Γράφει ο Χάρης Θεοχάρης
H επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης έχει εξελιχθεί στο ιερό δισκοπότηρο της Ελληνικής οικονομίας. Η εθνική οικονομία διανύει το 7ο υφεσιακό της έτος (με την εξαίρεση του αναιμικού 2014 που φαντάζει τόσο μακρινό) και οι προοπτικές εξόδου από την κρίση είναι εξαιρετικά θολές.
Η Κυβέρνηση εμμένει στις αδιέξοδες πολιτικές αύξησης των φόρων, κινούμενη ταυτόχρονα εχθρικά απέναντι στην επιχειρηματικότητα. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής και των capital control είναι η συνέχιση της ραγδαίας αποβιομηχάνισης της χώρας, το κλείσιμο 10.000 επιχειρήσεων το 2015, η μεταφορά επιχειρήσεων σε γειτονικές χώρες με ευνοϊκότερα επενδυτικά περιβάλλοντα και η επίμονα υψηλή ανεργία, ιδίως στους νέους. Το ισοζύγιο νέων επιχειρήσεων με αυτές που έκλεισαν από τις αρχές του 2016 μέχρι σήμερα είναι αρνητικό κατά 4.000 επιχειρήσεις για πρώτη φορά μετά από χρόνια.
Όλοι οι εγχώριοι και διεθνείς οικονομικοί φορείς και οργανισμοί συμφωνούν ότι η πιο σημαντική προϋπόθεση για να τεθούν οι βάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης και άρα και της μείωσης της ανεργίας είναι η αύξηση των επενδύσεων στη χώρα. Η εισροή νέων κεφαλαίων αποτελεί τη μόνη διέξοδο της χώρας μπροστά στο σύνολο των οικονομικών και δημοσιονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Χρειαζόμαστε, όπως ακούγεται συχνά, €100 δις επενδύσεων.
Είναι αναγκαία η σύγκλιση των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Αυτό σημαίνει πως οι επενδύσεις πρέπει να αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 19% του ΑΕΠ της χώρας από 12% που είναι σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό της καταστροφής τα τελευταία 5 έτη το γεγονός ότι οι καθαρές επενδύσεις στη χώρα ήταν αρνητικές κατά 5% καθώς οι αποσβέσεις παγίων κεφαλαίων υπερτερούσαν των νέων επενδύσεων.
Προφανώς, η έλευση επενδύσεων απαιτεί άρση της πολιτικής αβεβαιότητας, μια Κυβέρνηση με καθαρά μεταρρυθμιστική ατζέντα και δημοσιονομική πειθαρχία, πράγματα τα οποία είναι ανύπαρκτα σήμερα. Επίσης, χρειάζεται ένα σταθερό τραπεζικό σύστημα, αξιοποίηση του ΕΣΠΑ και προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Απαιτεί όμως και τη χάραξη μιας πολιτικής κινήτρων εκ μέρους της Πολιτείας ώστε να διευκολυνθεί στα αρχικά της στάδια η επενδυτική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Κίνητρα για επενδύσεις
Μια πρόταση προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η επιβολή φορολογικού συντελεστή 5% για τα υπερβάλλοντα κέρδη των συνεπών επιχειρήσεων (σε αυτές συμπεριλαμβάνονται και όσες έχουν προβεί σε ρύθμιση χρεών προς ταμεία και εφορία) που θα προβούν σε επενδύσεις παγίων κεφαλαίων για ένα εύλογο χρονικό διάστημα μεταξύ 4 και 7 ετών. Σε αυτή θα μπορούσαν να υπαχθούν όσες επιχειρήσεις προβούν σε επενδύσεις ύψους τουλάχιστον 8% του τζίρου τους με την πρόβλεψη ενός ελάχιστου επιλέξιμου ποσού. Επίσης, θα μπορούσε να προβλεφθεί ένα ποσό άνω του οποίου τα ευεργετήματα της πρότασης θα παρέχονταν ανεξαρτήτως ποσοστού επί του τζίρου.
Η πρόταση φιλοδοξεί να συνεισφέρει στην αναστροφή της τάσης αποεπένδυσης της εθνικής οικονομίας που περιέγραψα προηγουμένως. Ο μειωμένος συντελεστής που θα εφαρμόζεται στα πρόσθετα κέρδη από το έτος της επένδυσης θα αυξήσει τις επενδύσεις και το ΑΕΠ. Το μέτρο θα μπορούσε να αποτελέσει κίνητρο για την αποκάλυψη πρόσθετων κερδών δεδομένου ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου η εταιρική κερδοφορία βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά. Η μείωση του συντελεστή στα πρόσθετα κέρδη, αφενός θα ενισχύσει τα δημόσια έσοδα και θα μειώσει τη φοροδιαφυγή και αφετέρου θα δράσει πολλαπλασιαστικά για την εισροή επιπλέον κεφαλαίων προς επένδυση στην εθνική οικονομία. Η δε πρόβλεψη για υπαγωγή στο μέτρο όσων επιχειρήσεων είναι συνεπείς ή έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους προς το Δημόσιο στέλνει το μήνυμα της επιβράβευσης των συνεπών φορολογούμενων και άρα συμβάλει θετικά στη διαμόρφωση φορολογικής συνείδησης.
Η επιτυχία του μέτρου και η συμμετοχή σημαντικού αριθμού επιχειρήσεων σε αυτό θα αποτελέσει ρεαλιστική ένδειξη του βέλτιστου συντελεστή για την προσέλκυση επενδύσεων. Ο μέσος συντελεστής που θα προκύψει από τα «παλαιά» και τα «νέα» κέρδη από ένα σημαντικό πλήθος επιχειρήσεων θα σηματοδοτήσει το γενικό επίπεδο φορολογικού συντελεστή που μπορεί να ενεργοποιήσει την ευρύτερη επενδυτική δραστηριότητα. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα η Πολιτεία θα μπορούσε να ορίσει την φορολογία στον μέσο αυτό συντελεστή. Με απλά λόγια: Αν φορολογούμε με 29% ένα μέρος και 5% ένα άλλο μέρος των κερδών ο μέσος συντελεστής μπορεί να είναι πχ 25%. Μπορούμε δηλαδή να μειώσουμε την φορολογία στο 25% χωρίς να δημιουργήσουμε νέες τρύπες στα έσοδα.
Αύξηση της απασχόλησης
Δύο σημαντικοί παράγοντες που θα πρέπει να συνοδεύσουν το συγκεκριμένο επενδυτικό κίνητρο είναι η πρόβλεψη για αύξηση των θέσεων εργασίας εκ μέρους των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στο μέτρο και η δυνατότητα για μείωση της προκαταβολής φόρου αυτών.
Αναφορικά με την υποχρέωση αύξησης της απασχόλησης αυτή θα πρέπει να τίθεται σε ένα βάθος χρόνου (για παράδειγμα 5 ετών), ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην επένδυση να παράξει τις χρηματοροές που θα χρηματοδοτήσουν τις συγκεκριμένες θέσεις εργασίας.
Το φορολογικό, χρηματοδοτικό και ασφαλιστικό βάρος των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι πολλαπλάσιο των άμεσων γεωγραφικών ανταγωνιστών της χώρας. Δυστυχώς για τη χώρα, το μείγμα πολιτικής της Κυβέρνησης το 2015 και τα νέα δημοσιονομικά μέτρα που έρχονται το 2016 δείχνουν μια στείρα επιμονή στην αύξηση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών που εντείνει την αποβιομηχάνιση της χώρας που πλήττει πλέον ευθέως και σχεδόν αποκλειστικά τα εισοδήματα των μικρομεσαίων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας και που διευρύνει συνεχώς το στρατηγικό έλλειμμα της οικονομίας. Κανένα μνημόνιο και καμία διαπραγμάτευση δεν θα βγάλει τη χώρα από την κρίση. Η μόνη διέξοδος παραμένει σταθερά η πραγματοποίηση όλων των απαραίτητων βημάτων για την προσέλκυση επενδύσεων.