Γράφει ο Αθανάσιος Γραμμένος, Διεθνολόγος
Ο Άνταμ Σμιθ υποστήριξε ότι η αγορά έχει τη ικανότητα να αυτορυθμίζεται χωρίς να χρειάζεται την παρέμβαση του κράτους. Αν μάλιστα η οικονομική ελευθερία είναι απόλυτη, τότε οι ιδιώτες έχουν τη δυνατότητα να παράγουν απεριόριστα κερδη, κατέληξε. Υποστήριξε ακόμη ότι η έμφυτη ροπή για τη μεγιστοποίηση του ιδιωτικού κέρδους σε μια ελεύθερη αγορά ωφελεί ολόκληρη την κοινωνία, έστω κι αν τα άτομα που «επιχειρούν» δεν έχουν τέτοια πρόθεση. Έκτοτε, πολλοί θεωρητικοί συνέχισαν τη σκέψη του Σμιθ, εξηγώντας ότι αν ο καταναλωτής μπορεί να επιλέξει ελεύθερα τι θα αγοράσει και ο παραγωγός τι θα πουλήσει, τότε το «αόρατο χέρι» της αγοράς θα επιφέρει μια αμοιβαίως ικανοποιητική ισορροπία, τόσο στην τιμή όσο και στα χαρακτηριστικά των αγαθών.
Η θεωρία του Σμιθ έχει γνωρίσει μεγάλη αποδοχή από τους υπερασπιστές της απόλυτα ελεύθερης αγοράς, όπως οι αναρχοκαπιταλιστές. Αυτή σχολή σκέψης, αποσιώπησε την αναφορά του Σμιθ στην ανάγκη ενός θεσμικού πλαισίου, διότι ευνοεί μία οικονομία χωρίς κανένα περιορισμό και κρατική παρέμβαση. Στη σημερινή εποχή, η αξιωματική θέση της απουσίας οιασδήποτε ρυθμιστικής αρχής και το σύνολο των ακραίων οικονομικών θεωριών έχουν καταχρηστικά ταυτιστεί με τον Φιλελευθερισμό, κυρίως λόγω της συχνής αναφοράς που κάνουν σε αυτή πολλοί φιλελεύθεροι, εντός κι εκτός Ελλάδα. Στην πράξη όμως, διατυπώνονται σοβαρές αμφιβολίες για το πόσο φιλελεύθερη είναι αυτή η προσέγγιση.
Ως φιλελευθερισμός νοείται η κοινωνική θεωρία (άρα και πολιτική και οικονομική) η οποία προτάσσει τις ατομικές ελευθερίες, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία της οικονομίας, ως αναπόσπαστες αρχές μιας ευνομούμενης πολιτείας που θα επιτρέπει στους πολίτες να ευημερούν και να ευτυχούν. Για να είναι όμως ένα κράτος φιλελεύθερο οφείλει να προστατεύει αυτές τις αρχές και να διασφαλίζει τη αναπόσπαστη ισορροπία τους. Αν για οποιοδήποτε λόγω, η βαρύτητα ενός από τα προτάγματα παρασύρει τα υπόλοιπα, η ελευθερία συνολικά θα περιοριστεί. Επομένως, ο φιλελευθερισμός δεν είναι μία θεωρία à la carte, αλλά ένα σύνολο ιδεών που υπάρχει για να εξυπηρετεί τον άνθρωπο και την κοινωνία, θέτοντας «κοινωνιοκεντρικές προτεραιότητες».
Με αυτή τη συνθήκη, το «αόρατο χέρι» δεν είναι καθόλου φιλελεύθερο διότι δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα εξυπηρετήσει το κοινό όφελος. Από τα τέλη του 2013, ο ιός Έμπολα εξελίσσεται σε μια φρικτή επιδημία για τους κατοίκους της Δυτικής Αφρικής αλλά οι βιομηχανίες φαρμάκων της Αμερικής και του Καναδά έχουν καθυστερήσει την ανάπτυξη ενός ορού για την αντιμετώπιση του αφενός επειδή δεν τους χορηγείται κρατική επιχορήγηση κι αφετέρου επειδή οι πληγείσες χώρες δεν θα μπορούσαν να το αγοράσουν σε τιμές που θα εξασφάλιζαν τα επιθυμητά κέρδη. Το «αόρατο χέρι» δεν κινήθηκε.
Πρόσφατα όμως, ο ιός πέρασε και στις χώρες της Δύσης, η αγορά της οποίας ήταν εντελώς απροετοίμαστη, προκαλώντας σοβαρές ανησυχίες στους πολίτες των αναπτυγμένων χωρών. Η διαφαινόμενη λύση δίνεται από ένα κράτος και συγκεκριμένα τον Καναδά, ο οποίος, πέραν από τις έρευνες για το φάρμακο, έχει επενδύσει από το 2009 περισσότερα από πέντε εκατομμύρια δολλάρια σε ανθρωπιστική υποστήριξη και υπηρεσίες δημόσιας υγείας για την αντιμετώπιση του ιού στη Δυτική Αφρική. Η κυβέρνηση του Καναδά, χρησιμοποίησε τα χρήματα των φορολογουμένων, όχι για να επιδοτήσει εταιρείες τις οποίες θα έπρεπε μετά να ξαναπληρώσει για να αγοράσει το προϊόν, αλλά για να επιτρέψει στο Εθνικό Μικροβιολογικό Εργαστήριο να δημιουρήσει μία πατέντα που θα είναι κτήμα της κοινωνίας και μάλιστα με συνετή πρόβλεψη όταν η απειλή βρισκόταν ακόμα πολύ μακριά.
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, η οποία διαθέτει ένα πειραματικό εμβόλιο, έχει εσπευσμένα ζητήσει προσφορές από τις φαρμακοβιομηχανίες για να το παράγουν σε ευρεία κλίμακα. Εδώ, το «αόρατο χέρι» θα διαμορφώσει την τιμή για μία πατέντα που είναι προπληρωμένη κι έτσι ο Ebola αποδεικνύεται πιο φιλελεύθερος από την αγορά φαρμάκων σε αυτή την ανθρωπιστική κρίση. Η δημόσια υγεία είναι ένα κοινωνικό αγαθό κι εφόσον η αγορά αφήνει ένα κενό, η οργανωμένη κοινωνία οφείλει να το καλύψει.
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί στις μέρες μας ότι η ελεύθερη αγορά είναι το πιο σπουδαίο οικονομικό μοντέλο και ότι η ύπαρξη και διακίνηση κεφαλαίων επιτρέπει τη ραγδαία ανάπτυξη της οικονομίας χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς. Ωστόσο, υπάρχει για να εξυπηρετεί κοινωνικές ανάγκες κι εκεί ο φιλελευθερισμός προβλέπει το κράτος δικαίου σε συνδυασμό με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις οφείλουν να δίνουν βιώσιμες λύσεις στα προβλήματα, διότι μπορεί η αγορά να μην είναι υπεράνω των δικαιωμάτων, όμως είναι αδύνατη η κοινωνική πολιτική χωρίς πρωτογενές πλεόνασμα. Για να εξασφαλιστεί αυτή η ισορροπία υπάρχουν οι θεσμοί, οι οποίοι εγγυώνται την ομαλή λειτουργία της οικονομίας στο πλαίσιο των κοινωνιοκεντρικών προτεραιοτήτων.
Αν οι λειτουργίες της κοινωνίας είχαν ιδιωτικοποιηθεί και λειτουργούσαν με το άκαμπτο κριτήριο του απόλυτου κέρδους τότε οι έρευνες για την αντιμετώπιση του Ebola θα καθυστερούσαν δραματικά. Ο Καναδάς μας δείχνει ένα παράδειγμα αρμονικής συνύπαρξης θεσμών κι ελεύθερης αγοράς, όταν το κράτος πρόνοιας φέρεται με σεβασμό στου πόρους και τις ανάγκες των μελών του. Αυτή η πτυχή επισκιάζεται σκοπίμως από τους θιασώτες του οικονομικού αναρχισμού και του αναχρονιστικού σοσιαλισμού, προκαλώντας σύγχυση κι αρνητικούς συνειρμούς για τον φιλελευθερισμό.
Αυτή είναι η πρόκληση των φιλελεύθερων στη νέα εποχή: να διαχωρίσουν τις θέσεις τους προς τις ανταγωνιστικές θεωρίες και να καταρρίψουν το «επιχείρημα του σκιάχτρου» που χρησιμοποιούν τους ταυτίζουν με τις ανελεύθερες και ακοινώνητες ιδεοληψίες. Αφήνοντας την κοινωνία να εκφράσει τις ανάγκες της και τους πολίτες να έχουν το πρωτείο της πολιτικής και της οικονομίας διασφαλίζεται πραγματικά η ελευθερία και κορυφώνεται η αξία της ανθρώπινης ζωής.