Ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ ενέκρινε το φάρμακο baricitinib για τη θεραπεία της γυροειδούς αλωπεκίας, μιας αυτοάνοσης διαταραχής που επηρεάζει περισσότερα από 147 εκατομμύρια άτομα κάθε χρόνο παγκοσμίως. Η αλωπεκία αναφέρεται γενικά στην τριχόπτωση σε μέρη του σώματος που συνήθως έχουν τρίχες.
«Η πρόσβαση σε ασφαλείς και αποτελεσματικές θεραπευτικές επιλογές είναι ζωτικής σημασίας για τον σημαντικό αριθμό των Αμερικανών που πάσχουν από σοβαρή αλωπεκία», δήλωσε η αξιωματούχος του FDA, Κένταλ Μάρκους.
Το Baricitinib, το οποίο παρασκευάζεται από την αμερικανική φαρμακευτική εταιρεία Eli Lilly, ανήκει σε μια κατηγορία φαρμάκων που είναι γνωστά ως αναστολείς JAK και λειτουργεί παρεμβαίνοντας στην κυτταρική οδό που οδηγεί σε φλεγμονή.
Η έγκρισή του για χρήση κατά της αλωπεκίας βασίστηκε στα αποτελέσματα δύο τυχαιοποιημένων, ελεγχόμενων κλινικών δοκιμών στις οποίες συμμετείχαν συνολικά 1.200 ενήλικες με σοβαρή αλωπεκία.
Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και έλαβαν είτε 2 είτε 4 mg του φαρμάκου ή πλασίμπο καθημερινά. Μετά από 36 εβδομάδες, σχεδόν το 40% των ασθενών που έλαβαν την υψηλότερη δόση πέτυχαν 80% κάλυψη της κεφαλής με τριχοφυΐα σε σύγκριση με το 23% της ομάδας που έλαβε τη χαμηλότερη δόση και το 5% της ομάδας που πήρε το εικονικό φάρμακο. Περίπου το 45% των ατόμων στην ομάδα της υψηλότερης δόσης είδαν επίσης σημαντική αναγέννηση των φρυδιών και των βλεφαρίδων τους.
Οι πιο συχνές παρενέργειες περιλάμβαναν λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, πονοκεφάλους, ακμή, υψηλή χοληστερόλη και αύξηση ενός ενζύμου που ονομάζεται φωσφοκινάση κρεατίνης.
Το baricitinib είχε εγκριθεί προηγουμένως για τη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, ενώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού η άδειά του επεκτάθηκε στη θεραπεία των νοσηλευόμενων ασθενών με COVID-19.
ΠΗΓΗ: Medicalxpress