Γράφει ο Γιάννος Γραμματίδης*
Το Brexit πού αποφάσισε ο Βρετανικός λαός αναμφίβολα επιτείνει την βαθιά ελληνική κρίση πού είναι κρίση οικονομική, κοινωνική και πολιτική. Το Brexit ήρθε σε μια εποχή όπου η Ευρώπη βρίσκεται σε κατάσταση στασιμότητας, χωρίς ανάπτυξη και υπό το βάρος αυστηρών δημοσιονομικών πολιτικών. Από την πλευρά της η Ελλάδα πληρώνει σήμερα την επιμονή της στην εφαρμογή ενός αδιέξοδου οικονομικού μοντέλου πού βασιζόταν πιο πολύ στη δεσπόζουσα θέση τού κράτους στην οικονομία παρά στην ανάπτυξη τού ιδιωτικού τομέα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ανώμαλη συγκρότηση της παραγωγικής βάσης της χώρας πού επικεντρώθηκε στην παραγωγή μη διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων με αποτέλεσμα την ασύμμετρη ανάπτυξη των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών. Το πολιτικό της σύστημα βασιζόταν στην ευνοιοκρατία μέσα από την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων και μέσω πολιτικών πού θυσίαζαν την ανάπτυξη στο βωμό μη ορθολογικών κοινωνικών παροχών. Αυτή η επιλογή ενίσχυσε την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Δεν είναι τυχαία λοιπόν η συνύπαρξη των διπλών ελλειμμάτων, τού προϋπολογισμού και τού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Τα διπλά ελλείμματα μαζί με το πελώριο χρέος της χώρας και την έλλειψη ανταγωνιστικότητας, δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα πού οδήγησε την χώρα σε διαρθρωτική κατάρρευση. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την προσφυγή της Ελλάδας το 2010 στον μηχανισμό τού ΔΝΤ και στον ΕΣΜ. Από τότε συμφωνήθηκαν 3 Μνημόνια πού επέφεραν μεν ορισμένες μεταρρυθμίσεις σε παραμέτρους της ανταγωνιστικότητας, αύξησαν όμως το δημόσιο χρέος σε βαθμό πού η βιωσιμότητά του είναι σήμερα συζητήσιμη ενώ παράλληλα επέβαλλαν βαρύτατα δημοσιονομικά μέτρα πού εξήντλησαν τις αντοχές της κοινωνίας και δεν πέτυχαν τον στόχο τους πού θα έπρεπε να είναι μια σύμμετρη λειτουργία της δημοσιονομικής εξορθολόγησης και της ανάπτυξης. Παράλληλα, η χώρα έχει ανάγκη μεγάλων μεταρρυθμίσεων στην κατεύθυνση της οικονομίας, στην αγορά εργασίας, στο φορολογικό σύστημα, στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, στην πάταξη της διαφθοράς, στον εξορθολογισμό της λειτουργίας τού δημόσιου τομέα, στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση και στην άρση όλων των εμποδίων για την επιχειρηματικότητα. Με λίγα λόγια η χώρα δεν έχει διαφύγει τον κίνδυνο της χρεωκοπίας και δεν έχει εξασφαλισμένη την παραμονή της στην Ευρωζώνη.
Σαν να μην έφθαναν, όμως, όλα αυτά ανέκυψε και το προσφυγικό ζήτημα πού βρήκε την Ελλάδα απολύτως ανέτοιμη να το αντιμετωπίσει ελλείψει υποδομών και αποτελεσματικών διαδικασιών ταυτοποίησης προσφύγων-μεταναστών, μηχανισμού αντιμετώπισης της κρίσης, υποδομών προσωρινής φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών πού να πληρούν κάποιες βασικές προδιαγραφές ανθρώπινης διαβίωσης, καθώς καί σχεδίου προστασίας της εσωτερικής ασφάλειας της χώρας. Όλοι αυτοί οι παράγοντες επέτειναν το συνολικότερο ευρωπαϊκό πρόβλημα σχετικά με την αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών με αποτέλεσμα γειτονικές χώρες όπως η ΠΓΔΜ να κλείσουν τα σύνορά τους για να εμποδίσουν την είσοδο προσφύγων στη χώρα τους. Πέραν της έκρυθμης κατάστασης και των επεισοδίων εξ αυτής της εξέλιξης, θεωρώ οτι η πιο προβληματική επίπτωση για την Ελλάδα είναι ότι πέτυχε να γίνουν τα σύνορα της ΠΓΔΜ ευρωπαϊκά σύνορα με όποιες πολιτικές συνέπειες αυτό μπορεί να έχει. Άλλη επίπτωση τού προσφυγικού είναι και οι αντιδράσεις της Τουρκίας προς την Ελλάδα με άστατη τήρηση των συμφωνιών της με την ΕΕ πού περιλαμβάνουν αλλαγές κατεύθυνσης των προσφυγικών ροών, διαρκείς παραβιάσεις τού ελληνικού εναέριου χώρου και προκλητικές συμπεριφορές όπως η πρόσφατη χρησιμοποίηση τού ναού της Αγίας Σοφίας ως ισλαμικού χώρου λατρείας και οι επίσης πρόσφατες αναφορές στα δικαιώματα της τουρκικής μειονότητας στη Θράκη.
Όλες αυτές οι επιπτώσεις είναι φανερό ότι οφείλονται στη βαθιά και μακρά οικονομική κρίση της Ελλάδας πού της στερεί τα μέσα αλλά και τον χώρο χάραξης και άσκησης πολιτικών πού να διασφαλίζουν την εσωτερική της ασφάλεια αλλά και την προστασία τόσο των συνόρων της όσο και της εθνικής της κυριαρχίας.
Παράλληλα, παρατηρούμε ότι εξελίσσεται ένα γεωπολιτικό Τσερνόμπιλ, μια γενικότερη αναταραχή στην ευρύτερη γειτονιά της Ελλάδας, στην Νοτιανατολική Μεσόγειο, στα Βαλκάνια, στη Β. Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Η αναταραχή αυτή έχει διογκώσει προβλήματα φτώχειας, ανεργίας, καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προσφυγικών ροών κ.α. Παράλληλα με τούς συμβατικούς πολέμους αναπτύσσονται και πόλεμοι κοινωνιών εξαιτίας των προσφυγικών κυμάτων και τού θρησκευτικού επεκτατισμού πού εκπορεύεται κύρια από τον ISIS. Οι πόλεμοι αυτοί έχουν στις εμπόλεμες περιοχές και οικονομικές επιπτώσεις, δημιουργούν αποτυχημένα κράτη όπου παράγεται τρομοκρατία. Τέλος, το Κουρδικό πρόβλημα βρίσκεται κι αυτό σε έξαρση δημιουργώντας επικίνδυνη νευρικότητα στην Τουρκία πού κι αυτή εντείνει τις προσπάθειές της για πολιτική επικυριαρχία στις μετριοπαθείς μουσουλμανικές χώρες παρουσιαζόμενη ως το «κοσμικό Ισλάμ».
Πρόσθετος παράγοντας αποσταθεροποίησης στην περιοχή είναι ασφαλώς και οι κοινωνικές αναταραχές στη Γαλλία πού στην ουσία μεταφέρουν το γενικότερο πρόβλημα στην ίδια της καρδιά της Ευρώπης την στιγμή πού και η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μέγιστα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα πού μεγιστοποιούνται από την συνεχιζόμενη εμμονή της Γερμανίας να θυσιάζει την ευρωπαϊκή οικονομία στο βωμό της δημοσιονομικής πειθαρχίας και σε βάρος της ανάπτυξης. Το ευρωπαϊκό πρόβλημα επιτείνεται ασφαλώς από το Brexit πού θα έχει σοβαρές οικονομικές και γεωστρατηγικές επιπτώσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Τέλος, χρειάζεται ιδιαίτερη παρατήρηση η σταδιακή υλοποίηση τού Κινεζικού OBOR (one belt one road) με τον απόλυτο έλεγχο τού λιμανιού τού Πειραιά (που περιέργως συμπίπτει με τον έλεγχο των ελληνικών περιφερειακών αεροδρομίων από την Γερμανία) και την ενίσχυση της Ρωσικής παρουσίας στην Ευρώπη λόγω τού συνεχιζόμενου πολέμου στη Συρίας, αλλά και της τάσης της Ρωσίας να διατηρήσει την ενεργειακή δεσπόζουσα θέση της στην Ευρώπη επιδιώκοντας νέες συμμαχίες μέ προμετωπίδα κοινές θρησκευτικές αντιλήψεις.
Αυτά όλα αποτελούν ένα γεωπολιτικό χάος πού ανατρέπουν ή επαναπροσδιορίζουν παραδοσιακές συμμαχίες και δημιουργούν νέες κι εν πολλοίς αμφιλεγόμενες συμμαχίες.
Ποια είναι λοιπόν η θέση τής Ελλάδας απέναντι σε όλα αυτά; Τα βασικά δεδομένα για την Ελλάδα είναι: η γενικότερη σύγχυση αν όχι διάλυση στην περιοχή, το αβέβαιο Τουρκικό μέλλον πού επιβαρύνεται από το γεγονός ότι ήδη η Τουρκία αποτελεί πηγή αστάθειας, η συμμετοχή της πλέον στις ενεργειακές εξελίξεις στην περιοχή με ορθολογικές επιλογές και η ισχυρή ελληνική ναυτιλία πού ήταν πάντα στενά συνδεδεμένη με την Αμερικανική οικονομία και στρατηγική. Είναι λοιπόν ανάγκη η Ελλάδα, παρά τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα πού αντιμετωπίζει, να θωρακίσει την δεσπόζουσα γεωστρατηγική θέση πού διαθέτει στην περιοχή έτσι ώστε σταδιακά να αποτελέσει πυλώνα σταθερότητας κι ασφάλειας.
Προϋποθέσεις επιτυχίας αυτής της επιδίωξης θα πρέπει να είναι η συμφωνία των πολιτικών κομμάτων με κυρίαρχη βάση την προστασία τού εθνικού συμφέροντος, ο συνασπισμός της με χώρες πού πιστεύουν στην δημοκρατία, στην ελευθερία, στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην διατήρηση της ειρήνης, η ενίσχυση της στρατηγικής συνεργασίας με το Ισραήλ, την Κύπρο και την Αίγυπτο και η χάραξη ενός οδικού χάρτη για την ομαλοποίηση σχέσεων και την υποβοήθηση στο έργο εκδημοκρατισμού και οικονομικής ανάπτυξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων.
Προϋπόθεση επίσης αποτελεί η ανάπτυξη στενότερης συνεργασίας με τις ΗΠΑ ιδιαίτερα σε θέματα ενίσχυσης της εσωτερικής ασφάλειας της χώρας έναντι της διεθνούς τρομοκρατίας, σε θέματα ενεργειακής επάρκειας τόσο της χώρας όσο και της περιοχής και η μεταφορά αμερικανικής τεχνογνωσίας στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας και ειδικότερα στο επίπεδο της υψηλής τεχνολογίας στα πλαίσια της οποίας πρέπει να επανεξεταστεί και να διευκολυνθεί το πρόγραμμα αντισταθμιστικών ωφελημάτων αμερικανικών εταιριών στην Ελλάδα με έμφαση σε έργα συμπαραγωγής αμυντικού υλικού. Παράλληλα, όμως η Ελλάδα έχει ανάγκη της αμερικανικής εμπειρίας και σε άλλους τομείς της οικονομίας της όπως ψηφιακή οργάνωση τού κράτους, η πάταξη της διαφθοράς και η αναδιάρθρωση της φορολογικής διοίκησης. Αυτά μπορούν να διευκολυνθούν με την αναβίωση της Επιτροπής Οικονομικής & Εμπορικής Συνεργασίας πού είναι σε αδράνεια εδώ και καιρό.
*Ο Γιάννος Γραμματίδης είναι Πρόεδρος της «Νέας Πορείας, Νέας Ελλάδας»