτει το διάστημα 1980-1981, όταν ο ίδιος βρίσκομαι στη Σουηδία», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Β. Ραπτόπουλος: «Είναι μια καθοριστική περίοδος για τον Κουμανταρέα. Είναι η εποχή που γράφει τα “Σεραφείμ και Χερουβείμ”, αλλά και που παντρεύεται τη γυναίκα του Λιλή, για να απομακρυνθεί οριστικά από τον μοναχικό βίο. Και πρέπει να πω πως είναι πολύ ανοιχτός και μιλάει για τα πάντα: για τα διηγήματα που φιλοξενούνται στα “Σεραφείμ και Χερουβείμ”, για τα άλλα του βιβλία, για τον τρόπο της γραφής του, όπως και για την Πλατεία Βικτωρίας, η οποία έχει αρχίσει ήδη να χάνει τη μαγεία την οποία του ασκούσε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών ? κι αυτό είναι κάτι που του προκαλεί μιαν έντονα νοσταλγική διάθεση. Όταν ξεκινάει η αλληλογραφία μας εγώ είμαι στην Αλεξανδρούπολη, εν συνεχεία πηγαίνω στη Σουηδία και για ένα διάστημα, το 1984, ζω ως υπότροφος συγγραφέας στην Αϊόβα της Αμερικής. Στο βιβλίο θα φιλοξενηθεί επίσης κοινό φωτογραφικό υλικό».
Ποια είναι η εικόνα η οποία αναδύεται από τις επιστολές του Κουμανταρέα προς τον Ραπτόπουλο και τανάπαλιν; «Ο τίτλος της έκδοσης δεν έχει ακόμη αποφασιστεί» λέει ο Β. Ραπτόπουλος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να είναι “Μαθητεία”. Και το σημειώνω αυτό με διπλή κατεύθυνση, επειδή ο τρόπος με τον οποίο συζητάει ο Κουμανταρέας είναι ένα περίεργο κράμα. Δεν πρόκειται μόνο για όσα μεταδίδει ο ίδιος προς έναν συγγραφικό νεοσσό, όπως ήμουν τότε ο ίδιος, αλλά και για όσα επιζητεί να μάθει ο ωριμότερος από τους νεώτερους, για όσα είναι σε θέση να τον κεντρίσουν από τη δουλειά τους, για όσα μπορεί να του προσφέρει η δική τους εμπειρία. Είναι απαραίτητο να προσθέσω πως ο Κουμανταρέας δεν καταλήγει ποτέ στα γράμματά του δεσποτικός και πατερναλιστικός, δεν εκδηλώνει ποτέ ούτε ένα κρούσμα αυταρχισμού. Δείχνει, αντίθετα, μονίμως υποχωρητικός και διαλογικός. Και μια τέτοια στάση και συμπεριφορά συνέβαλε τα μάλα στη γέννηση και την πολύχρονη διατήρηση της φιλίας μας. Τούτο δεν σημαίνει πως δεν υπήρξαν διαφορές ή διαφωνίες μεταξύ μας. Όταν πια ήμασταν και οι δυο στην Αθήνα και βγήκε το μυθιστόρημά μου ??Μαύρος γάμος??, μου έστειλε μια επιστολή με αρκετή οξύτητα. Ήταν πολύ αρνητικός με το βιβλίο και προτίμησε να πει τη γνώμη του έτσι ? χωρίς να με δει από κοντά. Να μια άλλη όψη μαθητείας γιατί, όπως το έχω ήδη πει, η μαθητεία έχει πολλές όψεις στις επιστολές μας».
Ο Β. Ραπτόπουλος δεν ετοιμάζει μόνο την αλληλογραφία του με τον Κουμανταρέα. Σύντομα θα εκδοθεί ξανά από τον «Κέδρο» το μυθιστόρημά του «Χάσαμε τον Μπαμπά» (κοιταγμένο και στημένο εξαρχής), όπως και το βιβλίο του (από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη) «Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», που περιλαμβάνει συνεντεύξεις του με άλλους συγγραφείς και κριτικές του. Ετοιμάζει, όμως, κι ένα καινούργιο βιβλίο, το οποίο θα κυκλοφορήσει το 2018 από τον «Κέδρο» με τίτλο «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα». Είναι ένα μυθιστόρημα που καταπιάνεται με την κρίση: «ένα έργο», όπως παρατηρεί μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συγγραφέας, που «συνδυάζει την πολιτική φαντασία με τη σάτιρα και τη μαύρη κωμωδία».