Γράφει ο Ceteris Paribus
Σε αντίθεση με τις προβλέψεις πολλών, βαδίζοντας προς τις τουρκικές εκλογές της 24ης Ιουνίου το κλίμα στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις όχι μόνο δεν οξύνεται αλλά μάλλον γίνεται ηπιότερο. Πλην όμως… ουδέν προσωρινότερον. Τις ενδείξεις για την τροπή που θα πάρουν τα πράγματα δεν θα τις έχουμε σε προεκλογικό χρόνο, αλλά ύστερα από τις εκλογές – όπως έχουμε προβλέψει, από τις αρχές φθινοπώρου.
Όσον αφορά την προεκλογική περίοδο στη γείτονα χώρα, προς έκπληξη πολλών που συνηθίζουν να βλέπουν τα πράγματα μέσα από τους φακούς του επικοινωνιακού τακτικισμού, το ζήτημα που αναδεικνύεται σε βασικό δεν είναι η γεωπολιτική αλλά η οικονομία.
Οικονομικό «θαύμα»και πολιτικός αυταρχισμός
Ασφαλώς αυτό δεν γίνεται τυχαία, αλλά για εντελώς κατανοητούς και προβλέψιμους λόγους.
Πρώτο, γιατί οι ψηφοφόροι, στην Τουρκία όπως και παντού, μετράνε πολύ με ποιον κυβερνήτη «τρώνε ψωμί», το οποίο εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την πορεία της οικονομίας – επομένως οι υποψήφιοι κυβερνήτες δεν μπορούν να αγνοήσουν αυτή την παράμετρο. Η πολυετής πολιτική ηγεμονία του Ερντογάν στην τουρκική πολιτική σκηνή δεν οφείλεται πρωταρχικά στις ικανότητές του στον τακτικισμό και τη ραδιουργία -ικανότητες που αναμφισβήτητα διαθέτει, αλλά όχι μόνος αυτός στην τουρκική πολιτική σκηνή- αλλά στις επιδόσεις της τουρκικής οικονομίας επί των ημερών του.
Η τουρκική οικονομία αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς μεσοσταθμικά περί το 6% για πάνω από μία δεκαετία. Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία επί των ημερών του Ερνογάν έχει αλλάξει οικονομικά «πρόσωπο» και «στάτους». Στη ζωή των Τούρκων ψηφοφόρων αυτό μεταφράζεται πολύ απλά: επί των ημερών του «έφαγαν ψωμί» και βγήκαν από την καθυστέρηση και την απόλυτη φτώχεια μεγάλα τμήματα της τουρκικής κοινωνίας.
Ωστόσο, το οικονομικό «θαύμα» του Ερντογάν -που μόνο αυτό τον διατηρεί στην εξουσία, κόντρα σε πολλούς και θανάσιμους αντιπάλους στο εσωτερικό αλλά και διεθνώς- ξεθωριάζει. Η τουρκική οικονομία εξακολουθεί να αναπτύσσεται με ρυθμό περί το 6%, αλλά μεγάλα προβλήματα συσσωρεύονται και η «οσμή» της αστάθειας είναι έντονη: η τουρκική λίρα υποτιμάται διαρκώς, το κρατικό χρέος παρότι χαμηλό αυξάνεται ραγδαία, κυρίως από ένα συνδυασμό υψηλού πληθωρισμού και ακόμη υψηλότερου επιτοκίου δανεισμού του Δημοσίου και δευτερευόντως από τη συσσώρευση ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, οι τουρκικές τράπεζες έχουν σκελετούς στην ντουλάπα και δοκιμάζονται στις αγορές χρήματος, ο τουρκικός επιχειρηματικός τομέας χτυπιέται και αυτός από το διεθνή «ιό» των χρεών σε δολάριο που πλέον έχει γίνει πολύ ακριβό κ.λπ.
Όσον αφορά το χειρισμό αυτών των ζητημάτων, ο Τούρκος πρόεδρος υιοθετεί μια γραμμή που τον φέρνει σε ευθεία αντιπαράθεση με τις διεθνείς αγορές: χαμηλά επιτόκια της τουρκικής λίρας και επεκτατική στρατηγική διατήρησης των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, αντί για περιοριστική νομισματική και οικονομική πολιτική.
Είναι προφανές ότι, αντιμετωπίζοντας διακεκριμένους και επικίνδυνους εχθρούς, δεν θέλει να καταστρέψει τις βάσεις της παραμονής του στην εξουσία, δηλαδή τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Γι’ αυτό, απειθαρχώντας εμφατικά στις υποδείξεις των εκπροσώπων των διεθνών αγορών, άνοιξε προεκλογικά το ζήτημα του απόλυτου ελέγχου της νομισματικής πολιτικής, αμφισβητώντας ευθέως την ανεξαρτησία της τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας. «Έδειξε» έτσι τον πραγματικό του στόχο στις εκλογές της 24ης Ιουνίου: να εδραιώσει την εξουσία του για μερικά ακόμη χρόνια, αποκτώντας τον πλήρη έλεγχο του κεντρικού «γραναζιού» της οικονομίας, δηλαδή της νομισματικής πολιτικής.
Παθολογικά καχύποπτος απέναντι στη Δύση και όσους στην εσωτερική πολιτική σκηνή και στο τουρκικό κράτος θεωρεί πράκτορές της ύστερα από την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, τώρα βλέπει στις πιέσεις των αγορών μια νέα απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του – αυτή τη φορά οικονομικού. Και αντιδρά όπως αντέδρασε ύστερα από την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016: επιχειρεί να πάρει όλη την οικονομική εξουσία στα χέρια του διατηρώντας πάση θυσία τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Πολλοί αναλυτές εκτιμούν πως όσο περισσότερο το καταφέρνει, τόσο πιο κοντά έρχεται η στιγμή που η τουρκική οικονομία θα «σκάσει» – ήδη στη διεθνή αρθρογραφία γίνονται συγκρίσεις με την προς της κρίσης Ελλάδα. (Προσωπικά τα θεωρώ όλα αυτά βάσιμα μεν, διογκωμένα δε. Επίσης, για πολλούς παράγοντες είναι φανερή η γνωστή αντιστροφή ανάλυσης και συμπερασμάτων: δεν είναι μια αντικειμενική ανάλυση που οδηγεί σε συμπεράσματα και καλλιεργεί φόβους, αλλά οι επιθυμίες που καθορίζουν την ανάλυση, διογκώνουν τα συμπεράσματα και καλλιεργούν φόβους…)
Σε κάθε περίπτωση, οι ψηφοφόροι αξιολογούν πρωτίστως τους ρυθμούς ανάπτυξης (που συνδέονται με το αν «τρώνε ψωμί») κι όχι τις συστάσεις των διεθνών αγορών. Μάλιστα, η προπαγάνδα του Ερντογάν περί οργανωμένου «οικονομικού πραξικοπήματος» πιάνει, στο βαθμό που οι Τούρκοι ψηφοφόροι φοβούνται ότι εξαιτίας ενός τέτοιου «πραξικοπήματος» μπορεί να πληγεί το βιοτικό τους επίπεδο.
Έτσι εξηγείται η αντίφαση ότι ο Ερντογάν κυριαρχεί στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της Τουρκίας (ενδοχώρα) ενώ υστερεί στα πολύ αναπτυγμένα ευρωπαϊκά παράλια: εκεί είναι πιο άμεσα ορατά τα οφέλη από τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης – και πιο εύκολο να πιστωθούν αυτά τα οφέλη στη διακυβέρνηση Ερντογάν. Ακόμη όμως και στα «εξευρωπαϊσμένα» και αναπτυγμένα παράλια, ο Ερντογάν διατηρεί μια σημαντική πολιτική επιρροή πάνω στην ίδια βάση.
Έτσι εξηγείται και η ανοχή που δείχνουν μεγάλα τμήματα της τουρκικής κοινωνίας στον πολιτικό αυταρχισμό (μη ξεχνάμε ότι ο Ερντογάν κέρδισε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις): η προπαγάνδα του ότι αυτός (ο πολιτικός αυταρχισμός) είναι απαραίτητο έκτακτο μέτρο κατά των εχθρών της Τουρκίας, που έχουν βάλει στο στόχαστρο όχι μόνο τα εθνικά της δίκαια αλλά και την οικονομική της ευημερία, πιάνει επίσης.
Ο Ερντογάν βιάστηκε να κάνει τις εκλογές γιατί τώρα έχει καλύτερες τύχες να ανανεώσει την εξουσία του και να αποκτήσει τον έλεγχο και του κεντρικού γραναζιού της οικονομικής πολιτικής, τη νομισματική – πριν η πίεση πάνω στην τουρκική οικονομία καταστρέψει τον οικονομικό του μύθο.
Οικονομία και γεωπολιτική
Για να ολοκληρώσουμε αυτό το σχόλιο, πρέπει, ύστερα από τη σχέση οικονομίας και πολιτικής, να πραγματευτούμε εν συντομία τη σχέση οικονομίας και γεωπολιτικής. Για πολλές χώρες, σχεδόν όλες στη Δύση, πάνε μερικές δεκαετίες που η οικονομία επιβάλλει τις στρατηγικές επιλογές στην πολιτική. Αυτό όμως ισχύει μόνο για τις πολιτικές επιλογές σε οικονομικά θέματα – ναι, είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι οι βασικές οικονομικές πολιτικές έχουν κατ’ ουσίαν βαθύτερο πολιτικό χαρακτήρα.
Για την Τουρκία, και μάλιστα επί των ημερών Ερντογάν, αυτό δεν ισχύει – ή ισχύει δευτερευόντως. Δεν πρόκειται τόσο για κάποια δουλεμένη οικονομική «φιλοσοφία» του ίδιου του Ερντογάν ή των συμβούλων του: απλούστατα ο Τούρκος πρόεδρος είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να υπάγει τα πάντα στις ανάγκες της μάχης για την εξουσία. Η αυτοπεποίθηση και αυτοσυνείδηση του τουρκικού εθνικισμού δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη δυτική επέμβαση στα εσωτερικά της Τουρκίας ούτε με τον υποβιβασμό της σε μεγάλα εθνικά της ζητήματα. Έχουμε ξαναγράψει ποια είναι αυτά: η συσσώρευση προϋποθέσεων για τη δημιουργία κουρδικού κράτους και ο πρακτικός αποκλεισμός της Τουρκίας από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Έτσι, δηλαδή με τέτοιους όρους, η οικονομία, η πολιτική και η γεωπολιτική μπλέκονται σε αξεδιάλυτο κουβάρι. Όλοι γνωρίζουμε ότι τις κρίσιμες τουλάχιστον στιγμές το «τιμόνι» των αποφάσεων το κρατάει η πολιτική. Η οποία όμως είναι αναγκασμένη να ενσωματώνει στους χειρισμούς της και τα ζητήματα τόσο της οικονομίας όσο και της γεωπολιτικής.
Το ερώτημα προκειμένου για την Τουρκία είναι τούτο: τι από τα δύο, την οικονομία και τη γεωπολιτική, θα βαρύνει περισσότερο στις (πολιτικές) αποφάσεις του Ερντογάν; Ο γράφων θεωρεί την απάντηση αυτονόητη: η γεωπολιτική. Αν νικήσει στις εκλογές (το πιθανότερο σενάριο), ο Ερντογάν θα αρπάξει «όλη την εξουσία» και στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα αυτό που ο ίδιος θεωρεί εν εξελίξει «οικονομικό πραξικόπημα» και να αφιερωθεί όσο πιο απερίσπαστος γίνεται στις γεωπολιτικές «μάχες». Αν κερδίσει τις εκλογές και αν το «οικονομικό πραξικόπημα» αποτύχει όσο και το στρατιωτικό να τον ανατρέψει, τότε όπως έχουμε ήδη προβλέψει, η «καυτή» περίοδος στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις έρχεται από το φθινόπωρο.