Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Το ερώτημα του τίτλου έχει μπει τα τελευταία 24ωρα στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης και θα εξακολουθεί να ταλανίζει το μυαλό των πολιτών και κατ΄επέκταση την πολιτική ζωή της χώρας, στο βαθμό που δεν δοθεί μια σοβαρή και πειστική απάντηση.
Η αποκάλυψη από την εφημερίδα «Καθημερινή» πως ο πρώην Υπουργός Οικονομικών ήταν έτοιμος να χακάρει τα πληροφοριακά συστήματα με τα ΑΦΜ όλων των Ελλήνων φορολογουμένων της Γενικής Γραμματείας Εσόδων, υπό κανονικές συνθήκες και σε μια κανονική χώρα θα έπρεπε να έχει κινητοποιήσει μέσα σε μία ώρα από τη σχετική δημοσίευση τις εισαγγελικές αρχές για να διερευνήσουν τα καταγγελλόμενα.
Δυστυχώς δεν ζούμε ούτε σε κανονικές συνθήκες, ούτε σε κανονική χώρα. Διότι το μόνο που ακούσαμε είναι πως διατάχθηκε ΕΔΕ από την κυρία Κατερίνα Σαβαίδου, Γενική Γραμματέα Εσόδων! Δηλαδή «πιάσ’ τ’ αυγό και κούρευτο». Μα, η κ. Σαβαίδου είναι μέρος του ζητήματος που προέκυψε, καθότι κατηγορείται από τον πρώην υπουργό Οικονομικών πως δεν τιμά τον όρκο που έχει δώσει «να φυλάττει πίστη στην πατρίδα» κι έχει περάσει στο στρατόπεδο της τρόικας. Πως λοιπόν το πόρισμα της ΕΔΕ υπό την επίβλεψή της μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο; Άσε δε που έτσι κι αλλιώς μια ΕΔΕ δεν μπορεί ούτως ή άλλως να απαντήσει στο ερώτημα για το εάν ο Βαρουφάκης είναι ένας προδότης παρακρατικός ή ένας πατριώτης μαχητής που έχασε το πόλεμο, όπως γράφει το αμερικανικό περιοδικό Newyorker.
Το όλο ζήτημα, μου δημιούργησε προσωπική σύγχυση καθώς είμαι ο τελευταίος που θα επιθυμούσε να γίνει συνήγορος του Βαρουφάκη. Η κυβέρνηση αλλά δυστυχώς και η χώρα, πληρώνουν μεγάλο τίμημα εξαιτίας του αλαζονικού ξερολισμού του. Όχι μόνο υπήρξε άσχετος με αυτό που λέμε «πολιτική» αλλά το χειρότερο είναι πως δεν παραδέχθηκε αυτή την ασχετοσύνη του ώστε να βοηθηθεί και να πετύχει κάτι περισσότερο από την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα. Άλλο αυτό όμως και άλλο να εμφανίζεται ως ύποπτος για σύσταση παρακρατικού μηχανισμού και να κατηγορείται για προδοσία.
O ρόλος του να ξεκαθαρίσουν τα πελώρια ερωτήματα που μοιραία δημιουργούνται, ανήκει στη δικαιοσύνη. Η οποία ωστόσο σηκώνει τα χέρια ψηλά καθότι με το κατασκεύασμα αυτό που λέγεται «νόμος περί ευθύνης υπουργών», δεν επιτρέπεται στις δικαστικές αρχές να επιλαμβάνονται θεμάτων σχετικά με πράξεις ή παραλείψεις υπουργών καθώς η σχετική αρμοδιότητα ανήκει αποκλειστικά στη Βουλή.
Επειδή όμως για το συγκεκριμένο ζήτημα περί «χακαρίσματος» των ΑΦΜ δεν υπάρχει καμία μηνυτήρια αναφορά μέχρι ώρας τουλάχιστον, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου σε μια επικοινωνιακή κίνηση διαβίβασε το περιεχόμενο δύο αναφορών άσχετων με το συγκεκριμένο θέμα που έχουν κατατεθεί κατά του πρώην υπουργού Οικονομικών. Η μία είναι του Απόστολου Γκλέτσου και η άλλη ενός δικηγόρου. Η δικαιοσύνη πετάει το «μπαλάκι» στη Βουλή και ό,τι ήθελε προκύψει…
Κι έτσι οι πολίτες μένουν με ένα σωρό απορίες. Πως είναι δυνατόν ο Υπουργός Οικονομικών μιας νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης να μην έχει πρόσβαση και να χρειάζεται να «χακάρει» τα αρχεία μιας υπηρεσίας της οποίας προΐσταται; Έκανε ή δεν έκανε καλά που προετοίμαζε ένα plan b σε περίπτωση που η χώρα έβλεπε την έξοδο από την ευρωζώνη; Αν δεν το έκανε και συνέβαινε η έξοδος, δεν θα ήταν υπόλογος που δεν προετοίμασε στοιχειωδώς ένα σενάριο επόμενης μέρας; Αλλά αν έκανε τη δουλειά του ο Βαρουφάκης, τότε πως μπορεί μια εφημερίδα που θέλει μάλιστα να εμφανίζεται ως η σοβαρή δημοσιογραφική έκφραση του αστικού κόσμου να τον κατηγορεί γι αυτό; Δεν θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει πως η εφημερίδα ηθελημένα ή αθέλητα μετέχει σε σενάρια αποσταθεροποίησης της χώρας;
Η πραγματικότητα έχει δύο αναγνώσεις. Παρακράτος είναι και το να διοικούν απευθείας οι Βρυξέλλες ή το Βερολίνο τις υπηρεσίες του ελληνικού δημοσίου και να μην έχουμε ενημερωθεί ποτέ για αυτό. Προδοσία είναι και το γεγονός πως την ώρα που η χώρα κάνει διαπραγμάτευση υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της ελληνικής πολιτείας να βρίσκονται σε ανοιχτή γραμμή με την αντίπαλη πλευρά και να μεταφέρουν πληροφορίες. Είναι ανατριχιαστικό αυτό που λέει ο Βαρουφάκης και που θα πρέπει βέβαια να το αποδείξει: Πως εάν το σχέδιο Β έβγαινε από τον στενό κύκλο των πέντε ατόμων, αυτομάτως θα προδιδόταν με το νι και με το σίγμα στην τρόικα.
Εφόσον η Καθημερινή άνοιξε το θέμα, τώρα θα πρέπει να χυθεί άπλετο φως για όλους και για όλα. Για πρόσωπα, για μηχανισμούς ακόμη και για την ίδια την εφημερίδα. Δεν είναι ό,τι καλύτερο για αυτή τη δύσκολη ώρα, αλλά καλώς ή κακώς τώρα πλέον δεν μπορεί να «κουκουλωθεί» το ζήτημα. Τα ΑΦΜ των Ελλήνων είναι διαχειρίσιμα αποκλειστικά από την τρόικα και μια εκλεγμένη κυβέρνηση πρέπει να «χακάρει» τα συστήματα για να έχει πρόσβαση σε αυτά.
Αυτό είναι το bottom line αυτής της ιστορίας και με βάση αυτό θα πρέπει να διερευνηθούν οι ευθύνες και να ξεχωρίσουν οι προδότες από τους πατριώτες.
Η δικαιοσύνη πρέπει να βρει τον τρόπο για να πάρει την υπόθεση στα σοβαρά και να την πάρει πάνω της, διότι αυτή τη στιγμή το πολιτικό σύστημα και οι πολιτικοί δεν εμπνέουν την παραμικρή εμπιστοσύνη.