Γράφει ο Ceteris Paribus
Ένα νέο είδος εθνικού “αυτισμού”, με τη μορφή μαζικής ψυχολογίας και συμπεριφοράς, κυριάρχησε και εξακολουθεί να κυριαρχεί σ’ αυτή τη χώρα από το 2010. Όλων τα βλέμματα είναι στραμμένα στις διαδοχικές συμφωνίες με τους δανειστές, στους όρους τους, στις συνέπειές τους, στο να θα επιτευχθούν ή όχι, στο τι θα σημαίνει αν δεν επιτευχθούν και επέλθει η «ρήξη». Έχει γίνει περίπου εθνική πεποίθηση ότι όλα εξαρτώνται απ’ αυτές (τις συμφωνίες), ότι όλοι οι στόχοι θα επιτευχθούν μέσα απ’ αυτές ή θα χαθούν μαζί μ’ αυτές. Δεν επιτυγχάνεται συμφωνία; Θα καούμε στα καζάνια της Κολάσεως. Επιτυγχάνεται συμφωνία; Όλα θα πάνε καλά.
Όλο το πολιτικό προσωπικό αυτής της χώρας έχει πλέον υπερειδικευτεί σε ένα πράγμα: να συζητά ή και να διαχειρίζεται τη σχέση με τους δανειστές, την επίτευξη ή υλοποίηση των συμφωνιών μαζί τους. Όλες οι άλλες δεξιότητες και ενδιαφέροντα ατροφούν: είμαστε σε πρόγραμμα; όλα πάνε καλά…
Τώρα λοιπόν που επιτεύχθηκε μια νέα συμφωνία, που βαδίζουμε προς την ολοκλήρωση της υπογραφής της τρίτης χρηματοδοτικής σύμβασης με τους δανειστές, αυτού του τύπου ο εθνικός μας “αυτισμός” γίνεται κίνδυνος πολύ μεγαλύτερος από το παρελθόν. Κίνδυνος γιατί τρέφει την άγνοια κινδύνου. Στ’ αλήθεια όλα θα πάνε καλά από τη στιγμή που επετεύχθη συμφωνία; Στ’ αλήθεια όλα μπορούν για μία ακόμη φορά να μπουν στον αυτόματο πιλότο;
Φοβούμαι, ή μάλλον είμαι βέβαιος, πως όχι! Δεν είναι δικός μου ισχυρισμός, αλλά προκύπτει από τα θεμελιώδη δεδομένα και υπογραμμίζεται από γεγονότα των οποίων τη σημασία προσπερνούμε ασύγγνωστα.
- Με το νέο πρόγραμμα, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας θα συνεχιστεί, ενώ το χρέος θα εκτιναχτεί στο δυσθεώρητο 200% του ΑΕΠ. Σωρευτική ύφεση 12,8% υπολογίζουν σαν συνέπεια του νέου μνημονίου οι Financial Times, έως 4% το 2015 και έως 2% το 2016 είναι οι πιο συντηρητικές εκτιμήσεις της Κομισιόν. Πόσο συνειδητοποιούμε τις συνέπειες του γεγονότος ότι μπαίνουμε πιο βαθιά στην παγίδα ενός μη βιώσιμου χρέους και ότι μιλάμε για παράταση της ύφεσης τουλάχιστον μέχρι και το 2016, δηλαδή για 9 συνεχόμενα χρόνια; Πόσο συνειδητοποιούμε ότι δεν υπάρχει οικονομία και κοινωνία που να αντέχει ένα τέτοιο βάρος;
- Ξεχάσαμε ένα συγκλονιστικό πολιτικό γεγονός για την πρόσφατη ιστορία της χώρας: το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Μια κοινωνία που ψήφισε σε ποσοστό 62% ΟΧΙ στο σχέδιο Γιουνκέρ σε συνθήκες «εμφυλιοπολεμικής» πόλωσης, πόσο ρεαλιστικό είναι να πιστέψουμε ότι θα πειθαρχήσει στην υλοποίηση της συμφωνίας πολύ «βαρύτερης» απ’ αυτή που απορρίφθηκε στο δημοψήφισμα και τις συνέπειές της; Και πόσο υψηλό θα είναι το κόστος, κοινωνικό και πολιτικό, αν διαπιστωθεί πολύ σύντομα ότι για μία ακόμη φορά «το πρόγραμμα δεν βγαίνει»;
- Πόσο κοστίζει στρατηγικά στη χώρα η απώλεια πάνω από 200.000 ατόμων, εργατικού δυναμικού υψηλής ειδίκευσης («τα καλύτερα μυαλά»);
- Πόσο κοστίζει η απειλούμενη, τις μέρες αυτές, φυγή έως και 60.000 επιχειρήσεων στο εξωτερικό (Βουλγαρία κ.λπ.) και η επάνοδος σε ζημιές δεκάδων χιλιάδων άλλων;
Ποιος ασχολείται με την άσκηση συγκεκριμένης πολιτικής σ’ αυτή τη χώρα, πέρα από τον «αυτόματο πιλότο» των συμφωνιών με τους δανειστές και το «μάνατζμεντ» που ασκούν οι ίδιοι οι δανειστές, με στόχο βεβαίως τη διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων;
Για πόσο ακόμη δικαιούμαστε τέτοια άγνοια κινδύνου;
Και εν τέλει, ποιος είναι έτοιμος και έχει απαντήσεις για την κατάρρευση που έρχεται με μαθηματική ακρίβεια αν συνεχίσουμε σε αυτό το δρόμο, πιστεύοντας αφελώς ότι «σώζουμε τη χώρα» σε… δόσεις και με δόσεις;